Aπό "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"
"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 01-02/04/23 |
ΤΩΝ ΑΘΑΝ. ΠΛΑΤΙΑ
ΚΑΙ ΚΩΝ. ΜΠΟΤΣΙΟΥ
Μεγάλες προσδοκίες έχουν δημιουργηθεί στην ελληνική πολιτική ηγεσία και σε μέρος της κοινής γνώμης από την πρόσφατη ύφεση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Συγκινούν οι ανταλλαγές μηνυμάτων αλληλεγγύης μετά τους καταστροφικούς σεισμούς στην Τουρκία και το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, η στήριξη της Τουρκίας προς την ελληνική υποψηφιότητα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, η στήριξη της Ελλάδας προς την τουρκική υποψηφιότητα για τη Γενική Γραμματεία του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού. Η αλλαγή σε επίπεδο ρητορικής συνοδεύθηκε από κατακόρυφη μείωση των τουρκικών προκλήσεων τις τελευταίες βδομάδες. Αποκορύφωμα αποτέλεσαν οι ευχές του τούρκου προέδρου προς τον έλληνα Πρωθυπουργό για την επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Οι πρωτοβουλίες αυτές πέτυχαν τον άμεσο προεκλογικό στόχο τους: να στρέψουν το ενδιαφέρον από τη ζέουσα εσωτερική επικαιρότητα στην εξωτερική πολιτική. Ταυτόχρονα, ικανοποιούν τις ΗΠΑ που επιδιώκουν μείωση των εντάσεων όσο τουλάχιστον διαρκεί ο πόλεμος στην Ουκρανία. Γεννιέται λοιπόν το εύλογο ερώτημα: έχει αλλάξει κάτι στις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Η απάντηση είναι αρνητική.
Η Τουρκία ακολουθεί επί δεκαετίες πολιτική αναθεωρητισμού απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο, ενώ η αναβάθμισή της σε «κομβικό κράτος» στη διάρκεια του πολέμου κατά της τρομοκρατίας την ενθάρρυνε να εισβάλει σε ευάλωτες γειτονικές χώρες (Συρία, Ιράκ) και να εμπλακεί στρατιωτικά στον Καύκασο και τη Λιβύη. Επιδιώκοντας ρόλο περιφερειακού ηγεμόνα, προωθεί την αναθεώρηση συνόρων εμπλεκόμενη σε μια σειρά από «μικρούς πολέμους» και παρεμβαίνοντας στα εσωτερικά χωρών της περιοχής ως προστάτης των μουσουλμανικών κοινοτήτων (Βοσνία, Κόσοβο). Η παρ' ολίγον σύγκρουση με τις ΗΠΑ για το Κουρδικό το 2018 δεν την αποθάρρυνε. Αντίθετα, ενίσχυσε τις τάσεις αυτονόμησης από τις ΗΠΑ, την κατέστησε πιο απαιτητική για «θωράκιση» με οπλικά συστήματα, ενώ την έστρεψε απειλητικότερα προς την Ανατολική Μεσόγειο με τη φιλοδοξία να γίνει μεγάλη ναυτική δύναμη (δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας»).
Οι διπλωματικές αβρότητες δεν πρέπει να δημιουργούν σύγχυση. Υπήρξε και το 2021 ευχετήρια επιστολή του προέδρου Ερντογάν προς την Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Κατέφτασε μετά τη μακρόσυρτη ελληνοτουρκική χερσαία και ναυτική κρίση του 2020. Οι αβρότητες αυτές δεν εμπόδισαν τις απειλές του τούρκου προέδρου το 2022-23 ότι οι Τούρκοι «θα έλθουνέναξαφνικά βράδυ» να πάρουν τα νησιά του Αιγαίου που στρατιωτικοποιήθηκαν, αγνοώντας βολικά ό,τι έκανε η Τουρκία μετά το 1974 και αμφισβητώντας όχι μόνο την Συνθήκη της Λωζάννης, αλλά και τη Συνθήκη των Παρισίων για τα Δωδεκάνησα, όπου η Τουρκία δεν ήταν καν συμβαλλόμενο μέρος.
Τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας λόγω των επικείμενων εκλογών. Οποιος κι αν είναι ο νικητής. Τόσο η σημερινή κυβέρνηση Ερντογάν όσο και το μείγμα ισλαμιστών-κεμαλιστών της αντιπολίτευσης υπό τον κεμαλιστή Κιλιντσάρογλου προβάλλουν ίδιες θέσεις. Ολα τα κόμματα εξουσίας πλειοδοτούν σε επιθετική ρητορική κατά της Ελλάδος, γιατί αυτό έχει ευρεία λαϊκή απήχηση. Η πολιτική προς την Ελλάδα δεν θα αλλάξει όσο παραμένει αναλλοίωτος ο πυρήνας της τουρκικής υψηλής στρατηγικής: αυτονόμηση από τη Δύση και αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτός ο στόχος απαιτεί τον γεωπολιτικό ευνουχισμό της Ελλάδας.
Μόνη λύση για την Ελλάδα είναι η υιοθέτηση στρατηγικής εξισορρόπησης της Τουρκίας, η διατήρηση αξιόπιστης αποτροπής και η προβολή στους δυτικούς συμμάχους της αναγκαιότητας αντιμετώπισης του αναθεωρητισμού, όπως ακριβώς συνέβη στην Ουκρανία. Η Ελλάδα υπήρξε παραδοσιακός γεωπολιτικός σύμμαχος των δυτικών ναυτικών δυνάμεων και μέλος των δυτικών θεσμών (ΝΑΤΟ, ΕΕ). Αν ανοίξει η πόρτα του αναθεωρητισμού από κράτη με αυτοκρατορικές νοσταλγίες (Τουρκία, Ιράν, Ρωσία), θα πληγούν τόσο τα δυτικά συμφέροντα όσο και η στρατηγική σταθερότητα στον πλανήτη. Οι αυταπάτες κοιμίζουν ευχάριστα, αλλά ο ρεαλισμός δίνει τις λύσεις.
-Ο Αθανάσιος Πλατιάς είναι καθηγητής Στρατηγικής και η Κωνσταντίνα Μπότσιου καθηγήτρια Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς
"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 01-02/04/23 |
Στη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα διακινείται όλο και συχνότερα η θέση ότι τη χώρα μας συμφέρει η επανεκλογή του κ. Ερντογάν και όχι του επικεφαλής της Συμμαχίας των Εξι της αντιπολίτευσης κ. Κιλιτσντάρογλου. Βασικό επιχείρημα της εν λόγω θέσης είναι ότι οι λάθος επιλογές του κ. Ερντογάν στην προσπάθεια αυτονόμησης της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας από τη Δύση (τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την ΕΕ) και η παράλληλη ενίσχυση της σχέσης με τη Ρωσία προσέφεραν στην Ελλάδα μια «στρατηγική ευκαιρία» και μαζί της τα οφέλη της αμερικανικής υποστήριξης, ενώ η Τουρκία ακόμα «παρακαλεί» για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού από τις ΗΠΑ. Αφού λοιπόν «αναθεωρητική ήταν, είναι και θα είναι η Τουρκία», μας συμφέρει να εκλεγεί εκείνος που θα συνεχίσει να αποδυναμώνει τη στρατηγική της θέση απομακρύνοντάς την όλο και περισσότερο από τη Δύση.
Η παραπάνω ανάγνωση τόσο της Τουρκίας όσο και της διεθνούς πολιτικής είναι μυωπική καθώς περιορίζεται στα βραχυπρόθεσμα οφέλη που θα μπορούσε να αποκομίσει η Ελλάδα λόγω της τουρκικής αναξιοπιστίας και των μέχρι σήμερα λαθών της (τα οποία εύχεται να συνεχιστούν). Ομως ποια σοβαρή ελληνική στρατηγική - και κυρίως για πόσο - μπορεί να εξαντλείται στα βραχυπρόθεσμα οφέλη που συνεπάγονται για την Ελλάδα οι κακές επιλογές του κ. Ερντογάν και η συνακόλουθη υποστήριξη της Αθήνας μετατρέποντας παράλληλα την Ελλάδα σε «προκεχωρημένο φυλάκιο» των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο;
Αξίζει πράγματι να αναρωτηθούμε τι θα συμβεί εάν την επομένη των εκλογών ο προβληματικός και αναξιόπιστος κ. Ερντογάν «κλείσει το μάτι» στις ΗΠΑ ζητώντας «ανταλλάγματα» για να επιστρέψει η Τουρκία στο «δυτικό μαντρί». Πώς θα αντιδράσουν οι ΗΠΑ που δεν θέλουν να χάσουν μια χώρα με την οποία «είναι δύσκολο να ζεις μαζί της αλλά αδύνατον να ζεις χωρίς αυτή»;
Θα θέλαμε πραγματικά στο ενδεχόμενο επιστροφής της Τουρκίας σε μια κανονικότητα σχέσεων με τις ΗΠΑ (αλλά και την ΕΕ, όπου η Ελλάδα διαθέτει ακόμα περισσότερα εργαλεία «μόχλευσης») το τιμόνι της Τουρκίας να εξακολουθεί να βρίσκεται στα χέρια τού αποδεδειγμένα αδίστακτου κ. Ερντογάν; Ο οποίος «δικαιωματικά» πλέον, καθότι εκλεγμένος για πολλοστή φορά, δεν θα διστάσει να εντείνει τον αυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης στο εσωτερικό και τις απαιτήσεις του στο εξωτερικό.
Την Ελλάδα συμφέρει η εκλογή μιας πολιτικής ηγεσίας στην Τουρκία την οποία θα μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα και αποτελεσματικότερα τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μεσοπρόθεσμα και η οποία θα είναι επιδεκτική σε μια στρατηγική «εξισορροπητικής δέσμευσης» με τη Δύση. Αυτή τη στρατηγική μπορεί να προωθήσει αποτελεσματικότερα η Ελλάδα σε συνεργασία με τις ΗΠΑ για την Ανατολική Μεσόγειο και εντός της ΕΕ σχετικά με τη μελλοντική σχέση ΕΕ - Τουρκίας έναντι μιας Τουρκίας όπου θα υφίστανται περισσότεροι και ισχυρότεροι «έλεγχοι και αντίβαρα» σε περίπτωση εκλογής του κ. Κιλιτσντάρογλου από «τα ελάχιστα» που χαρακτηρίζουν σήμερα το «καθεστώς τού ενός ανδρός» και «τα καθόλου» εάν επανεκλεγεί ο κ. Ερντογάν.
Αντί να επικεντρωνόμαστε στις ακραίες τοποθετήσεις του κ. Κιλιτσντάρογλου για την Ελλάδα, ας σκεφτούμε πώς μπορούμε να εκμεταλλευτούμε την ιδιαιτέρως πιθανή επιλογή του - και της Συμμαχίας της οποίας είναι επικεφαλής - για επιστροφή σε μια κανονικότητα σχέσεων με τη Δύση (ΗΠΑ και ΕΕ) συνδιαμορφώνοντας εμείς τους όρους αυτής της επιστροφής. Ας μην ξεχνάμε ότι το 1999 στο Ελσίνκι η Ελλάδα - εκμεταλλευόμενη συγκεκριμένες ανάγκες και κίνητρα της Τουρκίας - πέτυχε μέσω της ΕΕ να επιβάλει όρους και υποχρεώσεις σε μια κυβέρνηση συνασπισμού με πρωθυπουργό τον εισβολέα της Κύπρου Ετσεβίτ και αντιπρόεδρο τον επικεφαλής των Γκρίζων Λύκων Μπαχτσελί. «Εάν υπάρχει θέληση, υπάρχει και τρόπος», λένε οι Αγγλοσάξονες. Ακόμα καλύτερα εάν υπάρχει σχέδιο. Υπάρχει;
-Ο Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο ΕΚΠΑ και επικεφαλής του Προγράμματος Ασφάλειας και Εξωτερικής Πολιτικής στο ΕΛΙΑΜΕΠ
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΣΑΡΟΥΧΑ
Μέχρι πριν από μερικές εβδομάδες ο φόβος που πλανιόταν επί της ελληνικής πολιτικής σκηνής ήταν πως ένα διάστημα ακυβερνησίας ανάμεσα στις πρώτες και (πιθανές) δεύτερες εκλογές θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από την μεριά της Αγκυρας. Η συνεχής ρητορική όξυνση της Τουρκίας δημιουργούσε ασφυκτικές συνθήκες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και μια δύσκολη περίοδος έντασης προμηνυόταν πανταχόθεν.
Η αλληλεγγύη και συμπαράσταση που επέδειξε η Αθήνα προς τη γείτονα την επαύριο των καταστροφικών σεισμών αποτέλεσε καταλύτη για την αλλαγή στάσης της κυβέρνησης Ερντογάν. Η Αθήνα εκμεταλλεύτηκε τις ταχύτατα βελτιούμενες διμερείς σχέσεις και εξασφάλισε, με αντάλλαγμα τη δική της στήριξη στον τούρκο υποψήφιο για τη θέση του γενικού γραμματέα του Διεθνούς Οργανισμού Ναυτιλίας (ΙΜΟ), την υποστήριξη της Τουρκίας, χώρας με μεγάλη περιφερειακή επιρροή, στην υποψηφιότητά της ως μη μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Η ανταπόκριση της Ελλάδας σε αυτή την επίθεση φιλίας, που κλιμακώθηκε με το συγχαρητήριο τηλεγράφημα της τουρκικής προεδρίας επ' αφορμή της εθνικής μας επετείου, είναι σωστή και επιβεβλημένη. Αποτελεί απτή απόδειξη της ελληνικής διάθεσης για ειλικρινή συνεννόηση στη βάση της αμοιβαίας επιθυμίας των δύο λαών, όπως άλλωστε έδειξε και πρόσφατη έρευνα κοινής γνώμης του ΕΛΙΑΜΕΠ, για ειρηνική συνύπαρξη. Επιπλέον, η ελληνική στάση υπενθυμίζει με τρόπο αδιαμφισβήτητο προς τη διεθνή κοινή γνώμη πως η συγκρουσιακή λογική και αντίστοιχες κινήσεις επί του πεδίου δεν εκπορεύονται από την Αθήνα και όποιος τις επιλέγει θα πρέπει να υφίσταται και τις συνέπειες μιας τους. Είναι στο χέρι της Τουρκίας, από εδώ και στο εξής, να επιτρέψει την εμβάθυνση των ΜΟΕ μέσω διμερών συνομιλιών με στόχο την παραγωγή απτών αποτελεσμάτων σε τομείς, εν αρχή, χαμηλής πολιτικής.
Είναι παράλληλα απαραίτητο να μην τρέφουμε αυταπάτες αναφορικά με τα κίνητρα της τουρκικής ηγεσίας αλλά και τον χρονικό ορίζοντα της αλλαγής στάσης της. Η γείτονα κυβερνάται εδώ και χρόνια από έναν de facto συνασπισμό εξουσίας η συγκολλητική ουσία του οποίου είναι ο εθνικισμός και η αντιδυτική προσέγγιση. Ενόψει μιας αμφίρροπης εκλογικής μάχης που προμηνύεται ως η δυσκολότερη που έχει δώσει ο πρόεδρος Ερντογάν, η ακραία ρητορική δεν αποδίδει πλέον εκλογικούς καρπούς την επαύριο των σεισμών, εξ ου και η διαφορετική προσέγγιση έναντι της χώρας μας αλλά και των ΗΠΑ και της ΕΕ. Ας σημειωθεί επίσης πως η τουρκική ηγεσία εξακολουθεί να παίζει το εθνικιστικό χαρτί εντώς των τειχών, κατηγορώντας τον Κιλιτσντάρογλου και τους συν αυτώ πως είναι επικίνδυνοι γιατί, συν τοις άλλοις, προτίθενται να «πουλήσουν τη χώρα στη Δύση».
Ενώ το τωρινό κλίμα ηρεμίας στο Αιγαίο είναι φυσικά καλοδεχούμενο, τίποτα δεν εξασφαλίζει πως θα συνεχιστεί την επαύριο των τουρκικών εκλογών. Ενώ είναι αληθές πως πολιτική αλλαγή στη γείτονα θα ενισχύσει την αβεβαιότητα σχετικά με τις προθέσεις της Αγκυρας, μιας και ο ετερόκλητος συνασπισμός κρατά κλειστά τα χαρτιά του σε θέματα εξωτερικής πολιτκής και δη σε θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος, πιθανή επανεκλογή Ερντογάν θα εμπεδώσει τον αντιδυτικό και σφόδρα αντιφιλελεύθερο χαρακτήρα του καθεστώτος. Για την Ελλάδα, που επεδίωξε τον εξευρωπαϊσμό της Τουρκίας και, μέσω της ΕΕ, τη φιλελευθεροποίηση της πολιτικής της ταυτότητας ως μέσο επίλυσης των διμερών μας διαφορών επί τη βάσει κανόνων δικαίου, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν θα πρέπει να θεωρείται θετικό ή καλοδεχούμενο. Ο διάβολος που γνωρίζουμε δεν παύει να παραμένει διάβολος.
-Ο Δημήτρης Τσαρούχας είναι επισκέπτης καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Virginia Tech των ΗΠΑ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ στο Πρόγραμμα Τουρκία
Του Ahmet Erdi ÖztürkΔεν υπάρχουν λόγια που να μπορούν να περιγράψουν τον πόνο των ανθρώπων στην Τουρκία, όπως και στη Συρία. Τα λόγια είναι πολύ λίγα γι' αυτό το τραγικό περιστατικό, το οποίο αναμένεται να επηρεάσει περίπου 13 εκατομμύρια ανθρώπους οι οποίοι ζουν στην περιοχή και έχουν άμεση ή έμμεση σχέση μαζί της. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά που μπορούν να ειπωθούν. Υπάρχουν τόσο πολλά τρομακτικά περιστατικά τα οποία έχουν ως συνέπεια να αυξάνεται ο πόνος και εκτιμώ πως θα ήταν ασυνείδητο ή ανήθικο το να μείνει κανείς σιωπηρός και να αποδεχθεί τα πάντα. Ο,τι συνέβη βιώνεται τόσο έντονα εξαιτίας τόσο της πολιτικής όσο και της κοινωνικής κατάρρευσης.
Αυτό που βιώνει σήμερα η Τουρκία δεν αποτελεί μια φυσική αλλά μια πολιτική καταστροφή. Επιπλέον, το συγκεκριμένο περιστατικό ανέδειξε για μια ακόμη φορά, δυστυχώς, τη θεσμική και κοινωνική κατάρρευση στην Τουρκία. Οι επερχόμενες εκλογές μπορούν να δώσουν λύσεις στα προβλήματα.
Είναι μια πολιτική καταστροφή και δεν νομίζω ότι υπάρχει αμφιβολία περί αυτού. Για πολλά χρόνια, οι προειδοποιήσεις των επιστημόνων έχουν αγνοηθεί από την κυβέρνηση που βρίσκεται στην εξουσία. Αυτό δεν είναι κάτι μη αναμενόμενο για μια αυταρχική δομή η οποία δεν αποδέχεται τις απόψεις των άλλων και δεν ακούει ποτέ όσους δεν ανήκουν στην ίδια. Ομως, όταν το διακύβευμα αφορά την ανθρώπινη ζωή, μια τέτοια στάση είναι απαράδεκτη.
Είναι, όμως, μόνο η θεσμική δομή που έχει καταρρεύσει; Η δυνατότητα της πολιτικής εξουσίας να δομεί το αφήγημά της έχει επίσης καταρρεύσει. Ο υπουργός Οικονομικών μπορεί εύκολα να ψεύδεται και να ισχυρίζεται πως όλα είναι υπό έλεγχο, ενώ την ίδια στιγμή θα αποκαλεί μάρτυρες εκείνους που έχασαν τη ζωή τους. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τζιχάντ. Ούτε υπάρχει κάποιος ιερός σκοπός. Εν συντομία, οι ζωές που χάθηκαν ήταν συνέπεια της αποτυχίας της πολιτικής βούλησης να εκπληρώσει τις απαιτήσεις που υπήρχαν από αυτήν εξαιτίας των διαφορετικών συμφερόντων που έχει.
Επιπλέον, εκτιμώ ότι η καταστροφή έφερε εκ νέου στην επιφάνεια την αποτυχημένη εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Αναμφίβολα, η Ρωσία τελικώς βοήθησε την Τουρκία, όμως το πρώτο και πιο γενναιόδωρο κύμα βοήθειας ήρθε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ και ορισμένες άλλες χώρες της Δύσης, με τις οποίες η Τουρκία βρίσκεται διαρκώς σε αντιπαράθεση.
Η αλήθεια είναι πως αυτή η καταστροφή θα προκαλέσει ένα μεγάλο κοινωνικό τραύμα - αυτό είναι βέβαιο. Προκειμένου να το αποτρέψουμε, οτιδήποτε και αν συμβεί, πρέπει να προκληθεί ένα πολιτικό τραύμα. Κι αυτό διότι είναι ο πολιτικός θεσμός αυτός που μετατρέπει ένα φυσικό φαινόμενο σε μια καταστροφή. Στην περίπτωση, λοιπόν, που δεν υπάρξει κάποιου είδους αποκατάσταση σε επίπεδο κράτους και κοινωνίας, δεν τολμώ καν να σκεφτώ τι θα μας συμβεί σε επόμενες καταστροφές.
Πριν από τους σεισμούς, στην ατζέντα της Τουρκίας κυριαρχούσαν οι επερχόμενες εκλογές, το κατά πόσο ο Ερντογάν θα ήταν πάλι υποψήφιος και εάν η αντιπολίτευση θα εμφανιζόταν με έναν κοινό υποψήφιο. Πλέον, η ατζέντα έχει αλλάξει ριζικά. Ο ηγέτης του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος CHP Κεμάλ Κιλιντσντάρογλου θα αντιμετωπίσει τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις 14 Μαΐου. Η εκστρατεία του Κιλιντσντάρογλου θα επικεντρώσει, πιθανότατα, στην ενίσχυση και προάσπιση της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους-δικαίου ύστερα από πολλά χρόνια που η εξουσία συγκεντρωνόταν ολοένα περισσότερο στα χέρια του Ερντογάν.
Την Ελλάδα συμφέρει η εκλογή μιας πολιτικής ηγεσίας στην Τουρκία την οποία θα μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα και αποτελεσματικότερα τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μεσοπρόθεσμα και η οποία θα είναι επιδεκτική σε μια στρατηγική «εξισορροπητικής δέσμευσης» με τη Δύση. Αυτή τη στρατηγική μπορεί να προωθήσει αποτελεσματικότερα η Ελλάδα σε συνεργασία με τις ΗΠΑ για την Ανατολική Μεσόγειο και εντός της ΕΕ σχετικά με τη μελλοντική σχέση ΕΕ - Τουρκίας έναντι μιας Τουρκίας όπου θα υφίστανται περισσότεροι και ισχυρότεροι «έλεγχοι και αντίβαρα» σε περίπτωση εκλογής του κ. Κιλιτσντάρογλου από «τα ελάχιστα» που χαρακτηρίζουν σήμερα το «καθεστώς τού ενός ανδρός» και «τα καθόλου» εάν επανεκλεγεί ο κ. Ερντογάν.
Αντί να επικεντρωνόμαστε στις ακραίες τοποθετήσεις του κ. Κιλιτσντάρογλου για την Ελλάδα, ας σκεφτούμε πώς μπορούμε να εκμεταλλευτούμε την ιδιαιτέρως πιθανή επιλογή του - και της Συμμαχίας της οποίας είναι επικεφαλής - για επιστροφή σε μια κανονικότητα σχέσεων με τη Δύση (ΗΠΑ και ΕΕ) συνδιαμορφώνοντας εμείς τους όρους αυτής της επιστροφής. Ας μην ξεχνάμε ότι το 1999 στο Ελσίνκι η Ελλάδα - εκμεταλλευόμενη συγκεκριμένες ανάγκες και κίνητρα της Τουρκίας - πέτυχε μέσω της ΕΕ να επιβάλει όρους και υποχρεώσεις σε μια κυβέρνηση συνασπισμού με πρωθυπουργό τον εισβολέα της Κύπρου Ετσεβίτ και αντιπρόεδρο τον επικεφαλής των Γκρίζων Λύκων Μπαχτσελί. «Εάν υπάρχει θέληση, υπάρχει και τρόπος», λένε οι Αγγλοσάξονες. Ακόμα καλύτερα εάν υπάρχει σχέδιο. Υπάρχει;
-Ο Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο ΕΚΠΑ και επικεφαλής του Προγράμματος Ασφάλειας και Εξωτερικής Πολιτικής στο ΕΛΙΑΜΕΠ
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΣΑΡΟΥΧΑ
Μέχρι πριν από μερικές εβδομάδες ο φόβος που πλανιόταν επί της ελληνικής πολιτικής σκηνής ήταν πως ένα διάστημα ακυβερνησίας ανάμεσα στις πρώτες και (πιθανές) δεύτερες εκλογές θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από την μεριά της Αγκυρας. Η συνεχής ρητορική όξυνση της Τουρκίας δημιουργούσε ασφυκτικές συνθήκες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και μια δύσκολη περίοδος έντασης προμηνυόταν πανταχόθεν.
Η αλληλεγγύη και συμπαράσταση που επέδειξε η Αθήνα προς τη γείτονα την επαύριο των καταστροφικών σεισμών αποτέλεσε καταλύτη για την αλλαγή στάσης της κυβέρνησης Ερντογάν. Η Αθήνα εκμεταλλεύτηκε τις ταχύτατα βελτιούμενες διμερείς σχέσεις και εξασφάλισε, με αντάλλαγμα τη δική της στήριξη στον τούρκο υποψήφιο για τη θέση του γενικού γραμματέα του Διεθνούς Οργανισμού Ναυτιλίας (ΙΜΟ), την υποστήριξη της Τουρκίας, χώρας με μεγάλη περιφερειακή επιρροή, στην υποψηφιότητά της ως μη μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Η ανταπόκριση της Ελλάδας σε αυτή την επίθεση φιλίας, που κλιμακώθηκε με το συγχαρητήριο τηλεγράφημα της τουρκικής προεδρίας επ' αφορμή της εθνικής μας επετείου, είναι σωστή και επιβεβλημένη. Αποτελεί απτή απόδειξη της ελληνικής διάθεσης για ειλικρινή συνεννόηση στη βάση της αμοιβαίας επιθυμίας των δύο λαών, όπως άλλωστε έδειξε και πρόσφατη έρευνα κοινής γνώμης του ΕΛΙΑΜΕΠ, για ειρηνική συνύπαρξη. Επιπλέον, η ελληνική στάση υπενθυμίζει με τρόπο αδιαμφισβήτητο προς τη διεθνή κοινή γνώμη πως η συγκρουσιακή λογική και αντίστοιχες κινήσεις επί του πεδίου δεν εκπορεύονται από την Αθήνα και όποιος τις επιλέγει θα πρέπει να υφίσταται και τις συνέπειες μιας τους. Είναι στο χέρι της Τουρκίας, από εδώ και στο εξής, να επιτρέψει την εμβάθυνση των ΜΟΕ μέσω διμερών συνομιλιών με στόχο την παραγωγή απτών αποτελεσμάτων σε τομείς, εν αρχή, χαμηλής πολιτικής.
Είναι παράλληλα απαραίτητο να μην τρέφουμε αυταπάτες αναφορικά με τα κίνητρα της τουρκικής ηγεσίας αλλά και τον χρονικό ορίζοντα της αλλαγής στάσης της. Η γείτονα κυβερνάται εδώ και χρόνια από έναν de facto συνασπισμό εξουσίας η συγκολλητική ουσία του οποίου είναι ο εθνικισμός και η αντιδυτική προσέγγιση. Ενόψει μιας αμφίρροπης εκλογικής μάχης που προμηνύεται ως η δυσκολότερη που έχει δώσει ο πρόεδρος Ερντογάν, η ακραία ρητορική δεν αποδίδει πλέον εκλογικούς καρπούς την επαύριο των σεισμών, εξ ου και η διαφορετική προσέγγιση έναντι της χώρας μας αλλά και των ΗΠΑ και της ΕΕ. Ας σημειωθεί επίσης πως η τουρκική ηγεσία εξακολουθεί να παίζει το εθνικιστικό χαρτί εντώς των τειχών, κατηγορώντας τον Κιλιτσντάρογλου και τους συν αυτώ πως είναι επικίνδυνοι γιατί, συν τοις άλλοις, προτίθενται να «πουλήσουν τη χώρα στη Δύση».
Ενώ το τωρινό κλίμα ηρεμίας στο Αιγαίο είναι φυσικά καλοδεχούμενο, τίποτα δεν εξασφαλίζει πως θα συνεχιστεί την επαύριο των τουρκικών εκλογών. Ενώ είναι αληθές πως πολιτική αλλαγή στη γείτονα θα ενισχύσει την αβεβαιότητα σχετικά με τις προθέσεις της Αγκυρας, μιας και ο ετερόκλητος συνασπισμός κρατά κλειστά τα χαρτιά του σε θέματα εξωτερικής πολιτκής και δη σε θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος, πιθανή επανεκλογή Ερντογάν θα εμπεδώσει τον αντιδυτικό και σφόδρα αντιφιλελεύθερο χαρακτήρα του καθεστώτος. Για την Ελλάδα, που επεδίωξε τον εξευρωπαϊσμό της Τουρκίας και, μέσω της ΕΕ, τη φιλελευθεροποίηση της πολιτικής της ταυτότητας ως μέσο επίλυσης των διμερών μας διαφορών επί τη βάσει κανόνων δικαίου, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν θα πρέπει να θεωρείται θετικό ή καλοδεχούμενο. Ο διάβολος που γνωρίζουμε δεν παύει να παραμένει διάβολος.
-Ο Δημήτρης Τσαρούχας είναι επισκέπτης καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Virginia Tech των ΗΠΑ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ στο Πρόγραμμα Τουρκία
"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 01-02/04/23 |
Αυτό που βιώνει σήμερα η Τουρκία δεν αποτελεί μια φυσική αλλά μια πολιτική καταστροφή. Επιπλέον, το συγκεκριμένο περιστατικό ανέδειξε για μια ακόμη φορά, δυστυχώς, τη θεσμική και κοινωνική κατάρρευση στην Τουρκία. Οι επερχόμενες εκλογές μπορούν να δώσουν λύσεις στα προβλήματα.
Είναι μια πολιτική καταστροφή και δεν νομίζω ότι υπάρχει αμφιβολία περί αυτού. Για πολλά χρόνια, οι προειδοποιήσεις των επιστημόνων έχουν αγνοηθεί από την κυβέρνηση που βρίσκεται στην εξουσία. Αυτό δεν είναι κάτι μη αναμενόμενο για μια αυταρχική δομή η οποία δεν αποδέχεται τις απόψεις των άλλων και δεν ακούει ποτέ όσους δεν ανήκουν στην ίδια. Ομως, όταν το διακύβευμα αφορά την ανθρώπινη ζωή, μια τέτοια στάση είναι απαράδεκτη.
Είναι, όμως, μόνο η θεσμική δομή που έχει καταρρεύσει; Η δυνατότητα της πολιτικής εξουσίας να δομεί το αφήγημά της έχει επίσης καταρρεύσει. Ο υπουργός Οικονομικών μπορεί εύκολα να ψεύδεται και να ισχυρίζεται πως όλα είναι υπό έλεγχο, ενώ την ίδια στιγμή θα αποκαλεί μάρτυρες εκείνους που έχασαν τη ζωή τους. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τζιχάντ. Ούτε υπάρχει κάποιος ιερός σκοπός. Εν συντομία, οι ζωές που χάθηκαν ήταν συνέπεια της αποτυχίας της πολιτικής βούλησης να εκπληρώσει τις απαιτήσεις που υπήρχαν από αυτήν εξαιτίας των διαφορετικών συμφερόντων που έχει.
Επιπλέον, εκτιμώ ότι η καταστροφή έφερε εκ νέου στην επιφάνεια την αποτυχημένη εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Αναμφίβολα, η Ρωσία τελικώς βοήθησε την Τουρκία, όμως το πρώτο και πιο γενναιόδωρο κύμα βοήθειας ήρθε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ και ορισμένες άλλες χώρες της Δύσης, με τις οποίες η Τουρκία βρίσκεται διαρκώς σε αντιπαράθεση.
Η αλήθεια είναι πως αυτή η καταστροφή θα προκαλέσει ένα μεγάλο κοινωνικό τραύμα - αυτό είναι βέβαιο. Προκειμένου να το αποτρέψουμε, οτιδήποτε και αν συμβεί, πρέπει να προκληθεί ένα πολιτικό τραύμα. Κι αυτό διότι είναι ο πολιτικός θεσμός αυτός που μετατρέπει ένα φυσικό φαινόμενο σε μια καταστροφή. Στην περίπτωση, λοιπόν, που δεν υπάρξει κάποιου είδους αποκατάσταση σε επίπεδο κράτους και κοινωνίας, δεν τολμώ καν να σκεφτώ τι θα μας συμβεί σε επόμενες καταστροφές.
Πριν από τους σεισμούς, στην ατζέντα της Τουρκίας κυριαρχούσαν οι επερχόμενες εκλογές, το κατά πόσο ο Ερντογάν θα ήταν πάλι υποψήφιος και εάν η αντιπολίτευση θα εμφανιζόταν με έναν κοινό υποψήφιο. Πλέον, η ατζέντα έχει αλλάξει ριζικά. Ο ηγέτης του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος CHP Κεμάλ Κιλιντσντάρογλου θα αντιμετωπίσει τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις 14 Μαΐου. Η εκστρατεία του Κιλιντσντάρογλου θα επικεντρώσει, πιθανότατα, στην ενίσχυση και προάσπιση της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους-δικαίου ύστερα από πολλά χρόνια που η εξουσία συγκεντρωνόταν ολοένα περισσότερο στα χέρια του Ερντογάν.
Εξαιτίας δε της προφανώς καθυστερημένης απάντησης στους καταστροφικούς σεισμούς, της νομισματικής κρίσης και του αχαλίνωτου πληθωρισμού, οι πολιτικοί επιστήμονες εκτιμούν ότι ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης ίσως έχει μια σοβαρή πιθανότητα. Με άλλα λόγια, ο Κιλιντσντάρογλου βρίσκεται σε μια ισχυρή θέση. Εφόσον εισέλθουμε σε μια φυσιολογική και κανονική προεκλογική περίοδο, στη διάρκεια της οποίας τα πολιτικά κόμματα θα πραγματοποιούν την εκστρατεία τους, όπως και οι ηγέτες τους, ενώ στη συνέχεια θα τεθούν στην κρίση του εκλογικού σώματος, πιστεύω ειλικρινά ότι ο Κεμάλ Κιλιντσντάρογλου έχει πιθανότητες να κερδίσει. Κάτι που σημαίνει ότι ενδεχομένως να διάγουμε τις τελευταίες ημέρες της εποχής του Ερντογάν.
-O Ahmet Erdi Öztürk είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής και Διεθνών Σχέσεων στο London Metropolitan University και ερευνητής εξωτερικού, Πρόγραμμα Τουρκίας ΕΛΙΑΜΕΠ
Του Ekrem Eddy Guzeldere
Μόλις πριν από λίγους μήνες οι σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας ήταν τουλάχιστον τεταμένες. Υπήρχε δε ο φόβος ότι η ανθελληνική ρητορική θα αποτελούσε βασικό συστατικό της προεκλογικής εκστρατείας του προέδρου Ερντογάν και της συμμαχίας ΑΚΡ/ΜΗΡ ενόψει της αναμέτρησης της 14ης Μαΐου, με σκοπό να συσπειρώσουν την εθνικιστική βάση των ψηφοφόρων τους. Μεγάλα τμήματα της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου κόμματος, του CHP, θα συμμετείχαν στην ανθελληνική χορωδία, προσπαθώντας να υπερκεράσουν την κυβέρνηση. Γινόταν λόγος ακόμη και για πιθανές στρατιωτικές συρράξεις στο Αιγαίο ή στη θαλάσσια περιοχή γύρω από την Κύπρο. Ο πρόεδρος Ερντογάν επαναλάμβανε ότι «η Τουρκία θα μπορούσε να έρθει ξαφνικά κάποια νύχτα».
Ο ίδιος Ερντογάν, την 25η Μαρτίου, έγραψε ένα μήνυμα για την εθνική εορτή της Ελλάδας: «Είμαι πεπεισμένος ότι η σχέση και η συνεργασία μεταξύ των χωρών μας θα αναπτυχθεί περαιτέρω με τις κοινές μας προσπάθειες». Ο δε υπουργός Εξωτερικών του, Τσαβούσογλου, συμπλήρωσε την ίδια ημέρα: «Είμαι σίγουρος ότι η καλή γειτονία μεταξύ των δύο χωρών μας θα επικρατήσει στην περίοδο που έχουν μπροστά τους». Εκανε, επίσης, λόγο για «θετική τάση», καταλήγοντας ως εξής στο μήνυμα προς τον έλληνα ομόλογό του Δένδια: «Παρακαλώ, δεχθείτε, εξοχότατε, τις καλύτερες ευχές μου για την προσωπική σας υγεία και ευτυχία, όπως και για την ευδαιμονία και ευημερία του φίλου λαού της Ελλάδας».
Τι συνέβη; Μήπως διπλωματικές πρωτοβουλίες, μεικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές, συνομιλίες σε υψηλό επίπεδο με συγκεκριμένα αποτελέσματα, η επίλυση διμερών ζητημάτων που εκκρεμούν εδώ και καιρό ή άραγε η πίεση της κοινωνίας των πολιτών για τη βελτίωση των σχέσεων; Τίποτε από αυτά. Η αιτία για την ξαφνική βελτίωση των διμερών σχέσεων βρίσκεται στους καταστροφικούς σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου στη Νότια Τουρκία, η αντίδραση της Ελλάδας, η βοήθεια που πρόσφερε με υλικό και ομάδες διάσωσης, καθώς και οι επισκέψεις που πραγματοποίησαν πολύ σύντομα κορυφαίοι πολιτικοί.
Στον απόηχο των σεισμών και της σιδηροδρομικής τραγωδίας στην Ελλάδα στις 28 Φεβρουαρίου, για την ώρα τουλάχιστον, αναλήφθηκαν πρωτοβουλίες που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν αδιανόητες στις διμερείς σχέσεις. Ηδη αναφέραμε τις φιλικές επιστολές που έκαναν μνεία της ανεξαρτησίας της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επιπροσθέτως, οι υπουργοί Εξωτερικών συμφώνησαν να στηρίξουν την υποψηφιότητα της Ελλάδας για τη θέση του μη μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας για την περίοδο 2025-26 και την αντίστοιχη υποψηφιότητα της Τουρκίας για τη Γενική Γραμματεία του Διεθνούς Οργανισμού Ναυσιπλοΐας. Ακόμη, η Τουρκία αποφάσισε να επιτρέψει την έκδοση του πατέρα ενός από τα θύματα του θανατηφόρου σιδηροδρομικού δυστυχήματος, ο οποίος εξέτινε ποινή σε τουρκική φυλακή. Και στις 22 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε στην Αγκυρα μια διπλωματική συνάντηση σε υψηλό επίπεδο, όπου συζητήθηκαν θέματα από την ενέργεια, το εμπόριο, τις κοινωνικές σχέσεις και την περαιτέρω συνεργασία, στο πλαίσιο της τέταρτης συνόδου της πρωτοβουλίας «Θετική Ατζέντα».
Αυτό του οποίου γινόμαστε σήμερα μάρτυρες είναι μια «αναγεννημένη Διπλωματία των Καταστροφών», αντίστοιχη με ό,τι έγινε το 1999 μετά τους σεισμούς εκείνης της χρονιάς, αρχικά στην Τουρκία και, στη συνέχεια, στην Ελλάδα. Τότε, είχαμε δει υπουργούς Εξωτερικών να φυτεύουν ελιές και να χορεύουν μαζί συρτάκι. Είδαμε, όμως, και ότι οι καλές σχέσεις γειτονίας, που οικοδομούνται πάνω στη συμπάθεια για τα θύματα καταστροφών, δεν είναι βιώσιμες και συνήθως αποδεικνύονται βραχύβιες. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί πάλι, επειδή το κοινό έδαφος για πραγματική βελτίωση των σχέσεων δεν έχει βελτιωθεί ουσιαστικά το τελευταίο διάστημα. Ετσι, αυτό που χρειάζεται είναι μια ειλικρινά νέα προσέγγιση στο επίπεδο των διμερών σχέσεων, κάτι που απαιτεί δέσμευση και από τις δύο πλευρές να συνεχίσουν τον διάλογο και σε περιόδους έντασης, να εμπλακούν σε διάλογο προσανατολισμένο σε λύσεις, επιδιώκοντας να επιλύσουν τα επί μακρόν εκκρεμή ζητήματα - από το Αιγαίο, τις μειονότητες και το Σεμινάριο της Χάλκης μέχρι το Κυπριακό. Με τις εκλογές να διεξάγονται σε αμφότερες τις χώρες, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα καθήκον για τις νέες κυβερνήσεις που θα προκύψουν.
-Ο Ekrem Eddy Guzeldere είναι κύριος ερευνητής εξωτερικού, Πρόγραμμα Τουρκίας ΕΛΙΑΜΕΠ
-O Ahmet Erdi Öztürk είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής και Διεθνών Σχέσεων στο London Metropolitan University και ερευνητής εξωτερικού, Πρόγραμμα Τουρκίας ΕΛΙΑΜΕΠ
Του Ekrem Eddy Guzeldere
Μόλις πριν από λίγους μήνες οι σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας ήταν τουλάχιστον τεταμένες. Υπήρχε δε ο φόβος ότι η ανθελληνική ρητορική θα αποτελούσε βασικό συστατικό της προεκλογικής εκστρατείας του προέδρου Ερντογάν και της συμμαχίας ΑΚΡ/ΜΗΡ ενόψει της αναμέτρησης της 14ης Μαΐου, με σκοπό να συσπειρώσουν την εθνικιστική βάση των ψηφοφόρων τους. Μεγάλα τμήματα της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου κόμματος, του CHP, θα συμμετείχαν στην ανθελληνική χορωδία, προσπαθώντας να υπερκεράσουν την κυβέρνηση. Γινόταν λόγος ακόμη και για πιθανές στρατιωτικές συρράξεις στο Αιγαίο ή στη θαλάσσια περιοχή γύρω από την Κύπρο. Ο πρόεδρος Ερντογάν επαναλάμβανε ότι «η Τουρκία θα μπορούσε να έρθει ξαφνικά κάποια νύχτα».
Ο ίδιος Ερντογάν, την 25η Μαρτίου, έγραψε ένα μήνυμα για την εθνική εορτή της Ελλάδας: «Είμαι πεπεισμένος ότι η σχέση και η συνεργασία μεταξύ των χωρών μας θα αναπτυχθεί περαιτέρω με τις κοινές μας προσπάθειες». Ο δε υπουργός Εξωτερικών του, Τσαβούσογλου, συμπλήρωσε την ίδια ημέρα: «Είμαι σίγουρος ότι η καλή γειτονία μεταξύ των δύο χωρών μας θα επικρατήσει στην περίοδο που έχουν μπροστά τους». Εκανε, επίσης, λόγο για «θετική τάση», καταλήγοντας ως εξής στο μήνυμα προς τον έλληνα ομόλογό του Δένδια: «Παρακαλώ, δεχθείτε, εξοχότατε, τις καλύτερες ευχές μου για την προσωπική σας υγεία και ευτυχία, όπως και για την ευδαιμονία και ευημερία του φίλου λαού της Ελλάδας».
Τι συνέβη; Μήπως διπλωματικές πρωτοβουλίες, μεικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές, συνομιλίες σε υψηλό επίπεδο με συγκεκριμένα αποτελέσματα, η επίλυση διμερών ζητημάτων που εκκρεμούν εδώ και καιρό ή άραγε η πίεση της κοινωνίας των πολιτών για τη βελτίωση των σχέσεων; Τίποτε από αυτά. Η αιτία για την ξαφνική βελτίωση των διμερών σχέσεων βρίσκεται στους καταστροφικούς σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου στη Νότια Τουρκία, η αντίδραση της Ελλάδας, η βοήθεια που πρόσφερε με υλικό και ομάδες διάσωσης, καθώς και οι επισκέψεις που πραγματοποίησαν πολύ σύντομα κορυφαίοι πολιτικοί.
Στον απόηχο των σεισμών και της σιδηροδρομικής τραγωδίας στην Ελλάδα στις 28 Φεβρουαρίου, για την ώρα τουλάχιστον, αναλήφθηκαν πρωτοβουλίες που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν αδιανόητες στις διμερείς σχέσεις. Ηδη αναφέραμε τις φιλικές επιστολές που έκαναν μνεία της ανεξαρτησίας της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επιπροσθέτως, οι υπουργοί Εξωτερικών συμφώνησαν να στηρίξουν την υποψηφιότητα της Ελλάδας για τη θέση του μη μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας για την περίοδο 2025-26 και την αντίστοιχη υποψηφιότητα της Τουρκίας για τη Γενική Γραμματεία του Διεθνούς Οργανισμού Ναυσιπλοΐας. Ακόμη, η Τουρκία αποφάσισε να επιτρέψει την έκδοση του πατέρα ενός από τα θύματα του θανατηφόρου σιδηροδρομικού δυστυχήματος, ο οποίος εξέτινε ποινή σε τουρκική φυλακή. Και στις 22 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε στην Αγκυρα μια διπλωματική συνάντηση σε υψηλό επίπεδο, όπου συζητήθηκαν θέματα από την ενέργεια, το εμπόριο, τις κοινωνικές σχέσεις και την περαιτέρω συνεργασία, στο πλαίσιο της τέταρτης συνόδου της πρωτοβουλίας «Θετική Ατζέντα».
Αυτό του οποίου γινόμαστε σήμερα μάρτυρες είναι μια «αναγεννημένη Διπλωματία των Καταστροφών», αντίστοιχη με ό,τι έγινε το 1999 μετά τους σεισμούς εκείνης της χρονιάς, αρχικά στην Τουρκία και, στη συνέχεια, στην Ελλάδα. Τότε, είχαμε δει υπουργούς Εξωτερικών να φυτεύουν ελιές και να χορεύουν μαζί συρτάκι. Είδαμε, όμως, και ότι οι καλές σχέσεις γειτονίας, που οικοδομούνται πάνω στη συμπάθεια για τα θύματα καταστροφών, δεν είναι βιώσιμες και συνήθως αποδεικνύονται βραχύβιες. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί πάλι, επειδή το κοινό έδαφος για πραγματική βελτίωση των σχέσεων δεν έχει βελτιωθεί ουσιαστικά το τελευταίο διάστημα. Ετσι, αυτό που χρειάζεται είναι μια ειλικρινά νέα προσέγγιση στο επίπεδο των διμερών σχέσεων, κάτι που απαιτεί δέσμευση και από τις δύο πλευρές να συνεχίσουν τον διάλογο και σε περιόδους έντασης, να εμπλακούν σε διάλογο προσανατολισμένο σε λύσεις, επιδιώκοντας να επιλύσουν τα επί μακρόν εκκρεμή ζητήματα - από το Αιγαίο, τις μειονότητες και το Σεμινάριο της Χάλκης μέχρι το Κυπριακό. Με τις εκλογές να διεξάγονται σε αμφότερες τις χώρες, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα καθήκον για τις νέες κυβερνήσεις που θα προκύψουν.
-Ο Ekrem Eddy Guzeldere είναι κύριος ερευνητής εξωτερικού, Πρόγραμμα Τουρκίας ΕΛΙΑΜΕΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου