Πέντε κείμενα παρέμβασης, από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
1. Η Κύπρος τα κατάφερε
Του Αλέξη Παπαχελά
Μετά ένα ταξίδι στην Κύπρο, θέλω πραγματικά να φωνάξω στο πολιτικό προσωπικό της χώρας: «Ξυπνήστε, επιτέλους». Η Κύπρος είναι μια γροθιά στο στομάχι, γιατί σε κάνει να συνειδητοποιείς πώς θα μπορούσε να ήταν μια απελευθερωμένη από τις αγκυλώσεις της Ελλάδα.
Ας πάρουμε τον τομέα της εκπαίδευσης. Με τη συναίνεση της Αριστεράς δημιουργήθηκαν ιδιωτικά πανεπιστήμια, μερικά εκ των οποίων είναι υποδειγματικά. Θυμίζουν καλά ευρωπαϊκά ή αμερικανικά πανεπιστήμια, με τις υποδομές τους και την τάξη που επικρατεί. Σε ορισμένους τομείς βρίσκονται πολύ μπροστά, με συνέργειες με τη Microsoft ή άλλες μεγάλες εταιρείες. Χιλιάδες Ελληνες φοιτητές σπουδάζουν αυτήν τη στιγμή στην Κύπρο μαζί με νέους από την Κίνα, τις αραβικές χώρες και τη Ρωσία. Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι μια πραγματικά παραγωγική επένδυση για την Κύπρο. Φέρνουν πολλές θέσεις εργασίας και τονώνουν, βεβαίως, την οικονομία.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια, πολλά μεγάλα ξένα πανεπιστήμια ήθελαν να δημιουργήσουν κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα. Δεν τα κατάφεραν. Η προσπάθεια του Κ. Καραμανλή να αλλάξει το άρθρο 16 του Συντάγματος δεν έφερε καρπούς, διότι αντέδρασε ο Γ. Παπανδρέου, ο οποίος για πολλά χρόνια πριν στήριζε φανατικά τον θεσμό των ιδιωτικών και μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ. Χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία. Με αποτέλεσμα να λυμαίνονται τον χώρο διάφορα κολέγια και κολεγιάκια, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις. Οι Ελληνες πληρώνουν τώρα ακριβά για να στείλουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό, ακόμη και σε χώρες που δεν θα μπορούσαμε να φαντασθούμε πριν από δέκα χρόνια ως προορισμό για πανεπιστημιακές σπουδές. Η Ελλάδα έχει το ταλέντο, το προσωπικό και τη γεωγραφική θέση για να γίνει ο υπερκόμβος της ιδιωτικής εκπαίδευσης για τα Βαλκάνια, τον αραβικό κόσμο και άλλες περιοχές. Μας ταλαιπωρούν, όμως, η μιζέρια, η μανιώδης υπεράσπιση της πανεπιστημιακής συντεχνίας και η πολλή συζήτηση.
Αλλος τομέας, η προσέλκυση εύπορων ξένων που θέλουν να πάρουν άδεια παραμονής στην Ε.Ε. Και να επενδύσουν, κυρίως σε ακίνητα. Η Κύπρος επέλεξε ένα εύκολο, πρακτικό μοντέλο και τώρα κτίζονται κτίρια στα οποία κάθε τετραγωνικό πωλείται πάνω από 10.000 ευρώ. Εμείς κάναμε κάτι αντίστοιχο, αλλά ήταν δειλό, μισό και απαιτούσε τρελά πράγματα από τους γενναίους, επίδοξους επενδυτές, από πλευράς γραφειοκρατίας και εξετάσεων σε δημόσια νοσοκομεία...
Αν το τετραγωνικό ανέρχεται σε «τόσα ευρώ» στη Λάρνακα ή στη Λεμεσό, πόσο άραγε θα έπρεπε να κοστίζει στην αθηναϊκή Ριβιέρα; Ή οι θέσεις στις ελληνικές μαρίνες από όπου μπορείς να επισκεφθείς απίθανα μέρη; Και πόσες χιλιάδες θέσεις εργασίας θα δημιουργούνταν;
Οχι, εμείς προτιμάμε το Ελληνικό άτυπο ξενώνα-κολαστήριο για πρόσφυγες και μετανάστες και θέλουμε να προστατεύσουμε τα αρχαία του και τα δάση του. Και για τις μαρίνες προτιμάμε να διαπληκτίζονται δήμοι, υπουργεία και λιμενικά ταμεία, έτσι ώστε να τις διαχειρίζονται «ατύπως» διάφορα λαμόγια.
Λέμε τα ίδια πράγματα, βέβαια, εδώ και είκοσι χρόνια. Κάνουμε κάποια βήματα μπροστά για λίγο και μετά όπισθεν ολοταχώς.
Γιατί όμως τα καταφέρνουν οι Κύπριοι κι εμείς δεν μπορούμε; Γιατί είναι άνθρωποι πρακτικοί και γιατί οι πολιτικοί τους συνεννοούνται στα βασικά. Γιατί υπάρχει ακόμη ένα κράτος που δουλεύει και γιατί ο κάθε επενδυτής ξέρει τι ακριβώς θα του ξημερώσει. Και γιατί οι άνθρωποι στη Λευκωσία βλέπουν κάθε πρωί την τουρκική σημαία στον Πενταδάκτυλο και βγαίνει από μέσα τους το πολύ ισχυρό ένστικτο της επιβίωσης και της αυτοσυντήρησης.
2. Συνέπεια, όχι αιτία, η οικονομική κρίση
Του Άγγελου Στάγκου
Η γενική πεποίθηση είναι ότι το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας είναι αποκλειστικά το οικονομικό και αν λυθεί αυτό, όλα τα υπόλοιπα θα πηγαίνουν «ρολόι». Λάθος. Το οικονομικό είναι όντως μεγάλο πρόβλημα, όμως είναι συνέπεια της νοοτροπίας της κοινωνίας, των στρεβλώσεων, των εξαιρέσεων, της ασυδοσίας, της μη λειτουργίας των θεσμών και των νόμων, της έλλειψης στοιχειώδους πειθαρχίας, αξιολόγησης, μαθησιακής και κοινωνικής παιδείας, της ανικανότητας της διοίκησης, όλων αυτών μαζί και πολλών άλλων. Δεν είναι το οικονομικό πρόβλημα που καθιστά την Ελλάδα ανάδελφη και μία κατηγορία μόνη της στον ευρωπαϊκό χώρο. Είναι η λεγόμενη «ελληνική πραγματικότητα», που μία ακόμη φορά πτώχευσε τη χώρα και την έφερε στο χείλος της καταστροφής και είναι η ίδια που δεν την αφήνει να ξεφύγει. Με μεγάλη ευθύνη βέβαια και της πολιτικής τάξης, η οποία μπορεί μεν να διαμορφώνει τη λειτουργία της κοινωνίας, αλλά ταυτόχρονα και σε επίσης μεγάλο βαθμό διαμορφώνεται από αυτήν.
Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις είναι η διαπίστωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ασφαλείας των Μεταφορών ότι η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό θανάτων από τροχαία δυστυχήματα στα οποία εμπλέκεται ένα μόνον τροχοφόρο, πρώτη επίσης και με διπλάσιο αριθμό θυμάτων από τον μέσο όρο 23 χωρών στους θανάτους νεαρών προσώπων (18 - 24 ετών) από την ίδια αιτία και ότι το 2016 σημειώθηκε αύξηση κατά 2% των θανάτων από τροχαία γενικά. Δεν πρόκειται φυσικά για έκπληξη, καθώς χρόνια τώρα η Ελλάδα βρίσκεται στην πρωτοπορία των δυτικών χωρών με τα περισσότερα αναλογικά τροχαία δυστυχήματα και επανειλημμένως έχει γραφεί ότι ανά δεκαετία χάνεται μία πόλη 20.000 περίπου κατοίκων. Και παρά τον αβάσταχτο πόνο και το οικονομικό κόστος, τη βελτίωση των δρόμων, τα ευρωπαϊκά πρότυπα και τις στατιστικές, συνεχίζουμε απτόητοι.
Οσοι νομοταγείς κυκλοφορούν στους δρόμους βλέπουν καθαρά την κατάσταση που επικρατεί, την κακή σηματοδότηση, τις παραβιάσεις των σημάτων, τα οχήματα, κυρίως δίτροχα, που πάνε αντίθετα στο ρεύμα, τους οδηγούς τους που κρατούν το τιμόνι με το ένα χέρι και στο άλλο καφέδες, τα παιδάκια δίχως κράνος που κουβαλούν και τους άλλους που μιλούν ακατάπαυστα στο τηλέφωνο με όποια ταχύτητα και να τρέχουν. Ανενόχλητοι και αρειμάνιοι συνήθως, αφού η τροχαία είναι συστηματικά απούσα και μία από τις ιδιαιτερότητες της Ελληνικής Αστυνομίας είναι ο διαχωρισμός των αρμοδιοτήτων. Κάποιοι λίγοι είναι μόνο για το κυκλοφοριακό, μερικοί για την αντιμετώπιση του κοινού εγκλήματος, συγκεκριμένοι για τις διαδηλώσεις, ορισμένοι για τη φύλαξη και τη φρούρηση και όλοι τους με το κινητό-σκουλαρίκι σε ώρα υπηρεσίας. Με την περιφρόνηση λοιπόν του νόμου και της λογικής, την απουσία ελέγχου και την έλλειψη κοινωνικής αντίδρασης, είναι απόλυτα αναμενόμενο να κάνουμε πρωταθλητισμό στα τροχαία δυστυχήματα, αδιαφορώντας για τις (δικές μας!) απώλειες.
Τα τροχαία είναι ένα –από τα πάμπολλα– δείγματα της «ελληνικής πραγματικότητας». Αυτήν που διαμορφώνουν η έλλειψη κτηματολογίου, πηγή τεράστιου αριθμού στρεβλώσεων και δεινών της κοινωνικής και οικονομικής ζωής του τόπου, η ανημποριά του κράτους να επιβάλλει την απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, τα δισεκατομμύρια που πληρώνουν οι πολίτες (σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ) για να καλύψουν την ανεπάρκεια της «δωρεάν» δημόσιας εκπαίδευσης, οι αθλιότητες στον χώρο του ομαδικού και οπαδικού αθλητισμού, οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, η λειτουργία της δημόσιας υγείας, ο κύκλος της δημιουργίας, αποκομιδής και απόρριψης των σκουπιδιών, για να αναφέρουμε τυχαία κάποια παραδείγματα. Ολοι γνωρίζουν και παραδέχονται στα λόγια ότι σχεδόν τίποτα δεν λειτουργεί σωστά στην καθημερινότητα της κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, κανείς δεν αντιδρά ουσιαστικά και αντίθετα, είναι πάντα πολλοί αυτοί που ξεσηκώνονται όταν εκδηλώνεται σκέψη ή γίνεται απόπειρα αλλαγής. Ασχέτως αν η αλλαγή είναι προς το καλύτερο ή το χειρότερο. Δεν έχει σημασία, αρκεί να μην υπάρχει αλλαγή.
Με λίγα λόγια, η χώρα που ονομάζεται Ελλάς είναι βυθισμένη σε απερίγραπτο τέλμα, όπου αγωνιά, διαμαρτύρεται, βρίζει, χρησιμοποιεί βλακωδώς τα κινητά και το Ιντερνετ, ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια, ενώ ταυτόχρονα δεν θέλει να αλλάξει τίποτα. Η ακινησία αυτής της στάσης ζωής προκάλεσε το οικονομικό πρόβλημα και στην υποθετική –και απολύτως θεωρητική– περίπτωση που βγει από την οικονομική κρίση δίχως αλλαγή εκ βάθρων της «ελληνικής πραγματικότητας», θα πρόκειται για... στιγμιαίο θαύμα.
3. Αναταράξεις στη Δεξιά
Του Κώστα Ιορδανίδη
Είναι η Γαλλία χώρα ιδιότυπη με συμβολή εμβληματική στην ευρωπαϊκή ιστορία. Είναι η χώρα όπου η αντίληψη του κρατικού συμφέροντος, ανεξαρτήτως των αρχών δικαιοσύνης, έτυχε αμείλικτης εφαρμογής από την εποχή του καγκελάριου Ρισελιέ· όπου η μοναρχία ήταν η κραταιότερη σε όλη την Ευρώπη, το πρότυπο μιμήσεως για όλες τις αυλές, και κατελύθη με τρόπο βάναυσο και ταπεινωτικό· όπου η αντίληψη του μεγαλείου έχει διαστάσεις μεταφυσικές· όπου οι επαναστάσεις είναι συχνές υπό μορφή παροδικής εκρήξεως, αλλά ταυτόχρονα το συντηρητικό αίσθημα ήταν και παραμένει ισχυρότατο, παράγων σταθερότητος και ισορροπίας.
Σήμερα στην «ενωμένη» ούτως ειπείν Ευρώπη, αυτή η μεγάλη χώρα με παράδοση και αίσθημα αποστολής διέρχεται φάση ρευστότητος και ταραχής, καθώς ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών ανέδειξε μια τάση ανατρεπτική των πολιτών της, που αποδοκίμασαν την περασμένη Κυριακή την κατεστημένη πολιτική τάξη πολλών δεκαετιών.
Η εκλογική συντριβή των Σοσιαλιστών δεν εξέπληξε. Κάτι αντίστοιχο συνέβη άλλωστε με το ΠΑΣΟΚ και στην Ελλάδα, όπου οι «ριζοσπάστες» ψηφοφόροι της Αριστεράς εντάχθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ και τελικώς ο κ. Αλέξης Τσίπρας, από ηγέτης της γενικής «ανατροπής», υπέστη πλήρη ανακύκλωση και τείνει τελικώς να καταστεί ένας «συστημικός πρωθυπουργός», με ανεκτές από τους Ευρωπαίους «μαρξιστικές» παραφωνίες.
Το ουσιώδες είναι ότι η παραδοσιακή γαλλική Δεξιά, στους κόλπους της οποίας είχε αναπτυχθεί ήδη εδώ και χρόνια ένας δημιουργικός διάλογος, υπέστη ήττα σοβαρότατη στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, μετά τον διασυρμό του υποψηφίου της κ. Φρανσουά Φιγιόν, που είχε κατηγορηθεί περίπου και ως ενεργούμενο της Μόσχας.
Τη θέση της ηγέτιδος της Δεξιάς φιλοδοξεί να κατακτήσει πλέον η κ. Μαρίν Λεπέν. Οι αναφορές της στον Σαρλ ντε Γκωλ είναι συχνότατες, το οικονομικό της πρόγραμμα εξόχως κρατικιστικό για τα ισχύοντα στην εποχή μας, η προβολή του αιτήματος επανακτήσεως της εθνικής κυριαρχίας δεσπόζει και η αντιπαράθεσή της με τις ιδέες «παγκοσμιοποιήσεως» μετωπική. Στους ψηφοφόρους της ανήκουν ακρότατα στοιχεία της Δεξιάς, αλλά δεν είναι πλέον τόσο προσδιοριστικά του Εθνικού Μετώπου όσο στο παρελθόν.
Επί της ουσίας, η κ. Λεπέν επιχειρεί ένα άλμα στο «ένδοξο» παρελθόν και εάν ο αγώνας του κ. Εμανουέλ Μακρόν να αποκαταστήσει τη Γαλλία στην παλαιά περίοπτη θέση της στην ενωμένη Ευρώπη αντιμετωπίζεται με έντονο σκεπτικισμό, εξίσου ουτοπική είναι και η επιδίωξη της ηγέτιδος της νέας Δεξιάς.
Οι ελπίδες κατισχύσεως της κ. Λεπέν στον δεύτερο γύρο είναι περίπου ανύπαρκτες, αλλά ούτε και η ίδια διατηρεί αυταπάτες. Στόχος της είναι η εδραίωσή της στη γαλλική πολιτική σκηνή, στις βουλευτικές εκλογές του προσεχούς Ιουνίου. Δεν είναι βέβαιο ότι θα επιτύχει, αλλά ασφαλώς θα επηρεάσει τη φυσιογνωμία της Δεξιάς σε όλη την Ευρώπη.
Διότι η παραδοσιακή Δεξιά, με άλλα λόγια η παράταξη που δημιούργησε το αστικό κράτος και διαμόρφωσε την ιθύνουσα τάξη του, δεν φαίνεται να έχει θέση στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα. Εχει σταδιακώς υποκατασταθεί από τεχνοκράτες, κινούμενους διεθνώς εκτός των εθνικών πλαισίων. Η κ. Μαρίν Λεπέν αποτελεί αναχρονισμό αλλά διαθέτει ζωτική ορμή, εν αντιθέσει προς τους απονευρωμένους πολιτικούς της αντιπάλους, τόσο στη Γαλλία όσο και στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ευρώπη.
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 29-30/04/17
4. Η Ε.Ε. και το δίκοπο μαχαίρι του εθνικισμού
Του Νίκου Κωσταντάρα
Ειρωνεία της εποχής μας είναι ότι όσο οι χώρες αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω παγκοσμιοποίησης, ενισχύεται ο εθνικισμός, καθιστώντας πιο δύσκολη τη συλλογική δράση που θα μπορούσε να διαχειριστεί τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, δίνοντας συνεχώς νέα ώθηση στις φυγόκεντρες τάσεις, που υπονομεύουν διακρατικούς θεσμούς όπως την Ευρωπαϊκή Ενωση και διεθνείς εμπορικές συμφωνίες. Αυτό που ίσως δεν λογαριάζουν οι οπαδοί του εθνικισμού, καθώς καταφέρονται εναντίον συλλογικών μορφών διακυβέρνησης και διεθνών συμφωνιών, είναι ότι η επόμενη ημέρα μπορεί να απειλήσει τη συνοχή της ίδιας της χώρας τους.
Το πρόβλημα δεν θα περιορίζεται στις έως τώρα διαφορές μεταξύ εθνών και θρησκευτικών ομάδων, αλλά θα εκδηλώνεται ολοένα περισσότερο εντός της κοινωνίας πολλών χωρών, με την ενίσχυση ακραίων ομάδων, αποδυναμώνοντας κρατικούς θεσμούς, δηλητηριάζοντας την πολιτική, αποκλείοντας συμβιβασμούς και συναίνεση. Με λίγα λόγια: το πρόβλημα σε μια χώρα δεν είναι μόνο ότι ένα κομμάτι εδάφους της μπορεί να αποσπαστεί – όπως ενδεχομένως η Σκωτία από το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Brexit, ή η Καταλωνία από την Ισπανία, ή το Κουρδιστάν από την Τουρκία. Οταν τμήμα του πληθυσμού δεν αισθάνεται καλά μέσα στο σύνολο, θα αναζητήσει διέξοδο μέσω της αυτονόμησης. Το σύνολο μπορεί να είναι είτε το κράτος είτε ο διακρατικός οργανισμός στον οποίο ο πολίτης μιας χώρας μπορεί να αισθάνεται κάποια ταύτιση – όπως, π.χ., Ελληνας που πιστεύει ότι μέσω της Ε.Ε. θα λυθούν τα προβλήματα της δικής του χώρας.
Οι «τάσεις φυγής» που τρέφουν τον εθνικισμό ίσως να μην καταλαγιάσουν με την αποχώρηση από το «προβληματικό» σύνολο. Δημοψηφίσματα, εκλογικές αναμετρήσεις και η δημόσια συζήτηση, γενικώς, διεξάγονται σε τέτοιο πνεύμα αντιδικίας –έως και μίσους– μεταξύ ομάδων με διαμετρικά αντίθετες απόψεις που το κέντρο συνθλίβεται. Καθίσταται ολοένα πιο δύσκολη οποιαδήποτε απόπειρα συνεννόησης και συναίνεσης. Οταν οι νόμοι, οι θεσμοί και η συμπεριφορά πολιτικών και πολιτών καθορίζονται από τη συμμετοχή της χώρας (ή, όπως στην περίπτωση της Τουρκίας έως πρόσφατα, την επιδίωξη μιας χώρας να συμμετάσχει) σε έναν διακρατικό οργανισμό με συγκεκριμένες αρχές, η ένταση μεταξύ ομάδων πολιτών μπορεί να κρατηθεί υπό έλεγχο. Οταν ο διακρατικός οργανισμός παρουσιάζεται ως αιτία του κακού και όσοι τον εχθρεύονται εμφανίζονται ως πατριώτες με αέρα στα πανιά τους, τότε ο σεβασμός για τις καθορισμένες αρχές όχι μόνο δεν διατηρείται αλλά στηλιτεύεται ως ύποπτος, ως ένδειξη μειοδοσίας. Οι περιπτώσεις των Βρετανών και των Τούρκων μετά τα δημοψηφίσματά τους, καθώς και των Αμερικανών μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, δείχνουν πόσο γρήγορα και εύκολα φθείρεται η επικάλυψη πολιτισμού στην πολιτική αντιπαράθεση όταν ο νικητής τα παίρνει όλα, έστω και με ελάχιστη διαφορά από τον αντίπαλο.
Το δίδαγμα της Ιστορίας είναι σαφές: η Ευρώπη ασπάστηκε τη συνεννόηση μεταξύ χωρών μόνο μετά τη χειρότερη καταστροφή που είχε υποστεί ποτέ – τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο– και αφού προηγούμενες κινήσεις απέτυχαν. Τώρα που ηγέτες και λαοί δεν γνωρίζουν από πρώτο χέρι τον πόνο του πολέμου, εντείνεται η πίεση για κάθε χώρα να αναλάβει η ίδια τη διαχείριση της τύχης της, να περιφρουρήσει τα δικαιώματά της. (Ενδεικτική του πόσο παραπλανητικά είναι τα επιχειρήματα όσων κατηγορούν την Ε.Ε. για αυταρχισμό είναι η ευκολία με την οποία οι Βρετανοί αποφάσισαν την αποχώρησή τους, καθώς και η αγωνία τους να μη χάσουν τα προνόμια της συμμετοχής.) Την ίδια ώρα, η Ε.Ε. δεν διαθέτει ούτε τους μηχανισμούς ούτε τις προσωπικότητες που θα μπορούσαν να προστατεύσουν το ευρωπαϊκό εγχείρημα εναντίον των εχθρών του – ακριβώς επειδή η κάθε χώρα-μέλος διατηρεί ουσιαστική αυτονομία και οι κυβερνήσεις θέτουν το εθνικό και στενό πολιτικό συμφέρον (το δικό τους, με άλλα λόγια) πάνω από το συλλογικό.
Η ελλιπής συλλογικότητα συμβάλλει σε πολιτικές που δεν μπορούν να λύσουν τα μεγάλα προβλήματα. Αυτό, με τη σειρά του, αυξάνει τον εθνικισμό και αποδυναμώνει περαιτέρω την Ε.Ε., οδηγώντας την σε νέες ήττες, με αποτέλεσμα περισσότερη οργή και αγανάκτηση ετερόκλητων ομάδων εντός χωρών-μελών οι οποίες συσπειρώνονται ευκαιριακά εναντίον της Ενωσης. Οταν πετύχουν την αποδυνάμωση είτε του δεσμού της χώρας τους με την Ε.Ε. είτε της ίδιας της Ενωσης, τότε θα βρουν ότι η ένταση και το απόλυτο των απόψεών τους δεν συμβιβάζονται με την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, ώστε να δυσκολευτούν να συνυπάρξουν οι διαφορετικές ομάδες εντός των χωρών τους. Ο εθνικισμός που σήμερα απειλεί τη συνοχή της Ευρώπης αύριο θα απειλήσει τη συνοχή στις ίδιες τις χώρες που υποκύπτουν σε αυτόν.
Του Νικόλαου Μ. Σταυρακάκη*
Λίγο πριν από τις διακοπές του Πάσχα, 21.000 καθηγητές και διοικητικοί υπάλληλοι των ΑΕΙ και των ερευνητικών κέντρων έλαβαν, μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προσωπικά ο καθένας, ένα συνοπτικό κείμενο με τις θέσεις του υπουργού επί πολύ σημαντικών θεμάτων της διοίκησης των ιδρυμάτων και των μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών. Εδώ θα ασχοληθώ μόνο με το θέμα της διοίκησης.
Κατ’ αρχάς, είναι αναγκαίο να εκφράσω την έντονη αντίθεσή μου στον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνώντες εννοούν και διαχειρίζονται τον δημόσιο διάλογο. Οι άνθρωποι που επί χρόνια κρατούσαν σε συνεχή αναστάτωση και υποβάθμιση την ακαδημαϊκή ζωή στα ιδρύματα, στο όνομα της ανάγκης διαβούλευσης στο διηνεκές για το οποιοδήποτε νομοθέτημα προωθούσε η όποια κυβέρνηση των τελευταίων δεκαετιών, σήμερα προχωρούν σε θεμελιώδεις ανατροπές – στην καλύτερη περίπτωση με μεταμεσονύχτιες τροπολογίες ή ακόμα και με τροπολογίες που δεν γνωρίζει ο καθ’ ύλην αρμόδιος υφυπουργός. Δεν τηρούν καν τα προσχήματα διαλόγου, ούτε μέσα στον Ναό της Δημοκρατίας. Η συγκεκριμένη κίνηση του υπουργού Παιδείας είναι εξωθεσμική, καθώς παρακάμπτει τον ουσιαστικό και τεκμηριωμένο διάλογο μέσα στα αρμόδια όργανα. Είναι επίσης αναποτελεσματική, διότι δεν υπάρχει διαδικασία ή μηχανισμός που με διαφάνεια θα επεξεργαζόταν τις όποιες απαντήσεις θα έδιναν, αν την αντιμετώπιζαν ως ουσιαστική κίνηση, οι χιλιάδες παραλήπτες της επιστολής. Ως εκ τούτων, είναι έντονα προσχηματική, πολιτικάντικη και λαϊκίστικη. Αν πραγματικά το υπουργείο ήθελε τον διάλογο, θα είχε διατηρήσει το ΕΣΥΠ –δεν υπάρχει αντιπροσωπευτικότερος και λειτουργικότερος καθ’ ύλην αρμόδιος θεσμός–, και θα τον είχε ξεκινήσει από εκεί.
Επί της ουσίας, οι διατυπούμενες προθέσεις των κυβερνώντων συνεπάγονται σημαντικές ανατροπές σε ό,τι ακόμα έχει απομείνει λειτουργικό στον χώρο των πανεπιστημίων. Συγκεκριμένα:
Σύγκλητος: Η Σύγκλητος με τη συμμετοχή των προέδρων όλων των τμημάτων, ειδικά στα ιδρύματα με μεγάλο αριθμό τμημάτων, μετατρέπεται σε ένα πολυπληθές, δυσλειτουργικό, άρα και αναποτελεσματικό όργανο, το οποίο προφανώς θα συγκαλείται ελάχιστες φορές. Το ίδρυμα στην πράξη θα διοικείται από τον στενό κύκλο των μελών τού –διευρυμένου πλέον– πρυτανικού συμβουλίου.
Πρυτανεία: Η ανομοιογενής –«δημοκρατικά» όμως εκλεγμένη– Πρυτανεία με τα ξεχωριστά ψηφοδέλτια εκλογής αντιπρυτάνεων θα οδηγήσει ταχέως στην πλήρη αποδιοργάνωση των ιδρυμάτων. Ετσι, είναι βέβαιο πλέον, στη σημερινή ακαδημαϊκή πραγματικότητα, ότι στη διοίκηση κάθε ιδρύματος θα «κάνει κουμάντο» όποιος εκ των αντιπρυτάνεων θα έχει πίσω του τους γνωστούς και αγνώστους –με ή χωρίς κουκούλα– λεγεωνάριους.
Η θεσμοθέτηση των Περιφερειακών Ακαδημαϊκών Συμβουλίων Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας (ΑΣΑΕΕ) δεν προσθέτει τίποτα το νέο, αφού έχουν ήδη θεσμοθετηθεί, συγκροτηθεί και λειτουργούν Περιφερειακά Συμβούλια Ερευνας και Καινοτομίας. Η μόνη χρησιμότητα του «νέου» αυτού οργάνου είναι η εξασφάλιση της συναίνεσης των ευρωπαϊκών θεσμών για την αντικατάσταση –στην ουσία κατάργηση– των Συμβουλίων Ιδρύματος. Συνήθεις κουτοπονηριές, θα πείτε.
Αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ: Τα σημεία που κατά δήλωση του υπουργού θα «ενισχύουν το αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ» είναι τόσο επουσιώδη και ασήμαντα, που κινούνται στο όριο της φαιδρότητας.
Συνοψίζοντας, η νέα αυτή πρωτοβουλία του υπουργού κινείται σταθερά στη στρατηγική που προσπάθησαν να εφαρμόσουν οι προκάτοχοί του (Μπαλτάς, Κουράκης, Αναγνωστοπούλου, Φίλης) για πλήρη κομματικό έλεγχο όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης. Εξαλείφει κάθε ελπίδα, διά της κατάργησης των Συμβουλίων Ιδρύματος, να επικρατήσουν κάποτε η διαφάνεια και η λογοδοσία και να ελεγχθεί η έκνομη δράση των διαφόρων πασάδων και βαρώνων του πανεπιστημιακού συστήματος, τους οποίους συνειδητά προστατεύουν οι κυβερνώντες. Θα έχει ως άμεση συνέπεια την αποκοπή των ελληνικών πανεπιστημίων από τον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας, αλλά και από τις διεθνείς εξελίξεις γενικότερα. Η πρωτοβουλία αλλοιώνει πλήρως τον δημόσιο χαρακτήρα των πανεπιστήμιων και τα μετατρέπει σε κρατικά - κομματικά ιδρύματα, έρμαια των ορέξεων των εσωτερικών συμπλεγμάτων οικονομικών συμφερόντων και της εκάστοτε εξουσίας. Η «δημοκρατική νομιμοποίηση», η «αντιπροσωπευτικότητα» και η «κοινωνική συναίνεση» που προκρίνει ο κ. Γαβρόγλου έρχονται να αντικαταστήσουν την ευθύνη, την ικανότητα, την αριστεία, την αποδοτικότητα, τη χρηστή διαχείριση, την εξωστρέφεια και τη λογοδοσία, που διέπουν τη διακυβέρνηση των σύγχρονων πανεπιστημίων στις ανεπτυγμένες χώρες.
Αν αυτό το μοντέλο επικρατήσει, τα ελληνικά πανεπιστήμια θα βρεθούν να σέρνονται δεκαετίες πίσω από το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», το οποίο σήμερα απέχει παρασάγγας από το –πεπαλαιωμένο πια– μοντέλο του universitas, στο όνομα του οποίου ομνύουν αείποτε οι γηραλέοι σήμερα «αγωνιστές» του Μάη του ’68. Για όλα αυτά, λόγο έχουν η πανεπιστημιακή κοινότητα, ο πολιτικός κόσμος, αλλά και η ελληνική κοινωνία. Οφείλουμε όλοι να αντιδράσουμε οργανωμένα και θεσμικά στην προσπάθεια άλωσης του χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης, που ακόμη καταφέρνει με πολλές δυσκολίες να λειτουργεί και να μορφώνει τα παιδιά μας – τους αυριανούς ελεύθερα βουλόμενους, κριτικά σκεπτόμενους, δημοκρατικούς και προκομμένους πολίτες.
* Ο Ν. Μ. Σταυρακάκης είναι καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας της ΠΟΣΔΕΠ (nikolas@central.ntua.gr).
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 29-30/04/17 |
1. Η Κύπρος τα κατάφερε
Του Αλέξη Παπαχελά
Μετά ένα ταξίδι στην Κύπρο, θέλω πραγματικά να φωνάξω στο πολιτικό προσωπικό της χώρας: «Ξυπνήστε, επιτέλους». Η Κύπρος είναι μια γροθιά στο στομάχι, γιατί σε κάνει να συνειδητοποιείς πώς θα μπορούσε να ήταν μια απελευθερωμένη από τις αγκυλώσεις της Ελλάδα.
Ας πάρουμε τον τομέα της εκπαίδευσης. Με τη συναίνεση της Αριστεράς δημιουργήθηκαν ιδιωτικά πανεπιστήμια, μερικά εκ των οποίων είναι υποδειγματικά. Θυμίζουν καλά ευρωπαϊκά ή αμερικανικά πανεπιστήμια, με τις υποδομές τους και την τάξη που επικρατεί. Σε ορισμένους τομείς βρίσκονται πολύ μπροστά, με συνέργειες με τη Microsoft ή άλλες μεγάλες εταιρείες. Χιλιάδες Ελληνες φοιτητές σπουδάζουν αυτήν τη στιγμή στην Κύπρο μαζί με νέους από την Κίνα, τις αραβικές χώρες και τη Ρωσία. Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι μια πραγματικά παραγωγική επένδυση για την Κύπρο. Φέρνουν πολλές θέσεις εργασίας και τονώνουν, βεβαίως, την οικονομία.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια, πολλά μεγάλα ξένα πανεπιστήμια ήθελαν να δημιουργήσουν κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα. Δεν τα κατάφεραν. Η προσπάθεια του Κ. Καραμανλή να αλλάξει το άρθρο 16 του Συντάγματος δεν έφερε καρπούς, διότι αντέδρασε ο Γ. Παπανδρέου, ο οποίος για πολλά χρόνια πριν στήριζε φανατικά τον θεσμό των ιδιωτικών και μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ. Χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία. Με αποτέλεσμα να λυμαίνονται τον χώρο διάφορα κολέγια και κολεγιάκια, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις. Οι Ελληνες πληρώνουν τώρα ακριβά για να στείλουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό, ακόμη και σε χώρες που δεν θα μπορούσαμε να φαντασθούμε πριν από δέκα χρόνια ως προορισμό για πανεπιστημιακές σπουδές. Η Ελλάδα έχει το ταλέντο, το προσωπικό και τη γεωγραφική θέση για να γίνει ο υπερκόμβος της ιδιωτικής εκπαίδευσης για τα Βαλκάνια, τον αραβικό κόσμο και άλλες περιοχές. Μας ταλαιπωρούν, όμως, η μιζέρια, η μανιώδης υπεράσπιση της πανεπιστημιακής συντεχνίας και η πολλή συζήτηση.
Αλλος τομέας, η προσέλκυση εύπορων ξένων που θέλουν να πάρουν άδεια παραμονής στην Ε.Ε. Και να επενδύσουν, κυρίως σε ακίνητα. Η Κύπρος επέλεξε ένα εύκολο, πρακτικό μοντέλο και τώρα κτίζονται κτίρια στα οποία κάθε τετραγωνικό πωλείται πάνω από 10.000 ευρώ. Εμείς κάναμε κάτι αντίστοιχο, αλλά ήταν δειλό, μισό και απαιτούσε τρελά πράγματα από τους γενναίους, επίδοξους επενδυτές, από πλευράς γραφειοκρατίας και εξετάσεων σε δημόσια νοσοκομεία...
Αν το τετραγωνικό ανέρχεται σε «τόσα ευρώ» στη Λάρνακα ή στη Λεμεσό, πόσο άραγε θα έπρεπε να κοστίζει στην αθηναϊκή Ριβιέρα; Ή οι θέσεις στις ελληνικές μαρίνες από όπου μπορείς να επισκεφθείς απίθανα μέρη; Και πόσες χιλιάδες θέσεις εργασίας θα δημιουργούνταν;
Οχι, εμείς προτιμάμε το Ελληνικό άτυπο ξενώνα-κολαστήριο για πρόσφυγες και μετανάστες και θέλουμε να προστατεύσουμε τα αρχαία του και τα δάση του. Και για τις μαρίνες προτιμάμε να διαπληκτίζονται δήμοι, υπουργεία και λιμενικά ταμεία, έτσι ώστε να τις διαχειρίζονται «ατύπως» διάφορα λαμόγια.
Λέμε τα ίδια πράγματα, βέβαια, εδώ και είκοσι χρόνια. Κάνουμε κάποια βήματα μπροστά για λίγο και μετά όπισθεν ολοταχώς.
Γιατί όμως τα καταφέρνουν οι Κύπριοι κι εμείς δεν μπορούμε; Γιατί είναι άνθρωποι πρακτικοί και γιατί οι πολιτικοί τους συνεννοούνται στα βασικά. Γιατί υπάρχει ακόμη ένα κράτος που δουλεύει και γιατί ο κάθε επενδυτής ξέρει τι ακριβώς θα του ξημερώσει. Και γιατί οι άνθρωποι στη Λευκωσία βλέπουν κάθε πρωί την τουρκική σημαία στον Πενταδάκτυλο και βγαίνει από μέσα τους το πολύ ισχυρό ένστικτο της επιβίωσης και της αυτοσυντήρησης.
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 29-30/04/17 |
2. Συνέπεια, όχι αιτία, η οικονομική κρίση
Του Άγγελου Στάγκου
Η γενική πεποίθηση είναι ότι το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας είναι αποκλειστικά το οικονομικό και αν λυθεί αυτό, όλα τα υπόλοιπα θα πηγαίνουν «ρολόι». Λάθος. Το οικονομικό είναι όντως μεγάλο πρόβλημα, όμως είναι συνέπεια της νοοτροπίας της κοινωνίας, των στρεβλώσεων, των εξαιρέσεων, της ασυδοσίας, της μη λειτουργίας των θεσμών και των νόμων, της έλλειψης στοιχειώδους πειθαρχίας, αξιολόγησης, μαθησιακής και κοινωνικής παιδείας, της ανικανότητας της διοίκησης, όλων αυτών μαζί και πολλών άλλων. Δεν είναι το οικονομικό πρόβλημα που καθιστά την Ελλάδα ανάδελφη και μία κατηγορία μόνη της στον ευρωπαϊκό χώρο. Είναι η λεγόμενη «ελληνική πραγματικότητα», που μία ακόμη φορά πτώχευσε τη χώρα και την έφερε στο χείλος της καταστροφής και είναι η ίδια που δεν την αφήνει να ξεφύγει. Με μεγάλη ευθύνη βέβαια και της πολιτικής τάξης, η οποία μπορεί μεν να διαμορφώνει τη λειτουργία της κοινωνίας, αλλά ταυτόχρονα και σε επίσης μεγάλο βαθμό διαμορφώνεται από αυτήν.
Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις είναι η διαπίστωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ασφαλείας των Μεταφορών ότι η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό θανάτων από τροχαία δυστυχήματα στα οποία εμπλέκεται ένα μόνον τροχοφόρο, πρώτη επίσης και με διπλάσιο αριθμό θυμάτων από τον μέσο όρο 23 χωρών στους θανάτους νεαρών προσώπων (18 - 24 ετών) από την ίδια αιτία και ότι το 2016 σημειώθηκε αύξηση κατά 2% των θανάτων από τροχαία γενικά. Δεν πρόκειται φυσικά για έκπληξη, καθώς χρόνια τώρα η Ελλάδα βρίσκεται στην πρωτοπορία των δυτικών χωρών με τα περισσότερα αναλογικά τροχαία δυστυχήματα και επανειλημμένως έχει γραφεί ότι ανά δεκαετία χάνεται μία πόλη 20.000 περίπου κατοίκων. Και παρά τον αβάσταχτο πόνο και το οικονομικό κόστος, τη βελτίωση των δρόμων, τα ευρωπαϊκά πρότυπα και τις στατιστικές, συνεχίζουμε απτόητοι.
Οσοι νομοταγείς κυκλοφορούν στους δρόμους βλέπουν καθαρά την κατάσταση που επικρατεί, την κακή σηματοδότηση, τις παραβιάσεις των σημάτων, τα οχήματα, κυρίως δίτροχα, που πάνε αντίθετα στο ρεύμα, τους οδηγούς τους που κρατούν το τιμόνι με το ένα χέρι και στο άλλο καφέδες, τα παιδάκια δίχως κράνος που κουβαλούν και τους άλλους που μιλούν ακατάπαυστα στο τηλέφωνο με όποια ταχύτητα και να τρέχουν. Ανενόχλητοι και αρειμάνιοι συνήθως, αφού η τροχαία είναι συστηματικά απούσα και μία από τις ιδιαιτερότητες της Ελληνικής Αστυνομίας είναι ο διαχωρισμός των αρμοδιοτήτων. Κάποιοι λίγοι είναι μόνο για το κυκλοφοριακό, μερικοί για την αντιμετώπιση του κοινού εγκλήματος, συγκεκριμένοι για τις διαδηλώσεις, ορισμένοι για τη φύλαξη και τη φρούρηση και όλοι τους με το κινητό-σκουλαρίκι σε ώρα υπηρεσίας. Με την περιφρόνηση λοιπόν του νόμου και της λογικής, την απουσία ελέγχου και την έλλειψη κοινωνικής αντίδρασης, είναι απόλυτα αναμενόμενο να κάνουμε πρωταθλητισμό στα τροχαία δυστυχήματα, αδιαφορώντας για τις (δικές μας!) απώλειες.
Τα τροχαία είναι ένα –από τα πάμπολλα– δείγματα της «ελληνικής πραγματικότητας». Αυτήν που διαμορφώνουν η έλλειψη κτηματολογίου, πηγή τεράστιου αριθμού στρεβλώσεων και δεινών της κοινωνικής και οικονομικής ζωής του τόπου, η ανημποριά του κράτους να επιβάλλει την απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, τα δισεκατομμύρια που πληρώνουν οι πολίτες (σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ) για να καλύψουν την ανεπάρκεια της «δωρεάν» δημόσιας εκπαίδευσης, οι αθλιότητες στον χώρο του ομαδικού και οπαδικού αθλητισμού, οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, η λειτουργία της δημόσιας υγείας, ο κύκλος της δημιουργίας, αποκομιδής και απόρριψης των σκουπιδιών, για να αναφέρουμε τυχαία κάποια παραδείγματα. Ολοι γνωρίζουν και παραδέχονται στα λόγια ότι σχεδόν τίποτα δεν λειτουργεί σωστά στην καθημερινότητα της κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, κανείς δεν αντιδρά ουσιαστικά και αντίθετα, είναι πάντα πολλοί αυτοί που ξεσηκώνονται όταν εκδηλώνεται σκέψη ή γίνεται απόπειρα αλλαγής. Ασχέτως αν η αλλαγή είναι προς το καλύτερο ή το χειρότερο. Δεν έχει σημασία, αρκεί να μην υπάρχει αλλαγή.
Με λίγα λόγια, η χώρα που ονομάζεται Ελλάς είναι βυθισμένη σε απερίγραπτο τέλμα, όπου αγωνιά, διαμαρτύρεται, βρίζει, χρησιμοποιεί βλακωδώς τα κινητά και το Ιντερνετ, ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια, ενώ ταυτόχρονα δεν θέλει να αλλάξει τίποτα. Η ακινησία αυτής της στάσης ζωής προκάλεσε το οικονομικό πρόβλημα και στην υποθετική –και απολύτως θεωρητική– περίπτωση που βγει από την οικονομική κρίση δίχως αλλαγή εκ βάθρων της «ελληνικής πραγματικότητας», θα πρόκειται για... στιγμιαίο θαύμα.
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 29-30/04/17 |
3. Αναταράξεις στη Δεξιά
Του Κώστα Ιορδανίδη
Είναι η Γαλλία χώρα ιδιότυπη με συμβολή εμβληματική στην ευρωπαϊκή ιστορία. Είναι η χώρα όπου η αντίληψη του κρατικού συμφέροντος, ανεξαρτήτως των αρχών δικαιοσύνης, έτυχε αμείλικτης εφαρμογής από την εποχή του καγκελάριου Ρισελιέ· όπου η μοναρχία ήταν η κραταιότερη σε όλη την Ευρώπη, το πρότυπο μιμήσεως για όλες τις αυλές, και κατελύθη με τρόπο βάναυσο και ταπεινωτικό· όπου η αντίληψη του μεγαλείου έχει διαστάσεις μεταφυσικές· όπου οι επαναστάσεις είναι συχνές υπό μορφή παροδικής εκρήξεως, αλλά ταυτόχρονα το συντηρητικό αίσθημα ήταν και παραμένει ισχυρότατο, παράγων σταθερότητος και ισορροπίας.
Σήμερα στην «ενωμένη» ούτως ειπείν Ευρώπη, αυτή η μεγάλη χώρα με παράδοση και αίσθημα αποστολής διέρχεται φάση ρευστότητος και ταραχής, καθώς ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών ανέδειξε μια τάση ανατρεπτική των πολιτών της, που αποδοκίμασαν την περασμένη Κυριακή την κατεστημένη πολιτική τάξη πολλών δεκαετιών.
Η εκλογική συντριβή των Σοσιαλιστών δεν εξέπληξε. Κάτι αντίστοιχο συνέβη άλλωστε με το ΠΑΣΟΚ και στην Ελλάδα, όπου οι «ριζοσπάστες» ψηφοφόροι της Αριστεράς εντάχθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ και τελικώς ο κ. Αλέξης Τσίπρας, από ηγέτης της γενικής «ανατροπής», υπέστη πλήρη ανακύκλωση και τείνει τελικώς να καταστεί ένας «συστημικός πρωθυπουργός», με ανεκτές από τους Ευρωπαίους «μαρξιστικές» παραφωνίες.
Το ουσιώδες είναι ότι η παραδοσιακή γαλλική Δεξιά, στους κόλπους της οποίας είχε αναπτυχθεί ήδη εδώ και χρόνια ένας δημιουργικός διάλογος, υπέστη ήττα σοβαρότατη στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, μετά τον διασυρμό του υποψηφίου της κ. Φρανσουά Φιγιόν, που είχε κατηγορηθεί περίπου και ως ενεργούμενο της Μόσχας.
Τη θέση της ηγέτιδος της Δεξιάς φιλοδοξεί να κατακτήσει πλέον η κ. Μαρίν Λεπέν. Οι αναφορές της στον Σαρλ ντε Γκωλ είναι συχνότατες, το οικονομικό της πρόγραμμα εξόχως κρατικιστικό για τα ισχύοντα στην εποχή μας, η προβολή του αιτήματος επανακτήσεως της εθνικής κυριαρχίας δεσπόζει και η αντιπαράθεσή της με τις ιδέες «παγκοσμιοποιήσεως» μετωπική. Στους ψηφοφόρους της ανήκουν ακρότατα στοιχεία της Δεξιάς, αλλά δεν είναι πλέον τόσο προσδιοριστικά του Εθνικού Μετώπου όσο στο παρελθόν.
Επί της ουσίας, η κ. Λεπέν επιχειρεί ένα άλμα στο «ένδοξο» παρελθόν και εάν ο αγώνας του κ. Εμανουέλ Μακρόν να αποκαταστήσει τη Γαλλία στην παλαιά περίοπτη θέση της στην ενωμένη Ευρώπη αντιμετωπίζεται με έντονο σκεπτικισμό, εξίσου ουτοπική είναι και η επιδίωξη της ηγέτιδος της νέας Δεξιάς.
Οι ελπίδες κατισχύσεως της κ. Λεπέν στον δεύτερο γύρο είναι περίπου ανύπαρκτες, αλλά ούτε και η ίδια διατηρεί αυταπάτες. Στόχος της είναι η εδραίωσή της στη γαλλική πολιτική σκηνή, στις βουλευτικές εκλογές του προσεχούς Ιουνίου. Δεν είναι βέβαιο ότι θα επιτύχει, αλλά ασφαλώς θα επηρεάσει τη φυσιογνωμία της Δεξιάς σε όλη την Ευρώπη.
Διότι η παραδοσιακή Δεξιά, με άλλα λόγια η παράταξη που δημιούργησε το αστικό κράτος και διαμόρφωσε την ιθύνουσα τάξη του, δεν φαίνεται να έχει θέση στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα. Εχει σταδιακώς υποκατασταθεί από τεχνοκράτες, κινούμενους διεθνώς εκτός των εθνικών πλαισίων. Η κ. Μαρίν Λεπέν αποτελεί αναχρονισμό αλλά διαθέτει ζωτική ορμή, εν αντιθέσει προς τους απονευρωμένους πολιτικούς της αντιπάλους, τόσο στη Γαλλία όσο και στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ευρώπη.
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 29-30/04/17
4. Η Ε.Ε. και το δίκοπο μαχαίρι του εθνικισμού
Του Νίκου Κωσταντάρα
Ειρωνεία της εποχής μας είναι ότι όσο οι χώρες αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω παγκοσμιοποίησης, ενισχύεται ο εθνικισμός, καθιστώντας πιο δύσκολη τη συλλογική δράση που θα μπορούσε να διαχειριστεί τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, δίνοντας συνεχώς νέα ώθηση στις φυγόκεντρες τάσεις, που υπονομεύουν διακρατικούς θεσμούς όπως την Ευρωπαϊκή Ενωση και διεθνείς εμπορικές συμφωνίες. Αυτό που ίσως δεν λογαριάζουν οι οπαδοί του εθνικισμού, καθώς καταφέρονται εναντίον συλλογικών μορφών διακυβέρνησης και διεθνών συμφωνιών, είναι ότι η επόμενη ημέρα μπορεί να απειλήσει τη συνοχή της ίδιας της χώρας τους.
Το πρόβλημα δεν θα περιορίζεται στις έως τώρα διαφορές μεταξύ εθνών και θρησκευτικών ομάδων, αλλά θα εκδηλώνεται ολοένα περισσότερο εντός της κοινωνίας πολλών χωρών, με την ενίσχυση ακραίων ομάδων, αποδυναμώνοντας κρατικούς θεσμούς, δηλητηριάζοντας την πολιτική, αποκλείοντας συμβιβασμούς και συναίνεση. Με λίγα λόγια: το πρόβλημα σε μια χώρα δεν είναι μόνο ότι ένα κομμάτι εδάφους της μπορεί να αποσπαστεί – όπως ενδεχομένως η Σκωτία από το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Brexit, ή η Καταλωνία από την Ισπανία, ή το Κουρδιστάν από την Τουρκία. Οταν τμήμα του πληθυσμού δεν αισθάνεται καλά μέσα στο σύνολο, θα αναζητήσει διέξοδο μέσω της αυτονόμησης. Το σύνολο μπορεί να είναι είτε το κράτος είτε ο διακρατικός οργανισμός στον οποίο ο πολίτης μιας χώρας μπορεί να αισθάνεται κάποια ταύτιση – όπως, π.χ., Ελληνας που πιστεύει ότι μέσω της Ε.Ε. θα λυθούν τα προβλήματα της δικής του χώρας.
Οι «τάσεις φυγής» που τρέφουν τον εθνικισμό ίσως να μην καταλαγιάσουν με την αποχώρηση από το «προβληματικό» σύνολο. Δημοψηφίσματα, εκλογικές αναμετρήσεις και η δημόσια συζήτηση, γενικώς, διεξάγονται σε τέτοιο πνεύμα αντιδικίας –έως και μίσους– μεταξύ ομάδων με διαμετρικά αντίθετες απόψεις που το κέντρο συνθλίβεται. Καθίσταται ολοένα πιο δύσκολη οποιαδήποτε απόπειρα συνεννόησης και συναίνεσης. Οταν οι νόμοι, οι θεσμοί και η συμπεριφορά πολιτικών και πολιτών καθορίζονται από τη συμμετοχή της χώρας (ή, όπως στην περίπτωση της Τουρκίας έως πρόσφατα, την επιδίωξη μιας χώρας να συμμετάσχει) σε έναν διακρατικό οργανισμό με συγκεκριμένες αρχές, η ένταση μεταξύ ομάδων πολιτών μπορεί να κρατηθεί υπό έλεγχο. Οταν ο διακρατικός οργανισμός παρουσιάζεται ως αιτία του κακού και όσοι τον εχθρεύονται εμφανίζονται ως πατριώτες με αέρα στα πανιά τους, τότε ο σεβασμός για τις καθορισμένες αρχές όχι μόνο δεν διατηρείται αλλά στηλιτεύεται ως ύποπτος, ως ένδειξη μειοδοσίας. Οι περιπτώσεις των Βρετανών και των Τούρκων μετά τα δημοψηφίσματά τους, καθώς και των Αμερικανών μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, δείχνουν πόσο γρήγορα και εύκολα φθείρεται η επικάλυψη πολιτισμού στην πολιτική αντιπαράθεση όταν ο νικητής τα παίρνει όλα, έστω και με ελάχιστη διαφορά από τον αντίπαλο.
Το δίδαγμα της Ιστορίας είναι σαφές: η Ευρώπη ασπάστηκε τη συνεννόηση μεταξύ χωρών μόνο μετά τη χειρότερη καταστροφή που είχε υποστεί ποτέ – τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο– και αφού προηγούμενες κινήσεις απέτυχαν. Τώρα που ηγέτες και λαοί δεν γνωρίζουν από πρώτο χέρι τον πόνο του πολέμου, εντείνεται η πίεση για κάθε χώρα να αναλάβει η ίδια τη διαχείριση της τύχης της, να περιφρουρήσει τα δικαιώματά της. (Ενδεικτική του πόσο παραπλανητικά είναι τα επιχειρήματα όσων κατηγορούν την Ε.Ε. για αυταρχισμό είναι η ευκολία με την οποία οι Βρετανοί αποφάσισαν την αποχώρησή τους, καθώς και η αγωνία τους να μη χάσουν τα προνόμια της συμμετοχής.) Την ίδια ώρα, η Ε.Ε. δεν διαθέτει ούτε τους μηχανισμούς ούτε τις προσωπικότητες που θα μπορούσαν να προστατεύσουν το ευρωπαϊκό εγχείρημα εναντίον των εχθρών του – ακριβώς επειδή η κάθε χώρα-μέλος διατηρεί ουσιαστική αυτονομία και οι κυβερνήσεις θέτουν το εθνικό και στενό πολιτικό συμφέρον (το δικό τους, με άλλα λόγια) πάνω από το συλλογικό.
Η ελλιπής συλλογικότητα συμβάλλει σε πολιτικές που δεν μπορούν να λύσουν τα μεγάλα προβλήματα. Αυτό, με τη σειρά του, αυξάνει τον εθνικισμό και αποδυναμώνει περαιτέρω την Ε.Ε., οδηγώντας την σε νέες ήττες, με αποτέλεσμα περισσότερη οργή και αγανάκτηση ετερόκλητων ομάδων εντός χωρών-μελών οι οποίες συσπειρώνονται ευκαιριακά εναντίον της Ενωσης. Οταν πετύχουν την αποδυνάμωση είτε του δεσμού της χώρας τους με την Ε.Ε. είτε της ίδιας της Ενωσης, τότε θα βρουν ότι η ένταση και το απόλυτο των απόψεών τους δεν συμβιβάζονται με την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, ώστε να δυσκολευτούν να συνυπάρξουν οι διαφορετικές ομάδες εντός των χωρών τους. Ο εθνικισμός που σήμερα απειλεί τη συνοχή της Ευρώπης αύριο θα απειλήσει τη συνοχή στις ίδιες τις χώρες που υποκύπτουν σε αυτόν.
Του Νικόλαου Μ. Σταυρακάκη*
Λίγο πριν από τις διακοπές του Πάσχα, 21.000 καθηγητές και διοικητικοί υπάλληλοι των ΑΕΙ και των ερευνητικών κέντρων έλαβαν, μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προσωπικά ο καθένας, ένα συνοπτικό κείμενο με τις θέσεις του υπουργού επί πολύ σημαντικών θεμάτων της διοίκησης των ιδρυμάτων και των μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών. Εδώ θα ασχοληθώ μόνο με το θέμα της διοίκησης.
Κατ’ αρχάς, είναι αναγκαίο να εκφράσω την έντονη αντίθεσή μου στον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνώντες εννοούν και διαχειρίζονται τον δημόσιο διάλογο. Οι άνθρωποι που επί χρόνια κρατούσαν σε συνεχή αναστάτωση και υποβάθμιση την ακαδημαϊκή ζωή στα ιδρύματα, στο όνομα της ανάγκης διαβούλευσης στο διηνεκές για το οποιοδήποτε νομοθέτημα προωθούσε η όποια κυβέρνηση των τελευταίων δεκαετιών, σήμερα προχωρούν σε θεμελιώδεις ανατροπές – στην καλύτερη περίπτωση με μεταμεσονύχτιες τροπολογίες ή ακόμα και με τροπολογίες που δεν γνωρίζει ο καθ’ ύλην αρμόδιος υφυπουργός. Δεν τηρούν καν τα προσχήματα διαλόγου, ούτε μέσα στον Ναό της Δημοκρατίας. Η συγκεκριμένη κίνηση του υπουργού Παιδείας είναι εξωθεσμική, καθώς παρακάμπτει τον ουσιαστικό και τεκμηριωμένο διάλογο μέσα στα αρμόδια όργανα. Είναι επίσης αναποτελεσματική, διότι δεν υπάρχει διαδικασία ή μηχανισμός που με διαφάνεια θα επεξεργαζόταν τις όποιες απαντήσεις θα έδιναν, αν την αντιμετώπιζαν ως ουσιαστική κίνηση, οι χιλιάδες παραλήπτες της επιστολής. Ως εκ τούτων, είναι έντονα προσχηματική, πολιτικάντικη και λαϊκίστικη. Αν πραγματικά το υπουργείο ήθελε τον διάλογο, θα είχε διατηρήσει το ΕΣΥΠ –δεν υπάρχει αντιπροσωπευτικότερος και λειτουργικότερος καθ’ ύλην αρμόδιος θεσμός–, και θα τον είχε ξεκινήσει από εκεί.
Επί της ουσίας, οι διατυπούμενες προθέσεις των κυβερνώντων συνεπάγονται σημαντικές ανατροπές σε ό,τι ακόμα έχει απομείνει λειτουργικό στον χώρο των πανεπιστημίων. Συγκεκριμένα:
Σύγκλητος: Η Σύγκλητος με τη συμμετοχή των προέδρων όλων των τμημάτων, ειδικά στα ιδρύματα με μεγάλο αριθμό τμημάτων, μετατρέπεται σε ένα πολυπληθές, δυσλειτουργικό, άρα και αναποτελεσματικό όργανο, το οποίο προφανώς θα συγκαλείται ελάχιστες φορές. Το ίδρυμα στην πράξη θα διοικείται από τον στενό κύκλο των μελών τού –διευρυμένου πλέον– πρυτανικού συμβουλίου.
Πρυτανεία: Η ανομοιογενής –«δημοκρατικά» όμως εκλεγμένη– Πρυτανεία με τα ξεχωριστά ψηφοδέλτια εκλογής αντιπρυτάνεων θα οδηγήσει ταχέως στην πλήρη αποδιοργάνωση των ιδρυμάτων. Ετσι, είναι βέβαιο πλέον, στη σημερινή ακαδημαϊκή πραγματικότητα, ότι στη διοίκηση κάθε ιδρύματος θα «κάνει κουμάντο» όποιος εκ των αντιπρυτάνεων θα έχει πίσω του τους γνωστούς και αγνώστους –με ή χωρίς κουκούλα– λεγεωνάριους.
Η θεσμοθέτηση των Περιφερειακών Ακαδημαϊκών Συμβουλίων Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας (ΑΣΑΕΕ) δεν προσθέτει τίποτα το νέο, αφού έχουν ήδη θεσμοθετηθεί, συγκροτηθεί και λειτουργούν Περιφερειακά Συμβούλια Ερευνας και Καινοτομίας. Η μόνη χρησιμότητα του «νέου» αυτού οργάνου είναι η εξασφάλιση της συναίνεσης των ευρωπαϊκών θεσμών για την αντικατάσταση –στην ουσία κατάργηση– των Συμβουλίων Ιδρύματος. Συνήθεις κουτοπονηριές, θα πείτε.
Αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ: Τα σημεία που κατά δήλωση του υπουργού θα «ενισχύουν το αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ» είναι τόσο επουσιώδη και ασήμαντα, που κινούνται στο όριο της φαιδρότητας.
Συνοψίζοντας, η νέα αυτή πρωτοβουλία του υπουργού κινείται σταθερά στη στρατηγική που προσπάθησαν να εφαρμόσουν οι προκάτοχοί του (Μπαλτάς, Κουράκης, Αναγνωστοπούλου, Φίλης) για πλήρη κομματικό έλεγχο όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης. Εξαλείφει κάθε ελπίδα, διά της κατάργησης των Συμβουλίων Ιδρύματος, να επικρατήσουν κάποτε η διαφάνεια και η λογοδοσία και να ελεγχθεί η έκνομη δράση των διαφόρων πασάδων και βαρώνων του πανεπιστημιακού συστήματος, τους οποίους συνειδητά προστατεύουν οι κυβερνώντες. Θα έχει ως άμεση συνέπεια την αποκοπή των ελληνικών πανεπιστημίων από τον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας, αλλά και από τις διεθνείς εξελίξεις γενικότερα. Η πρωτοβουλία αλλοιώνει πλήρως τον δημόσιο χαρακτήρα των πανεπιστήμιων και τα μετατρέπει σε κρατικά - κομματικά ιδρύματα, έρμαια των ορέξεων των εσωτερικών συμπλεγμάτων οικονομικών συμφερόντων και της εκάστοτε εξουσίας. Η «δημοκρατική νομιμοποίηση», η «αντιπροσωπευτικότητα» και η «κοινωνική συναίνεση» που προκρίνει ο κ. Γαβρόγλου έρχονται να αντικαταστήσουν την ευθύνη, την ικανότητα, την αριστεία, την αποδοτικότητα, τη χρηστή διαχείριση, την εξωστρέφεια και τη λογοδοσία, που διέπουν τη διακυβέρνηση των σύγχρονων πανεπιστημίων στις ανεπτυγμένες χώρες.
Αν αυτό το μοντέλο επικρατήσει, τα ελληνικά πανεπιστήμια θα βρεθούν να σέρνονται δεκαετίες πίσω από το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», το οποίο σήμερα απέχει παρασάγγας από το –πεπαλαιωμένο πια– μοντέλο του universitas, στο όνομα του οποίου ομνύουν αείποτε οι γηραλέοι σήμερα «αγωνιστές» του Μάη του ’68. Για όλα αυτά, λόγο έχουν η πανεπιστημιακή κοινότητα, ο πολιτικός κόσμος, αλλά και η ελληνική κοινωνία. Οφείλουμε όλοι να αντιδράσουμε οργανωμένα και θεσμικά στην προσπάθεια άλωσης του χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης, που ακόμη καταφέρνει με πολλές δυσκολίες να λειτουργεί και να μορφώνει τα παιδιά μας – τους αυριανούς ελεύθερα βουλόμενους, κριτικά σκεπτόμενους, δημοκρατικούς και προκομμένους πολίτες.
* Ο Ν. Μ. Σταυρακάκης είναι καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας της ΠΟΣΔΕΠ (nikolas@central.ntua.gr).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου