οι κηπουροι τησ αυγησ

Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

"...Στο μέγαρο της οδού Ακαδημίας, είχαν τη γενναιοδωρία να παρελάσουν μπροστά σε εμάς - τα φιντανάκια - πολλά από τα ιερά τέρατα της ελληνικής δημοσιογραφίας. Μάς δίδαξαν, κυρίως δε μοιράστηκαν τις εμπειρίες τους, τύποι σαν τον Γιώργο Καράγιωργα, που είχε πηδήξει με αλεξίπτωτο ανταποκριτής στον Πόλεμο της Κορέας. Σαν τον Γιώργο Μπέρτσο, ο οποίος μαζί με τον Γιώργο Ρωμαίο και τον Γιάννη Βούλτεψη είχε ξεσκεπάσει τη συνωμοσία πίσω από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη αρκετά χρόνια πριν οι αμερικάνοι συνάδελφοί τους αποκαλύψουν το Γουότεργκεϊτ και οδηγήσουν τον πρόεδρο Νίξον σε παραίτηση. Και σαν τον Χρήστο Πασαλάρη, που σχεδόν έφηβος έγινε αρχισυντάκτης στον «Ριζοσπάστη» και λίγο αργότερα εστάλη σιδηροδέσμιος στη Μακρόνησο, όπου πέρασε τέσσερα χρόνια σπάζοντας πέτρες κι ακούγοντας τον Μίκη Θεοδωράκη να δοκιμάζει τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση...."

Από "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"

"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 17-18/03/18

"ΑΣΤΑΘΜΗΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΝ",
του Χρήστου Χωμενίδη


Ο Χρήστος Πασαλάρης απήλαυσε τα μελαγχολικά προνόμια όσων πεθαίνουν πλήρεις ημερών. Είδε τους φίλους του να αναχωρούν πριν από τον ίδιον. Τον κόσμο του, τον κόσμο όπου δέσποσε επί δεκαετίες, να γίνεται οριστικά παρελθόν. Οι νεκρολογίες υπογράμμισαν ότι διετέλεσε διευθυντής σε καμιά δεκαριά εφημερίδες και περιοδικά πρώτης γραμμής. Πως έσπασε ρεκόρ κυκλοφοριών. Οτι βρήκε επανειλημμένα το θάρρος να παραιτηθεί και να αποχωρήσει επειδή διαφωνούσε με την πολιτική θέση του εργοδότη του. Πόσοι όμως από τους σημερινούς Ελληνες θυμούνται τον Χρήστο Πασαλάρη εν δράσει; Πόσοι έχουν ιδέα τι σήμαινε μαχόμενος δημοσιογράφος πριν από μερικές δεκαετίες;


Το 1989 παρακολούθησα ένα σεμινάριο της ΕΣΗΕΑ για νεαρούς επίδοξους συντάκτες. Δεν είχα, στα είκοσι τρία μου, κατασταλάξει επαγγελματικά. Τελείωνα τη Νομική Σχολή, το γράψιμο με συγκινούσε περισσότερο από τη δικηγορία, δίσταζα ωστόσο να ομολογήσω ότι ως γνήσιο στάδιό μου αισθανόμουν το μυθιστόρημα και όχι την αποτύπωση της επικαιρότητας.

Στο μέγαρο της οδού Ακαδημίας, είχαν τη γενναιοδωρία να παρελάσουν μπροστά σε εμάς - τα φιντανάκια - πολλά από τα ιερά τέρατα της ελληνικής δημοσιογραφίας. Μάς δίδαξαν, κυρίως δε μοιράστηκαν τις εμπειρίες τους, τύποι σαν τον Γιώργο Καράγιωργα, που είχε πηδήξει με αλεξίπτωτο ανταποκριτής στον Πόλεμο της Κορέας. Σαν τον Γιώργο Μπέρτσο, ο οποίος μαζί με τον Γιώργο Ρωμαίο και τον Γιάννη Βούλτεψη είχε ξεσκεπάσει τη συνωμοσία πίσω από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη αρκετά χρόνια πριν οι αμερικάνοι συνάδελφοί τους αποκαλύψουν το Γουότεργκεϊτ και οδηγήσουν τον πρόεδρο Νίξον σε παραίτηση. Και σαν τον Χρήστο Πασαλάρη, που σχεδόν έφηβος έγινε αρχισυντάκτης στον «Ριζοσπάστη» και λίγο αργότερα εστάλη σιδηροδέσμιος στη Μακρόνησο, όπου πέρασε τέσσερα χρόνια σπάζοντας πέτρες κι ακούγοντας τον Μίκη Θεοδωράκη να δοκιμάζει τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Είχα την ευκαιρία εκείνον τον καιρό να ρουφήξω κι άλλες ιστορίες από μπαρουτοκαπνισμένους δημοσιογράφους. Με την παρέα μου συχνάζαμε στο υπόγειο 17 της οδού Βουκουρεστίου - ένα αμέρικαν μπαρ στην κυριολεξία, εφόσον είχε ανοίξει αρχικά για να εξυπηρετεί τους εργαζόμενους της Τζάσμαγκ, της αμερικάνικης στρατιωτικής αποστολής, η οποία έδρευε εκεί όπου σήμερα είναι το πολυκατάστημα Αττικα. Από το 17 περνούσε τακτικά ο Οδυσσέας Ζούλας ενώ στον πάγκο του έβρισκες να πίνουν απ' το μεσημέρι ουίσκι και να τσιμπάνε σάντουιτς με τονοσαλάτα και άλλους, λιγότερο επιφανείς, εφημεριδάδες. Μέχρι και έναν θησαυρό εγκυκλοπαιδικών γνώσεων, ειδικευμένο στο να φτιάχνει τα σταυρόλεξα.


Πώς ήταν οι παλιοί δημοσιογράφοι; Βγαλμένοι λες από ταινία νουάρ. Με χειροποίητα πάντα κοστούμια, πουκάμισα με κεντημένα τα αρχικά τους, γκαμπαρντίνες και το τσιγάρο να τους κιτρινίζει τα δάκτυλα. Κάποιοι δανδήδες, άλλοι τσαλακωμένοι, με λεκέδες από μελάνι στα μανίκια τους. Ολοι τους όμως και του σαλονιού και του λιμανιού. Το επάγγελμά τους δεν είχε ωράριο ούτε άβατα. Οφειλαν να μπορούν να αντιμετωπίσουν με την ίδια άνεση έναν υπουργό και έναν τύπο του υποκόσμου, μια κοσμική κυρία και μια «καλντεριμιτζού», από εκείνες που έκαναν πιάτσα λίγο παραπάνω. Επρεπε να κυνηγούν άοκνα την είδηση, να τη διασταυρώνουν εξαντλητικά, σε μια εποχή χωρίς Διαδίκτυο, χωρίς καν κινητά τηλέφωνα, και να την αποτυπώνουν ταχύτατα και πληρέστατα στο χαρτί. Καθένας τους διέθετε το δυνατό σημείο του - άλλος ήταν λαγωνικό κι άλλος είχε εξαιρετικό χειρόγραφο ή γελοιογραφικό πενάκι. Το βλέμμα τους σού έδινε πάντα την αίσθηση πως πριν ανοίξεις το στόμα σου ξέρουν τι καπνό φουμάρεις, ακόμα και από πού κρατάει η σκούφια σου.

Από πού αντλούσαν το γόητρο και την περηφάνια τους εκείνοι οι τύποι; Οχι βεβαίως από τα φουσκωμένα πορτοφόλια τους. Ούτε από προνομιακές σχέσεις με υψηλούς παράγοντες - ήξεραν άριστα «τι κούφια λόγια ήσαν αυτές οι βασιλείες» καθώς λέει ο Καβάφης. Από τη σχέση τους με το κοινό τους. Οι δωδεκασέλιδες τότε εφημερίδες καταβροχθίζονταν καθημερινά από εκατομμύρια Ελληνες σε σπίτια, καφενεία, λεωφορεία. Ακόμα δε και ο απόφοιτος των πρώτων τάξεων του δημοτικού σχολείου ήταν ως αναγνώστης πεπαιδευμένος και απαιτητικός. Αμα πήγαινες να τον ξεγελάσεις, εάν τον πρόδιδες, θα σε εγκατέλειπε αυθωρεί. Θα το αισθανόσουν στο πετσί σου κι ας μην υπήρχαν τότε έρευνες κοινής γνώμης, στατιστικές αναγνωσιμότητας. Θα το ήξερε πριν από σένα ο διευθυντής σου.



Από τα τέλη του 19ου και καθ' όλη σχεδόν τη διάρκεια του 20ού αιώνα κυριάρχησε στην Ελλάδα η κουλτούρα της γραφής. Της δημοσιογραφικής που απευθυνόταν σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα και της λογοτεχνικής η οποία είχε εκ των πραγμάτων πιο επιλεκτική στόχευση. Αποτελούσαν συγκοινωνούντα μεταξύ τους δοχεία. Ο ποιητής έγραφε για τον επιούσιο επιφυλλίδες, ο δημοσιογράφος και οι περιπέτειές του γίνονταν πρώτη ύλη για μυθιστορήματα. Με την επικράτηση της εικόνας ο έντυπος λόγος φάνηκε να σπρώχνεται στο περιθώριο. Κανείς, ωστόσο, με ένα μικρόφωνο στο χέρι και μια κάμερα απέναντί του, δεν μπορεί να παραγάγει τα διαμάντια και τα διαμαντάκια ενός Ροΐδη, ενός Ξενόπουλου, μιας Καλλιρρόης Παρρέν ή ενός Βάρναλη - για να αναφέρω μόνο τους γενάρχες μας. Και στα δικά μας.

"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 17-18/03/18

ΕΝΑ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΜΟΝΤΟΓΚΟΜΕΡΥ,
της Ρούλας Γεωργακοπούλου


Αν και έχω κερδίσει τη ζωή μου γράφοντας, είμαι απολύτως πεπεισμένη ότι η αλήθεια του καθενός δεν είναι ένα κομμάτι χαρτί με καλοζυγισμένες προτάσεις και παραγράφους γραμμένες μια συγκεκριμένη στιγμή και υπό το κράτος συγκεκριμένης διάθεσης ή και σκοπιμότητας. Κι ας απελευθερώνεται, κι ας καθιερώνεται μέσω του γραψίματος ο άνθρωπος. Δημοσιογραφικό, λογοτεχνικό ή επιστημονικό γράψιμο, αδιάφορο. Ακόμα και μια λίστα για ψώνια μπορεί να σε παραχαράξει, να δώσει ψευδείς εντυπώσεις για τις ανάγκες ή τις προτιμήσεις σου, γιατί μη νομίζετε: κι ο αναγνώστης, έχει κι αυτός τις ευθύνες του να καταλάβει μέχρι που καταλαβαίνει και τι είναι αυτό που θα του διαφεύγει στον αιώνα τον άπαντα. Ευτυχώς τον Βασίλη Μουλόπουλο δεν τον πρωτογνώρισα ως γράφοντα αλλά ως τον άνθρωπο που μου έδωσε πολύ μεγάλο επαγγελματικό τράτο μολονότι γνώριζε ότι δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να συμπέσουν ποτέ οι πολιτικές μας απόψεις. Και τι σημασία έχουν οι απόψεις όταν υπάρχουν τα ηθικά και τα αισθητικά ιδίως κριτήρια; Ατιμε εαυτέ! Πού πας και κρύβεσαι να σε ξετρυπώσουν μόνον οι χαρισματικοί και οι εξασκημένοι λύτες;

Αυτός που επιμέρους τον πενθούμε σήμερα, ευτυχώς που μας επέτρεψε να τον γιορτάσουμε ολόκληρο πολλά χρόνια πριν από τώρα. Τότε που έπαιζε την τέχνη τού να φτιάχνεις επιτυχημένες εφημερίδες με μια δεξιοτεχνία σαν του Χιώτη όταν έπιανε το μπουζούκι του ή του Αστορ Πιατσόλα όταν έπιανε το μπαντονεόν του. Αν έχεις τέτοιο χάρισμα τι ανάγκη τις έχεις τις ποταπότητες, τις μικρές αμαρτίες και τις μεγάλες ανεπάρκειες που κάνουν συνήθως έναν δημοσιογράφο δημοσιογράφο;

Για τις πολιτικές επιλογές του Βασίλη, είστε φαντάζομαι ενήμεροι. Εγώ μάλιστα που όταν πρόκειται για τα κίνητρα των άλλων είμαι αρκετά απερίσκεπτη, αρχικά είχα θεωρήσει τη συμμετοχή του στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του μικρού κι ακίνδυνου, τότε, ΣΥΡΙΖΑ σαν ακραίο χιούμορ, σαν παιχνίδι, σαν γιατί όχι; Ηταν άλλωστε τόσο πληκτική η ζωή μιας εφημερίδας εκείνα τα χρόνια, γιατί η επομένη έβαινε ακριβώς όπως η προηγουμένη, με ελαφρές μόνον διαφοροποιήσεις ούτως ώστε να μη χάνει τον ημερολογιακό προσανατολισμό του κι ο αναγνώστης. Αμέσως μετά ήρθαν τα πάνω κάτω. Την εκλογή του Βασίλη όμως την πανηγυρίσαμε σαν ένα αθώο παιχνίδι, σαν μια παραξενιά των εκλογικών ποσοστών, σαν ένα «έλα ρε γαμώτο!», με τηλεφωνικά συχαρίκια μέσα στη νύχτα των εκλογών γεμάτα μπιπ, θαυμαστικά και γέλια κι από τις δυο μεριές της γραμμής: εμείς από δω κι αυτός από την άλλη άκρη, γεωγραφικά και πολιτικά. Τι ήξερε, τι φοβόταν και τι έλπιζε όταν την επομένη τον πέτυχα στο ασανσέρ της εφημερίδας έτοιμο να δηλώσει παραίτηση στον Ψυχάρη; Η γνώμη μου ήταν ότι έδειχνε κάπως ανήσυχος και ελεγχόμενα αγχωμένος, αλλά είπαμε: όσον αφορά τα των άλλων είμαι εκ πεποιθήσεως απερίσκεπτη. Προτιμώ την καλή εκδοχή. Τη δική μου. Οτι δηλαδή θα ζούσε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα, πλην όμως το παραμύθι μου, ως προς το δεύτερο σκέλος τουλάχιστον, διαψεύστηκε παταγωδώς , κι ως προς το πρώτο δεν είμαι εγώ που θα πω την τελευταία λέξη. «Βασίλη», του είχα πει, «αν σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση, θα γίνω βομβίστρια σαν τον Σημίτη επί χούντας». «Κι εγώ αρχηγός της ΕΥΠ», μου απάντησε, και σκάσαμε κι οι δυο μας στα γέλια. Κάποια στιγμή τα γέλια κόπηκαν κι άρχισαν τα πύρινα δημοσιεύματα από την «Αυγή», η αμηχανία, οι διακριτικές αποστάσεις, για να προστατεύσει ο ένας τον άλλον. Ενας κώδικας τιμής που τηρήθηκε απαρέγκλιτα κι από τις δυο μεριές που όμως, όταν συναντιόμασταν, έσπαγε στον αέρα και γινόταν πυροτέχνημα χαράς και πειραγμάτων. Δεν μπορώ να ισχυριστώ εγγράφως ότι ο Βασίλης κάποια στιγμή αποστασιοποιήθηκε μέσα του από την καταστροφική πολιτική των Συριζανέλ γιατί δεν είναι εδώ για να με διαψεύσει. «Μη φύγεις τώρα», του είχα πει, χωρίς να με ρωτήσει. Διότι είμαι της άποψης ότι τις παρτίδες με τον νεανικό σου εαυτό τις κόβεις εγκαίρως ειδάλλως οι απαιτήσεις του θα βρίσκουν πάντα τρόπο να επανέρχονται, πόσω μάλλον όταν τις αναζωπυρώνει η ξαφνική εύνοια της τύχης. Κάπως έτσι είχα δει και την πρόσφατη απόπειρα να επανέλθει στον Οργανισμό Λαμπράκη, από τη θέση του κομισάριου λένε όλοι, από τη θέση του παλιού παίκτη που έχει αφήσει την παρτίδα με τον Ψυχάρη στη μέση, σκέφτηκα εγώ. Ηταν όμως και οι δυο τους εντελώς ντεφορμέ για ένα τέτοιο εκτός τόπου και χρόνου μπρα ντε φερ. Ο ένας αποδυναμωμένος κι ασθενής κι ο άλλος επίσης ασθενής κι αποδυναμωμένος από την υποστήριξη που θα του παρείχε το κόμμα του, αν είχε προλάβει να γίνει κράτος.


Εχω μια ταινία μικρού μήκους με πρωταγωνιστή τον Βασίλη. Την τράβηξα με τα μάτια μου κοιτάζοντας από το τζάμι του τρίτου στη Χρήστου Λαδά. Είχε αγοράσει ένα πανέμορφο απαστράπτον καινούργιο αυτοκίνητο και μας το έδειχνε με χαρά μικρού παιδιού όταν το πάρκαρε κάτω από το γραφείο. Σηκώθηκε όμως αέρας, ήρθε βροχή, έπιασε αστραπόβροντο, πέρασαν τα παιδιά με τις κουκούλες και τις μολότοφ και μαζί με την πρόσοψη του καθεστωτικού δημοσιογραφικού οργανισμού έκαναν λαμπόγυαλο και τα ωραία αυτοκίνητα των καθεστωτικών στελεχών του. Καθώς αποχωρούσε η πλατφόρμα που είχε έρθει να το πάει για συνεργείο, ο Βασίλης με το μοντγκόμερυ, το κεφάλι κατεβασμένο και τα χεράκια του σταυρωμένα μπροστά, ακολούθησε για λίγο την νεκρώσιμη πομπή κι ύστερα γύρισε στο γραφείο και συνέταξε μια επιστολή συγγνώμης προς τα «παιδιά», που πάρκαρε το λάθος αυτοκίνητο, στο λάθος σημείο, τη λάθος μέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου