Από "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"
(κύριο θέμα+εσωτερικό ανάπτυγμα)
"ΤΑ NEA/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 01-02/04/23 |
"ΤΑ NEA/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 01-02/04/23 |
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Ολες οι εκλογές έχουν τη σημασία τους, όχι όμως πάντα την ίδια. Υπάρχουν εκλογές που γίνονται σε μια «τρέχουσα» κατάσταση της χώρας, όπου οι συντεταγμένες τής πορείας της είναι δεδομένες. Υπάρχουν άλλες εκλογές που γίνονται σε συνθήκες, αντικειμενικές και υποκειμενικές, πρωτόγνωρες, όπως εκείνες του «εκλογικού σεισμού» του 2012. Οι επερχόμενες εκλογές κινούνται κάπου στη μέση, γιατί από τη μια η χώρα έχει βρει μια ισορροπία αλλά από την άλλη η Ευρώπη, ο κόσμος και η Ελλάδα μαζί τους βιώνουν ένα περιβάλλον αβεβαιότητας, μια μετάβαση ανοιχτή στα πιο αντιθετικά ενδεχόμενα.
Η κοινοβουλευτική τετραετία που κλείνει είχε ξεκινήσει με την αίσθηση της «επιστροφής στην κανονικότητα». Μετά από δέκα χρόνια δραματικής κρίσης, μετά από μια καταστροφική διαδρομή που οι πολιτικές απάτες και αυταπάτες κράτησαν την Ελλάδα, μόνη αυτή, εννιά χρόνια στα Μνημόνια, είχε έρθει η στιγμή μιας ομαλής διακυβέρνησης.
Γρήγορα όμως φάνηκε ότι δεν ήταν η εποχή της κανονικότητας, αλλά η περίοδος της «μονιμοκρίσης» ή των πολυκρίσεων αν θέλουμε έναν πιο εύηχο όρο. Πανδημία, κρίση στον Εβρο, Μεταναστευτικό, ελληνοτουρκική ένταση, πόλεμος στην Ουκρανία, ενεργειακή κρίση, πληθωριστικές εντάσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην τωρινή τετραετία των πολυκρίσεων η Ελλάδα τα πήγε πολύ καλύτερα, συγκριτικά με την περίοδο 2016-2019 των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, η κυβερνητική διαχείριση στάθηκε σαφώς επιτυχέστερη και η κοινωνία ωριμότερη.
Γι' αυτό άλλωστε οι καταστροφολογικές κραυγές δεν βοήθησαν την αξιωματική αντιπολίτευση. Από την άλλη, η κυβέρνηση υπερεκτίμησε την υπεροχή της, ξεχνώντας πόσο ασταθής είναι η πορεία εκσυγχρονισμού αυτής της χώρας και πώς απρόβλεπτα γεγονότα, όπως το δυστύχημα του τρένου, αποκαλύπτουν χρόνιες υστερήσεις και πρόσφατες αβελτηρίες. Πόσω μάλλον που αυτές δεν αντιμετωπίστηκαν τολμηρά και δραστικά. Με αυτό το μείγμα απολογισμών, βιωμάτων και συναισθημάτων πηγαίνουμε στις εκλογές.
Πέρα όμως από το παρελθόν, υπάρχει το μέλλον που προειδοποιεί με δύο τρόπους. Οι πολυκρίσεις θυμίζουν ότι κινούμαστε σε μια νέα εποχή με κύριο χαρακτηριστικό την αβεβαιότητα. Επίσης, σχεδόν όλες οι κρίσεις είχαν διεθνή χαρακτήρα και καθεμία συμπαρέσερνε με διαφορετικό τρόπο τη χώρα, υποδηλώνοντας ότι η σχέση εθνικού - υπερεθνικού έχει αλλάξει ριζικά. Σε αυτή την προοπτική, η Ελλάδα καλείται να προσαρμοστεί με στόχο να αυξήσει την ανθεκτικότητά της και να βελτιώσει τη θέση στη διεθνή σκηνή. Στην πραγματικότητα, είναι ένα ραντεβού με μια νέα εποχή, ένα σημείο καμπής από το οποίο κρίνεται η τύχη της χώρας για μεγάλο διάστημα. Σε τέτοιες στιγμές, προέχει η διαυγής πολιτική και οι καθαρές πολιτικές επιλογές.
Πέρα όμως από το παρελθόν, υπάρχει το μέλλον που προειδοποιεί με δύο τρόπους. Οι πολυκρίσεις θυμίζουν ότι κινούμαστε σε μια νέα εποχή με κύριο χαρακτηριστικό την αβεβαιότητα. Επίσης, σχεδόν όλες οι κρίσεις είχαν διεθνή χαρακτήρα και καθεμία συμπαρέσερνε με διαφορετικό τρόπο τη χώρα, υποδηλώνοντας ότι η σχέση εθνικού - υπερεθνικού έχει αλλάξει ριζικά. Σε αυτή την προοπτική, η Ελλάδα καλείται να προσαρμοστεί με στόχο να αυξήσει την ανθεκτικότητά της και να βελτιώσει τη θέση στη διεθνή σκηνή. Στην πραγματικότητα, είναι ένα ραντεβού με μια νέα εποχή, ένα σημείο καμπής από το οποίο κρίνεται η τύχη της χώρας για μεγάλο διάστημα. Σε τέτοιες στιγμές, προέχει η διαυγής πολιτική και οι καθαρές πολιτικές επιλογές.
Εχω υποστηρίξει (Η Ελλάδα, μια χώρα παραδόξως νεωτερική, εκδ. Πόλις, 2019) ότι, ιστορικά, προωθητικές δυνάμεις για τον εκσυγχρονισμό της χώρας στάθηκαν πρωτίστως η πολιτική, η γεωπολιτική, η ποιότητα των Ηγεσιών και οι νεωτερικοί Θεσμοί που συνήθως λειτούργησαν σαν αγωγοί των καλών διεθνών πρακτικών και λειτουργιών που υπερέβαιναν τις δυνατότητες της κοινωνίας. Τα μορφωμένα μεσαία στρώματα έπαιξαν επίσης τον ρόλο του καλού αγωγού.
Κατ' αντίθεση, η οικονομία, ο καπιταλισμός και η βιομηχανία συνεισέφεραν λιγότερο, καθώς δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τη μικρή παραγωγική κλίμακα. Με αυτή τη δομή, η Ελλάδα ακολούθησε μια catch up στρατηγική, δηλαδή «να φτάσει την Ευρώπη» και γενικότερα τις πιο αναπτυγμένες χώρες, τις οποίες θεωρούσε «πρότυπα» αλλά και «συγγενείς» γιατί αισθανόταν ότι μετείχε του ίδιου πολιτισμού. Παρά τις περιοδικές εθνικές γκρίνιες και αυτομαστιγώσεις, η ελληνική κοινωνία έδειξε συνήθως δεκτικότητα, ο εκάστοτε εκσυγχρονισμός μπορεί να γινόταν με σκαμπανεβάσματα, αλλά ως τώρα μας ενέταξε μάλλον στους ωφελημένους της νεωτερικότητας.
Χρειάζεται να θυμόμαστε αυτό το παρελθόν για να κρίνουμε τη βαρύτητα των σημερινών διακυβευμάτων και για να δούμε τις μεταβολές του παρόντος. Μπροστά μας ορθώνονται οι μεγάλες προκλήσεις, απειλές ή ευκαιρίες, όπως προτιμάτε, της νέας εποχής. Η νέα παγκόσμια γεωπολιτική που μπορεί να πάρει τη μορφή του ψυχρού πολέμου ή να οδηγήσει στην υποβάθμιση της Ευρώπης. Η κλιματική αλλαγή που ήδη εξελίσσεται και απειλεί ιδιαιτέρως τη Μεσόγειο. Η δημογραφική γήρανση που ναρκοθετεί τα συστήματα πρόνοιας. Ο παραγωγικός μετασχηματισμός και οι αλλαγές στην απασχόληση που φέρνουν η τεχνολογική επανάσταση και η τεχνητή νοημοσύνη. Η αλλαγή στην εκπαίδευση και στην προετοιμασία του ανθρώπινου δυναμικού για να ανταποκριθεί στις νέες παραγωγικές διαδικασίες.
Ολα αυτά δεν είναι σκηνές από το μέλλον, αλλά φαινόμενα που ήδη εξελίσσονται, και συνήθως συσκοτίζονται από τις επικοινωνιακές τιποτολογίες και τις ασήμαντες κομματικές αψιμαχίες. Ουσιαστικά είναι ο νέος κόσμος τον οποίο ήδη αγωνιζόμαστε να παρακολουθήσουμε, κάνοντας ως έναν βαθμό αυτό που πάντα κάναμε: «κυνηγάμε ή μιμούμαστε τους πιο αναπτυγμένους». Δεν είναι λίγο γιατί την περασμένη δεκαετία της κρίσης χάσαμε πολύ έδαφος. Τώρα η οικονομία, οι επενδύσεις και η απασχόληση ανακάμπτουν συγκριτικά γρηγορότερα, αλλά η απώλεια δεν έχει καλυφθεί, ιδίως στα εισοδήματα. Ο παλιός όμως τρόπος δεν φτάνει, γιατί η σχέση μας με την Ευρώπη έχει αλλάξει υπαρξιακά.
Χρειάζεται να θυμόμαστε αυτό το παρελθόν για να κρίνουμε τη βαρύτητα των σημερινών διακυβευμάτων και για να δούμε τις μεταβολές του παρόντος. Μπροστά μας ορθώνονται οι μεγάλες προκλήσεις, απειλές ή ευκαιρίες, όπως προτιμάτε, της νέας εποχής. Η νέα παγκόσμια γεωπολιτική που μπορεί να πάρει τη μορφή του ψυχρού πολέμου ή να οδηγήσει στην υποβάθμιση της Ευρώπης. Η κλιματική αλλαγή που ήδη εξελίσσεται και απειλεί ιδιαιτέρως τη Μεσόγειο. Η δημογραφική γήρανση που ναρκοθετεί τα συστήματα πρόνοιας. Ο παραγωγικός μετασχηματισμός και οι αλλαγές στην απασχόληση που φέρνουν η τεχνολογική επανάσταση και η τεχνητή νοημοσύνη. Η αλλαγή στην εκπαίδευση και στην προετοιμασία του ανθρώπινου δυναμικού για να ανταποκριθεί στις νέες παραγωγικές διαδικασίες.
Ολα αυτά δεν είναι σκηνές από το μέλλον, αλλά φαινόμενα που ήδη εξελίσσονται, και συνήθως συσκοτίζονται από τις επικοινωνιακές τιποτολογίες και τις ασήμαντες κομματικές αψιμαχίες. Ουσιαστικά είναι ο νέος κόσμος τον οποίο ήδη αγωνιζόμαστε να παρακολουθήσουμε, κάνοντας ως έναν βαθμό αυτό που πάντα κάναμε: «κυνηγάμε ή μιμούμαστε τους πιο αναπτυγμένους». Δεν είναι λίγο γιατί την περασμένη δεκαετία της κρίσης χάσαμε πολύ έδαφος. Τώρα η οικονομία, οι επενδύσεις και η απασχόληση ανακάμπτουν συγκριτικά γρηγορότερα, αλλά η απώλεια δεν έχει καλυφθεί, ιδίως στα εισοδήματα. Ο παλιός όμως τρόπος δεν φτάνει, γιατί η σχέση μας με την Ευρώπη έχει αλλάξει υπαρξιακά.
Δεν φύγαμε ευτυχώς από αυτήν στην τραγική περίοδο 2010-2015, «μείναμε Ευρώπη» χάρη στους αγώνες της φιλευρωπαϊκής παράταξης της κοινωνίας, τώρα «είμαστε Ευρώπη» και μάλιστα χώρα - σύνορο. Ομως η Ευρώπη δεν είναι πια ένα εξωτερικό δεδομένο στο οποίο θέλουμε να φτάσουμε. Είναι μια ζωντανή οντότητα την οποία συνδιαμορφώνουμε με τους άλλους εταίρους, και μάλιστα μια οντότητα σε δοκιμασία, που αναζητά τον δικό της ρόλο σε έναν κόσμο που έχει γίνει πιο δύσκολος γι' αυτήν.
Η αλλαγή της σχέσης δεν είναι απλώς θεσμική - οικονομική, είναι ταυτοτική. Μεταλλάσσει αργόσυρτα την ίδια την εθνική ταυτότητα αναπλάθοντας στο εσωτερικό της τη σχέση ελληνικότητας και ευρωπαϊκότητας, γεγονός που έχει πολλαπλές επιπτώσεις και που σίγουρα ενισχύει το μεταρρυθμιστικό δυναμικό της χώρας.
Από μόνο του βεβαίως δεν φτάνει. Οπως δεν φτάνει και ο «από τα πάνω εκσυγχρονισμός», ο σωστός γενικός πολιτικός προσανατολισμός, οι ορθές κεντρικές επιλογές, που θεωρητικά δίνουν κατεύθυνση στα υποσυστήματα του κράτους και της κοινωνίας. Ολα αυτά είναι απαραίτητα και αν δεν υπάρξουν η χώρα θα οπισθοδρομήσει πάλι. Ομως δεν είναι αρκετά. Χρειαζόμαστε πια έναν συστημικό και αναστοχαστικό εκσυγχρονισμό. Συστημικό με την έννοια ότι πρέπει να εξαπλωθεί στο ενδιάμεσο θεσμικό - διοικητικό επίπεδο που κείται μεταξύ ηγεσίας και κοινωνίας. Εκεί θα κριθεί η μεταρρυθμιστική έφεση της εξουσίας που θα προκύψει από τις εκλογές. Η ικανότητά της να κινητοποιεί και να εξοπλίζει μεταρρυθμιστικές δυνάμεις οι οποίες θα ανατρέπουν τις ισορροπίες της αδράνειας, της διαπλοκής και της προσοδοκρατίας που σήμερα κυριαρχούν στα διάφορα υποσυστήματα. Χρειαζόμαστε τον αναστοχαστικό εκσυγχρονισμό, με την έννοια ότι εξετάζει και επανεξετάζει τα ηθικά, ιδεολογικά και ιστορικά επιχειρήματα της μεταρρυθμιστικής πολιτικής ώστε να δημιουργεί ευρύτερες συναινέσεις και ηγεμονίες.
Ολα αυτά ακούγονται σήμερα ευχολόγια, καθώς το πρωταρχικό ζήτημα είναι αν τους επόμενους μήνες θα επιβιώσει η πολιτική του εκλογικού εκτραχηλισμού. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου οι προκλήσεις είναι ικανές να σκιαγραφήσουν ανεπαισθήτως μια ελπιδοφόρα «εικόνα της Ελλάδας» σε έναν κόσμο ταραγμένο και μεταβαλλόμενο.
-Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΦΛΩΡΙΔΗ
Με τις δηλώσεις των κομμάτων όταν οριστικοποιήθηκε η ημερομηνία των εκλογών και την προηγηθείσα τοποθέτηση του Ν. Ανδρουλάκη ότι δεν πρόκειται να συμβάλει σε κυβέρνηση συνεργασίας αποσαφηνίστηκε το πολιτικό πλαίσιο της αντιπαράθεσης των βασικών κομμάτων της αντιπολίτευσης, που δεν είναι άλλο από την ομολογημένη πια επιδίωξη «να φύγει ο Μητσοτάκης». Προσοχή εδώ: όχι να φύγει απαραίτητα η ΝΔ, αλλά ο Μητσοτάκης!
Ετσι, διαμορφώνεται μια πρώτη συγκολλητική ύλη των βασικών κομμάτων της αντιπολίτευσης, που δεν είναι άλλη από τον «αντιμητσοτακισμό»!
Το περίφημο πια «ούτε… ούτε…» του Ν. Ανδρουλάκη αποκαλύπτεται ως ένα και μοναδικό «ούτε». Ενα ξεκάθαρο «όχι« στη μετεκλογική συνεργασία με τον Μητσοτάκη, αν αυτή η συνεργασία απαιτηθεί από τους εκλογικούς συσχετισμούς.
Ενώ και ο Α. Τσίπρας, κατανοώντας ότι δεν μπορεί να διεκδικήσει την πρωτιά στις εκλογές, έχει κάνει εδώ και καιρό σημαία τη με κάθε τρόπο απαλλαγή από τον Μητσοτάκη, μιλώντας για «προοδευτική» κυβέρνηση άνευ, βεβαίως, προοδευτικού περιεχομένου.
Αυτές οι δύο τοποθετήσεις υποστηρίζονται και από μια συνοδοιπορία πολιτικών ορφανών της δημόσιας σκηνής, ένα τμήμα της ολιγαρχίας που επιδιώκει να πάρει μερίδιο στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας και από μια μερίδα της λεγόμενης διανόησης, η οποία δεν μπορεί ν' αξιολογήσει πολιτικά το μείζον και το έλασσον στην πορεία της χώρας.
Από την άλλη πλευρά, η πολιτική αναμέτρηση οδηγείται, κατ' αρχάς, στο πεδίο που ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης επέλεξε από καιρό: Το εκλογικό δίλημμα προς τους πολίτες να είναι «Μητσοτάκης ή Τσίπρας;». Ομως αυτό, ειδικά μετά την τραγωδία των Τεμπών, αναζητεί σύγχρονο περιεχόμενο.
Από μόνο του βεβαίως δεν φτάνει. Οπως δεν φτάνει και ο «από τα πάνω εκσυγχρονισμός», ο σωστός γενικός πολιτικός προσανατολισμός, οι ορθές κεντρικές επιλογές, που θεωρητικά δίνουν κατεύθυνση στα υποσυστήματα του κράτους και της κοινωνίας. Ολα αυτά είναι απαραίτητα και αν δεν υπάρξουν η χώρα θα οπισθοδρομήσει πάλι. Ομως δεν είναι αρκετά. Χρειαζόμαστε πια έναν συστημικό και αναστοχαστικό εκσυγχρονισμό. Συστημικό με την έννοια ότι πρέπει να εξαπλωθεί στο ενδιάμεσο θεσμικό - διοικητικό επίπεδο που κείται μεταξύ ηγεσίας και κοινωνίας. Εκεί θα κριθεί η μεταρρυθμιστική έφεση της εξουσίας που θα προκύψει από τις εκλογές. Η ικανότητά της να κινητοποιεί και να εξοπλίζει μεταρρυθμιστικές δυνάμεις οι οποίες θα ανατρέπουν τις ισορροπίες της αδράνειας, της διαπλοκής και της προσοδοκρατίας που σήμερα κυριαρχούν στα διάφορα υποσυστήματα. Χρειαζόμαστε τον αναστοχαστικό εκσυγχρονισμό, με την έννοια ότι εξετάζει και επανεξετάζει τα ηθικά, ιδεολογικά και ιστορικά επιχειρήματα της μεταρρυθμιστικής πολιτικής ώστε να δημιουργεί ευρύτερες συναινέσεις και ηγεμονίες.
Ολα αυτά ακούγονται σήμερα ευχολόγια, καθώς το πρωταρχικό ζήτημα είναι αν τους επόμενους μήνες θα επιβιώσει η πολιτική του εκλογικού εκτραχηλισμού. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου οι προκλήσεις είναι ικανές να σκιαγραφήσουν ανεπαισθήτως μια ελπιδοφόρα «εικόνα της Ελλάδας» σε έναν κόσμο ταραγμένο και μεταβαλλόμενο.
-Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
"ΤΑ NEA/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 01-02/04/23 |
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΦΛΩΡΙΔΗ
Με τις δηλώσεις των κομμάτων όταν οριστικοποιήθηκε η ημερομηνία των εκλογών και την προηγηθείσα τοποθέτηση του Ν. Ανδρουλάκη ότι δεν πρόκειται να συμβάλει σε κυβέρνηση συνεργασίας αποσαφηνίστηκε το πολιτικό πλαίσιο της αντιπαράθεσης των βασικών κομμάτων της αντιπολίτευσης, που δεν είναι άλλο από την ομολογημένη πια επιδίωξη «να φύγει ο Μητσοτάκης». Προσοχή εδώ: όχι να φύγει απαραίτητα η ΝΔ, αλλά ο Μητσοτάκης!
Ετσι, διαμορφώνεται μια πρώτη συγκολλητική ύλη των βασικών κομμάτων της αντιπολίτευσης, που δεν είναι άλλη από τον «αντιμητσοτακισμό»!
Το περίφημο πια «ούτε… ούτε…» του Ν. Ανδρουλάκη αποκαλύπτεται ως ένα και μοναδικό «ούτε». Ενα ξεκάθαρο «όχι« στη μετεκλογική συνεργασία με τον Μητσοτάκη, αν αυτή η συνεργασία απαιτηθεί από τους εκλογικούς συσχετισμούς.
Ενώ και ο Α. Τσίπρας, κατανοώντας ότι δεν μπορεί να διεκδικήσει την πρωτιά στις εκλογές, έχει κάνει εδώ και καιρό σημαία τη με κάθε τρόπο απαλλαγή από τον Μητσοτάκη, μιλώντας για «προοδευτική» κυβέρνηση άνευ, βεβαίως, προοδευτικού περιεχομένου.
Αυτές οι δύο τοποθετήσεις υποστηρίζονται και από μια συνοδοιπορία πολιτικών ορφανών της δημόσιας σκηνής, ένα τμήμα της ολιγαρχίας που επιδιώκει να πάρει μερίδιο στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας και από μια μερίδα της λεγόμενης διανόησης, η οποία δεν μπορεί ν' αξιολογήσει πολιτικά το μείζον και το έλασσον στην πορεία της χώρας.
Από την άλλη πλευρά, η πολιτική αναμέτρηση οδηγείται, κατ' αρχάς, στο πεδίο που ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης επέλεξε από καιρό: Το εκλογικό δίλημμα προς τους πολίτες να είναι «Μητσοτάκης ή Τσίπρας;». Ομως αυτό, ειδικά μετά την τραγωδία των Τεμπών, αναζητεί σύγχρονο περιεχόμενο.
Το αίτημα να «φύγει ο Μητσοτάκης» πρέπει να συνοδευτεί από μια ξεκάθαρη πρόταση: «Ποιος»; Ποιος με ποιο σχέδιο και με ποια ομάδα θα οδηγήσει τη χώρα στις αναγκαίες αλλαγές; Να σηκώσει το χέρι του καθαρά, να τον δούμε και ν' αποφασίσουμε. Το ευτύχημα είναι ότι γνωριζόμαστε πλέον καλά μεταξύ μας. Και κυρίως, αυτοί που διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο στις ερχόμενες εκλογές έχουν όλοι κυβερνήσει και επομένως μπορούν ν' αξιολογηθούν συγκριτικά για τα πεπραγμένα τους. Ομως αυτοί που σίγουρα θα είναι χαμένοι είναι εκείνοι που η πρότασή τους οδηγεί σε ακυβερνησία, αστάθεια και χάοςΚάποιες χρόνιες αδυναμίες στη λειτουργία του κράτους που αναδείχτηκαν με αφορμή αυτή την τραγωδία οδηγούν την κοινωνία να απαιτεί ένα σχέδιο για τον εκσυγχρονισμό των καθυστερημένων πλευρών της χώρας, ώστε αυτές να εναρμονιστούν με τις πιο σύγχρονες επιδόσεις της.
Η εκλογική αντιπαράθεση μπορεί να αποκτήσει νόημα μόνο όταν παρουσιαστούν σχέδια για την ανάταξη των βασικών παθογενειών. Οταν η αξιοκρατία, η αξιολόγηση, ο διαρκής έλεγχος, ο μετρήσιμος απολογισμός των υπηρεσιών του κράτους αποκτήσουν ουσιαστικό περιεχόμενο και, κυρίως, θα οδηγούν στην εμπέδωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο κράτος.
Η κοινωνία εμφανίζει σοβαρά ρήγματα συνοχής, που δεν έχουν κατ' ανάγκη οικονομικά αίτια. Βασικές αξίες είναι σε σαφή υποχώρηση παντού. Η εκτεταμένη παραβατικότητα και η αίσθηση ατιμωρησίας σε όλα τα επίπεδα εντείνουν όχι απλά το αίσθημα ανασφάλειας, αλλά την αγωνία για το μέλλον της χώρας. Η αίσθηση ότι το παιχνίδι για την ελληνική κοινωνία είναι χαμένο και ότι, τελικά, τίποτα δεν μπορεί να γίνει εξαπλώνεται επικίνδυνα.
Η χώρα δεν μπορεί να πορεύεται χωρίς αναμμένους φάρους και με σβηστούς κινητήρες, πολύ περισσότερο όταν η παγκόσμια αλλά και η περιφερειακή γεωπολιτική αστάθεια είναι έντονη, ενώ η διεθνής οικονομική αναταραχή δεν λέει να κοπάσει.
Αν αυτά ισχύουν, το αίτημα να «φύγει ο Μητσοτάκης» πρέπει να συνοδευτεί από μια ξεκάθαρη πρόταση: «Ποιος»; Ποιος με ποιο σχέδιο και με ποια ομάδα θα οδηγήσει τη χώρα στις αναγκαίες αλλαγές; Να σηκώσει το χέρι του καθαρά, να τον δούμε και ν' αποφασίσουμε.
Το ευτύχημα είναι ότι γνωριζόμαστε πλέον καλά μεταξύ μας. Και κυρίως, αυτοί που διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο στις ερχόμενες εκλογές έχουν όλοι κυβερνήσει και επομένως μπορούν ν' αξιολογηθούν συγκριτικά για τα πεπραγμένα τους. Ομως αυτοί που σίγουρα θα είναι χαμένοι είναι εκείνοι που η πρότασή τους οδηγεί σε ακυβερνησία, αστάθεια και χάος.
-Ο Γιώργος Φλωρίδης είναι πρώην υπουργός
Εκλογές: Τα 2+1 σενάρια ακυβερνησίας
Στη ΝΔ στηρίζουν τον σχεδιασμό στη διατήρηση της εικόνας πολιτικής υπεροχής, οι αριθμοί ωστόσο παραμένουν… αμείλικτοι
ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΔΗΜΟΥ
Οροι και προϋποθέσεις, διαχωριστές γραμμές και σκληρή ρητορική μαζί με σενάρια ακυβερνησίας συνθέτουν το προεκλογικό τοπίο έντασης, στο οποίο κινούνται οι πολιτικοί αρχηγοί, αφήνοντας οριστικά πίσω τούς ήπιους τόνους που είχε επιβάλει η τραγωδία των Τεμπών. Η αναγγελία του Κυριάκου Μητσοτάκη για κάλπες στις 21 Μαΐου και πιθανότατα για δεύτερη αναμέτρηση στις 2 Ιουλίου απελευθέρωσε τις εκστρατείες των κομμάτων. Στη ΝΔ στηρίζουν τον σχεδιασμό στη διατήρηση της εικόνας πολιτικής υπεροχής, καθώς έστω και με τις δεδομένες απώλειες παραμένει δημοσκοπικά πρώτο κόμμα. Οι αριθμοί ωστόσο παραμένουν… αμείλικτοι και αναδεικνύουν γκρίζες ζώνες στο πολιτικό σκηνικό επτά εβδομάδες πριν από την αναμέτρηση.
Με την απλή αναλογική ο απαιτούμενος πήχης της αυτοδυναμίας τοποθετείται στο 46+% – 47+% εφόσον το ποσοστό της μη αντιπροσωπευόμενης ψήφου ανέλθει σε 6% – 8%. Για την ακρίβεια στις εκλογές του 2019 αυτό ήταν 8%, άρα, εφόσον αυτό επαναληφθεί, στην επικείμενη αναμέτρηση χρειάζεται 46,2% στην πρώτη κάλπη και 38% στη δεύτερη για οριακή πλειοψηφία 151 εδρών. Οσο περισσότερα κόμματα πιάσουν το όριο του 3% για είσοδο στη Βουλή τόσο δυσχεραίνει ο στόχος της αυτοδυναμίας. Είναι ενδεικτικό ότι απαιτούνται ποσοστά της τάξης του 45+% στην πρώτη κάλπη αλλά και 37,5% στη δεύτερη με ένα μεγάλο ποσοστό (στο 10%) των εκτός Βουλής σχηματισμών. Εξού και όλοι σημαδεύουν την πρώτη αναμέτρηση: είναι η κάλπη που θα απαντήσει στα κρίσιμα ερωτήματα (ποιος είναι πρώτος και με ποια διαφορά, αν υπάρχει προοπτική αυτοδυναμίας, ποια είναι η δυναμική του δεύτερου και του τρίτου), κρίνοντας το πόσο ανέφελη ή πιεσμένη θα είναι η ανάληψη ευθύνης για τα επόμενα βήματα.
Τα τρία πιθανά αδιέξοδα
Στον ορίζοντα υπάρχουν τρία σενάρια αδιεξόδου. Το πρώτο αφορά τη μη επίτευξη πλειοψηφίας 151 εδρών, ούτε με κυβέρνηση «ηττημένων», δεδομένου ότι μόνο ένας μεγάλος συνασπισμός ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ θα έβγαινε αριθμητικά αλλά δεν στέκεται… πολιτικά. Ενδεχόμενη σύμπραξη τριών, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και ΜέΡΑ25, δεν φαίνεται να αρκεί ούτε στην πρώτη ούτε στη δεύτερη κάλπη με τα σημερινά δεδομένα. Με βάση την πρόθεση ψήφου από την τελευταία δημοσκόπηση της GPO, θα κατανέμονταν σε ένα τέτοιο σχήμα 147 έδρες στην πρώτη Κυριακή και 127 έδρες στη δεύτερη.
Αλλο σενάριο είναι να προκύπτει στην πρώτη κάλπη πλειοψηφία ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, αλλά να μην την προκρίνουν οι αρχηγοί. Ηδη ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει θέσει όρους, που δεν γίνονται αποδεκτοί από τους πολιτικούς αντιπάλους του – κυρίως αυτόν για «τρίτο πολιτικό πρόσωπο» στην πρωθυπουργία, εκτός Μητσοτάκη και Αλέξη Τσίπρα. Τα ποσοστά του καθενός, ακριβέστερα η επίτευξη του μίνιμουμ των στόχων, θα καθορίσουν το εύρος της… ευχέρειάς τους. Είναι διαφορετικό για τη ΝΔ να δει επιδόσεις 30% – 33% στις 21 Μαΐου που θα συνοδεύονταν από προβληματισμούς για τη μετεκλογική στρατηγική και διαφορετικό να πιάσει άνω του 34%. Αυτό θα ερμηνευόταν ως ασφαλής τροχιά αυτοδυναμίας και είναι βέβαιο ότι η ΝΔ δεν θα επεδίωκε την παραμικρή συνεννόηση, προσφεύγοντας εκ νέου σε κάλπες.
Το τρίτο σενάριο αφορά τυχόν ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών με πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος θεωρεί εφικτή την «πολιτική αλλαγή» και πιστεύει ότι η συζήτηση περί αυτοδυναμίας έχει οριστικά τελειώσει. Ομως αφενός κάτι τέτοιο προς το παρόν δημοσκοπικά δεν φαίνεται ρεαλιστικό, αφετέρου όσο κι αν η Κουμουνδούρου ζητάει «προοδευτική διακυβέρνηση», οι όροι του ενός προσκρούουν στις προϋποθέσεις του άλλου.
Προσεκτικά στην «κανονικότητα»
Σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση πιάνουν σταδιακά το νήμα της προεκλογικής «κανονικότητας» από εκεί που το άφησαν στο τέλος Φεβρουαρίου. Η τακτική δείχνει κοινή για τον Μητσοτάκη και τον Τσίπρα, σε ό,τι αφορά την απόφαση να βρίσκονται διαρκώς στο κάδρο μπροστά σε πολίτες και την αγωνία τους για… προσεκτικές εξόδους σε όσο το δυνατόν πιο προστατευμένο περιβάλλον. Λέει πολλά ο τρόπος που κινήθηκε το Μαξίμου τις τελευταίες 14 ημέρες. Η πρώτη εξόρμηση ήταν στο Μαρούσι (στον νεοδημοκρατικά οργανωμένο Βόρειο Τομέα), με προετοιμασία ανάμεσα στα κεντρικά και τους τοπικούς πυρήνες ώστε να προκύψει «μετρημένη» εικόνα: να διασφαλιστεί η παρουσία κόσμου αλλά να αποφευχθούν υπερβολές και επιπλέον να μηδενιστεί ο κίνδυνος διαμαρτυριών μόλις 18 μέρες μετά τα Τέμπη. Ακολούθησε η πρώτη εκτός Αττικής περιοδεία στη Λαμία, με στόχο να δοθεί στίγμα νέας περιόδου, η αποκάλυψη του εκλογικού ορίζοντα και οι επισκέψεις σε άλλα τρία σημεία με ισχυρή γαλάζια παρουσία: Γλυφάδα, Ανατολική Αττική και Εβρος – μία από τις περιφέρειες στις οποίες θα είναι υποψήφιος ο Πρωθυπουργός. Οι «δύσκολοι» σταθμοί έπονται – για παράδειγμα, η περιφέρεια Ιωαννίνων, την οποία η ΝΔ κέρδισε το 2019 οριακά, με κάτι παραπάνω από μία ποσοστιαία μονάδα.
Τα ψηφοδέλτια η πρώτη εκκρεµότητα
Πέρα από τις «ζυγισμένες» εξορμήσεις, η εμπέδωση προεκλογικών ρυθμών περνά από άλλους δύο δρόμους. Ο ένας είναι το κλείσιμο εκκρεμοτήτων, με πρώτα τα ψηφοδέλτια. Ο κύριος όγκος τους θα αποκαλυφθεί έως το τέλος της ερχόμενης εβδομάδας. Ηδη ξεκαθαρίζονται «προβληματικές» περιπτώσεις, όπως αυτή του Θέμη Χειμάρρα, για τον οποίο η έκβαση της έρευνας θα δείξει εάν θα κατέβει στη Φθιώτιδα. Ταυτόχρονα εξελίσσεται αγωνιώδης αναζήτηση «καλών» γυναικείων υποψηφιοτήτων ή το ζύγισμα συγκεκριμένων γυναικών προκειμένου να καλυφθούν (τα αρκετά) κενά: στην Εύβοια όπου θα αντικατασταθεί η Σοφία Νικολάου, σε Αρκαδία, Κορινθία, Αρτα, Πρέβεζα κ.ά. Σε εκκρεμότητα μένει επιπλέον η μετάβαση του Μητσοτάκη στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου ο ίδιος θα ανακοίνωνε από τις αρχές Μαΐου ότι θα ηγηθεί του ψηφοδελτίου, συμπληρώνοντας έτσι την τριάδα των περιφερειών – μαζί με τον Δυτικό Τομέα και τον Εβρο.
Το τριήµερο 22-24 Απριλίου
Ο άλλος δρόμος της «κανονικότητας» αφορά τη… μεταπασχαλινή περίοδο. Αυτή θα ανοίξει έπειτα από το τριήμερο 22-24 Απριλίου, καθώς εκείνο το Σαββατοκύριακο ή τη Δευτέρα σκοπεύει ο Πρωθυπουργός να επισκεφθεί την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Τότε θα εκκινήσουν προεκλογικές συγκεντρώσεις με αφετηρία για τη ΝΔ τη Δυτική Αθήνα, θα παρουσιαστεί το εκλογικό σύνθημα που θα διαδεχθεί το σημερινό «Σταθερά – Τολμηρά – Μπροστά» και θα παρουσιαστούν οι προγραμματικές προτάσεις της τετραετίας 2023 – 2027.
"ΤΑ NEA/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 01-02/04/23 |
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ Ν. ΜΑΝΙΑΤΗ
ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ συμφώνησαν σε κάτι την εβδομάδα που πέρασε: Πως ο αρχηγός του πρώτου κόμματος θα είναι και ο Πρωθυπουργός και αυτός θα είναι είτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης είτε ο Αλέξης Τσίπρας. Και αυτό ήταν μια άμεση απάντηση στη «ζαριά» του Νίκου Ανδρουλάκη για τον άγνωστο Χ Πρωθυπουργό που θα επιβάλει ένας ισχυρός τρίτος πόλος (δηλ. το ΠΑΣΟΚ).
Από τη μεριά της Κουμουνδούρου βλέπουμε αυτές τις ημέρες να επαναλαμβάνουν τη στρατηγική του πρώτου κόμματος, τη σύγκλιση των προοδευτικών δυνάμεων και τις δυνατότητες που διαμορφώνει η απλή αναλογική της πρώτης κάλπης. Ακόμη και εσωτερικοί αντίπαλοι του Αλ. Τσίπρα υπογραμμίζουν τον ίδιο ως επικεφαλής αυτής της ανατροπής και μάλιστα με σαφήνεια.
Ξορκίζουν δε τον άγνωστο Χ ως πρόσωπο που θα προέλθει από «μεταδημοκρατικές διαδικασίες», που δεν θα σέβεται εν συνόλω τη λαϊκή βούληση, συχνά δείχνουν σε άλλες πολιτικές περιόδους με τεχνοκράτες ή μη πολιτικά πρόσωπα που ηγήθηκαν της χώρας. Εδώ στον πυρήνα θα έλεγε κάποιος πως υπάρχει η στρατηγική της αυτονομίας της πολιτικής έναντι σεναρίων άλλων κύκλων. Το ΠΑΣΟΚ θα έλεγε πως απλώς οι δύο μεγάλοι πόλοι του πολιτικού συστήματος επιλέγουν ο ένας τον άλλον για το προεκλογικό τάνγκο.
Σήμερα και στις λιγότερο από 50 ημέρες που απομένουν για την κάλπη, ο ΣΥΡΙΖΑ παίζει το χαρτί της κυβέρνησης συνεργασίας που θα επιφέρει σταθερότητα και αποκατάσταση των ανισοτήτων, δημοκρατία και κράτος δικαίου. Μια κυβέρνηση «νικητών» όπως λένε πια όλα τα κορυφαία στελέχη του, δηλαδή με πρώτο κόμμα το δικό τους και άρα με επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα. Κανένα άλλο σενάριο δεν βλέπουν και δεν θέλουν τώρα, αφού σε αυτή την οδό βλέπουν και την ίδια την πολιτική επιβίωση, τη δική τους.Στον ΣΥΡΙΖΑ βλέπουν πως ένα ενδεχόμενο αγνώστου Χ όπου ο εταίρος ΠΑΣΟΚ θα μπορεί να επιβάλει (προφανώς με την προϋπόθεση πως η Χαριλάου Τρικούπη θα πάει σε καλό διψήφιο) ρευστοποιεί και το ίδιο το κόμμα τους, διαμορφώνει έναν πολιτικό κύκλο χωρίς τον Τσίπρα. Τυπικά ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν έχει πει κάτι πέραν της λογικής. Αν λάβει διερευνητική εντολή το κόμμα του, θα αναζητήσει συναινέσεις με τον πρώτο για πρόσωπο κοινής αποδοχής. Δεν θα επιβάλει ή δεν μπορεί να τον κάνει Πρωθυπουργό. Μπορεί να συνδιαμορφώσει την επόμενη ημέρα της χώρας (πάντα επαναλαμβάνουμε με την προϋπόθεση του ισχυρού διψήφιου ποσοστου).
Πυρά κατά ΠΑΣΟΚ
Η λογική της σοβαρής σφήνας στον δικομματισμό είναι εύλογη. Η ΝΔ απαντά με το αφήγημα της αυτοδυναμίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ με αυτό της προοδευτικής διακυβέρνησης. Και τα δύο τελευταία έχουν ως όρο την πρωτιά του κάθε κόμματος. Ετσι, εδώ εγγράφονται και τα πρώτα πυρά κατά του ΠΑΣΟΚ από ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Η ΝΔ πιο σκληρά. Η Κουμουνδούρου πιο στοχευμένα πυρά λόγω και όμορης δεξαμενής των δύο κομμάτων. Τον τόνο έδωσε ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας από το συνέδριο του ΕΝΑ: «Εχει πρόβλημα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αλλά όχι με τις πολιτικές Μητσοτάκη;» συμπληρώνοντας ότι τις κυβερνήσεις και τον Πρωθυπουργό τούς ορίζουν η λαϊκή ετυμηγορία. «Αν θέλουμε πολιτική αλλαγή, αν θέλουμε άλλη κυβέρνηση και άλλο Πρωθυπουργό πέραν του κ. Μητσοτάκη, πρέπει να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός που μπορεί να κερδίσει τον κ. Μητσοτάκη είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή είναι η προϋπόθεση» ανέφερε επίσης. Εδώ υπάρει έμμεση και άμεση παραδοχή πως αντίπαλος του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ΝΔ του Μητσοτάκη. Και πως υπάρχει η πρόθεση της Κουμουνδούρου να ανατρέψει το αφήγημα του «ασθενούς δικομματισμού», αλλά να πείσει για την εναλλαγή στην εξουσία με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ και κεντρικό πρόσωπο τον Τσίπρα.
Η επόμενη μέρα
Ο τελευταίος, όσες φορές έχει ερωτηθεί προσφάτως για μια ενδεχόμενη ήττα του χώρου του και για την επόμενη ημέρα του ίδιου, έχει απαντήσει με όρους συλλογικών διαδικασιών του κόμματος. Ατύπως εδώ η απάντηση θα προέλθει - σε περίπτωση νέας ήττας - από το μέγεθος της διαφοράς των ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Μια συζήτηση που δεν γίνεται προφανώς τώρα. Και σήμερα κομματικά όλες οι τάσεις και τα ρεύματα της Κουμουνδούρου στοιχίζονται με τον πρόεδρο τους και προφανώς δεν θέλουν να πιστωθούν μια εσωστρέφεια - ακόμη και η περίπτωση Πολάκη εδώ εγγράφεται. Ετσι ο ΣΥΡΙΖΑ κόβει και συλλογικά κάθε συζήτηση για κυβέρνηση συνεργασίας χωρίς Τσίπρα.
Βοηθάει και ο συσχετισμός που έχει διαμορφωθεί εντός ΣΥΡΙΖΑ την τελευταία τριετία - αλλά και με τομή το συνέδριο - που είναι προφανώς φιλοπροεδρικός. Αλλά και στην άλλη όχθη και παρά το γεγονός πως η ανθρωπογεωγραφία είναι εντελώς διαφορετική από του ΣΥΡΙΖΑ, η σημερινή ΝΔ είναι κυρίως ένα αρχηγοκεντρικό κόμμα.
Και οι δύο βασικοί πόλοι του συστήματος «διαβάζουν» ως «μικρομεγαλισμό» τη στρατηγική του Νίκου Ανδρουλάκη για επόμενη ημέρα χωρίς τον έναν εκ των δύο αρχηγών. Οχι τυχαία το επιτελικό σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ θέτει συν τις άλλοις το δίλημμα «Μητσοτάκης ή Τσίπρας» σε αντίστιξη με τον Ανδρουλάκη που κάνει διμέτωπο και στους δύο. Το μεγάλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα διαβάζει ως μόνο πρωθυπουργήσιμο τον πρόεδρο του. Ακόμη και οι θεματοφύλακες ενός πιο συλλογικού κόμματος δεν το αμφισβητούν - αυτό φάνηκε και στο συνέδριο. Μέρος των παλιών βλέπουν πως η μετά Τσίπρα εποχή θα επιβεβαιώνει τον «μισό δικομματισμό» για καιρό και παρά το γεγονός πως έχουν ξεχωρίσει νέα στελέχη από τη νεότερη φρουρά. Ο εδώ χώρος έχει μεγαλύτερη δυσκολία δε στις διαδοχές και στις νέες μεταβάσεις από την κεντροδεξιά παράταξη.
Σήμερα και στις λιγότερο από 50 ημέρες που απομένουν για την κάλπη, ο ΣΥΡΙΖΑ παίζει το χαρτί της κυβέρνησης συνεργασίας που θα επιφέρει σταθερότητα και αποκατάσταση των ανισοτήτων, δημοκρατία και κράτος δικαίου. Μια κυβέρνηση «νικητών» όπως λένε πια όλα τα κορυφαία στελέχη του, δηλαδή με πρώτο κόμμα το δικό τους και άρα με επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα. Κανένα άλλο σενάριο δεν βλέπουν και δεν θέλουν τώρα, αφού σε αυτή την οδό βλέπουν και την ίδια την πολιτική επιβίωση, τη δική τους.
"ΤΑ NEA/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 01-02/04/23 |
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΠΑ
«Ωδινεν όρος και έτεκεν μυν» ή, όπως θα λέγαμε στα νέα ελληνικά, «κοιλοπονούσε το βουνό και γέννησε ποντίκι». Αυτό θα μπορούσε να πει κάποιος βλέποντας στις αρχές της εβδομάδας τις ηγεσίες των τριών κυβερνητικών κομμάτων της Γερμανίας, τον καγκελάριο και τους σημαντικότερους υπουργούς της κυβέρνησης, να χρειάζονται τρεις ημέρες και πάνω από 30 ώρες συνεδριάσεων στην Καγκελαρία για να καταλήξουν σε ένα κείμενο 16 σελίδων. Το περιεχόμενο: επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, μέτρα για τον σιδηρόδρομο, τους αυτοκινητοδρόμους, τη θέρμανση κατοικιών.
Θέλει δουλειά πολλή για να βρίσκεται κοινός παρανομαστής
Ηταν αυτός λόγος για να διαλυθεί η πρώτη τρικομματική κυβέρνηση της Γερμανίας στα εξ ων συνετέθη; Οι κόντρες είχαν φουντώσει την προηγούμενη εβδομάδα, δεν αποκλείεται να ξαναφουντώσουν αργότερα με άλλη αφορμή, καθώς Πράσινοι και Φιλελεύθεροι, οι μικρότεροι εταίροι στον κυβερνητικό συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες, έχουν εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές και ιδεολογικές αφετηρίες. Και χρειάζεται πολλή δουλειά κάθε φορά για να βρίσκεται ο κοινός παρονομαστής. Αλλά ο συνασπισμός του Σολτς δεν διαλύθηκε.
Οι κυβερνήσεις συνεργασίας απαιτούν θεσμική ωρίμαση και κουλτούρα συνεργασιών των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Στη Γερμανία, η κουλτούρα των κυβερνήσεων συνασπισμού που εμπεδώθηκε μεταπολεμικά εδράζεται σε ένα σταθερό εκλογικό σύστημα, το οποίο δεν αλλάζει κατά το δοκούν από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα. Πρόκειται για ένα μεικτό σύστημα με απευθείας εκλογή 299 βουλευτών - του πλειοψηφούντος υποψήφιου σε καθεμία από τις ισάριθμες εκλογικές περιφέρειες της χώρας - ενώ οι άλλοι μισοί βουλευτές εκλέγονται από τη λίστα των κομμάτων και απλή αναλογική και πλαφόν 5%, ικανό να αποτρέπει πανσπερμία κομμάτων στην ΜπούντεσταγκΑυτό είναι και το πρώτο δίδαγμα από το γερμανικό παράδειγμα συνεργασιών, στο οποίο γίνεται συχνά παραπομπή στην αντιπαράθεση των ελληνικών κομμάτων στην πορεία προς τις εκλογές με την απλή αναλογική. Πράγματι, από την ίδρυσή της το 1949 μέχρι σήμερα η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μόνο για έναν χρόνο, το 1960, είχε μονοκομματική κυβέρνηση του Χριστιανοδημοκράτη καγκελάριου Κόνραντ Αντενάουερ, ο οποίος το 1961 σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με το κόμμα των Φιλελευθέρων (FDP).
Ολες οι άλλες κυβερνήσεις μεταπολεμικά ήταν συνασπισμοί δύο κομμάτων, είτε κεντροδεξιάς κατεύθυνσης - συντηρητική Χριστιανική Ενωση (CDU/CSU) - κεντρώοι Φιλελεύθεροι (FDP) - είτε κεντροαριστερού προσανατολισμού - Σοσιαλδημοκράτες (SPD) - Φιλελεύθεροι (FDP) και Σοσιαλδημοκράτες (SPD) - Πράσινοι - είτε κυβερνήσεις «μεγάλου συνασπισμού» - Χριστιανική Ενωση (CDU/CSU) - Σοσιαλδημοκράτες (SPD) -, όταν άλλες συνεργασίες δεν μπορούσαν να δώσουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Μετά τις τελευταίες εκλογές προστέθηκε για πρώτη φορά και το σχήμα ενός τρικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού - Σοσιαλδημοκράτες - Πράσινοι - Φιλελεύθεροι.
Απαιτείται θεσμική ωρίμαση και κουλτούρα συνεργασίας
Tο δεύτερο γερμανικό δίδαγμα: Οι κυβερνήσεις συνεργασίας απαιτούν θεσμική ωρίμαση και κουλτούρα συνεργασιών των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Στη Γερμανία, η κουλτούρα των κυβερνήσεων συνασπισμού που εμπεδώθηκε μεταπολεμικά εδράζεται σε ένα σταθερό εκλογικό σύστημα, το οποίο δεν αλλάζει κατά το δοκούν από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα. Πρόκειται για ένα μεικτό σύστημα με απευθείας εκλογή 299 βουλευτών - του πλειοψηφούντος υποψήφιου σε καθεμία από τις ισάριθμες εκλογικές περιφέρειες της χώρας - ενώ οι άλλοι μισοί βουλευτές εκλέγονται από τη λίστα των κομμάτων και απλή αναλογική και πλαφόν 5%, ικανό να αποτρέπει πανσπερμία κομμάτων στην Μπούντεσταγκ.
Το εκλογικό αποτέλεσμα θεωρείται «ιερή εντολή» στα κόμματα να αναζητήσουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η εξάντληση της τετραετίας είναι αυτονόητη υποχρέωση, οι πολίτες γνωρίζουν ποια ακριβώς ημέρα θα πραγματοποιηθούν οι επόμενες εκλογές στο τέλος της θητείας. Κυβερνητική κρίση που οδήγησε σε αλλαγή κυβέρνησης εν μέσω μιας κοινοβουλευτικής θητείας υπήρξε μόνο μία φορά με την ανατροπή του Σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Χέλμουτ Σμιντ το 1982 από τους Φιλελεύθερους (FDP) που άλλαξαν στρατόπεδο συμμαχώντας με τη Χριστιανική Ενωση του Χέλμουτ Κολ. Πρόωρες εκλογές επέβαλε και ο καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ το 2005, στις οποίες ηττήθηκε από τη Μέρκελ.
Ενας συνασπισµός προϋποθέτει προγραµµατική συµφωνία
Το τρίτο δίδαγμα είναι η προϋπόθεση μιας προγραμματικής κυβερνητικής συμφωνίας για τη συγκρότηση ενός συνασπισμού. Η διαπραγμάτευση ενός αναλυτικού κυβερνητικού συμφώνου απαιτεί χρόνο. Δεν γίνεται εν μία νυκτί, όπως στην περίπτωση των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ το 2015. Το ρεκόρ έξι μηνών διαπραγμάτευσης έχει η Ανγκελα Μέρκελ για το πρόγραμμα της τελευταίας κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού» το 2017. Ο Ολαφ Σολτς χρειάστηκε τρεις μήνες για την κυβερνητική συμφωνία του σημερινού τρικομματικού συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών - Πρασίνων - Φιλελευθέρων το 2021.
Η αναλυτική κυβερνητική συμφωνία αποτελεί το σημείο αναφοράς για τη δουλειά της κυβέρνησης σε όλη τη διάρκεια της θητείας της. Την εφαρμογή της συμφωνίας καθώς και τη διαχείριση έκτακτων εξελίξεων - προσφυγική κρίση επί καγκελαρίας Μέρκελ, πόλεμος στην Ουκρανία σήμερα - διαχειρίζονται οι τακτικές συνεδριάσεις των ηγεσιών των κομμάτων συνασπισμού με τον εκάστοτε καγκελάριο.
Καγκελάριος δεν είναι οπωσδήποτε ένας αρχηγός κόµµατος
Μια ιδιομορφία του γερμανικού πολιτικού συστήματος είναι η ψήφος εμπιστοσύνης, την οποία παρέχει η Ομοσπονδιακή Βουλή στον/στην καγκελάριο και όχι στην κυβέρνηση. Ο καγκελάριος ασκεί τα καθήκοντά του όσο δεν ανατρέπεται με ψήφο δυσπιστίας της Μπούντεσταγκ και με κυβέρνηση μειοψηφίας.
Ενα σημαντικό δίδαγμα των γερμανικών συνεργασιών αφορά το πρόσωπο της/του καγκελάριου. Καγκελάριος δεν είναι οπωσδήποτε ο αρχηγός ενός κόμματος. Ο Ολαφ Σολτς δεν είναι πρόεδρος του SPD, η Ανγκελα Μέρκελ είχε παραδώσει την ηγεσία του CDU όσο ήταν ακόμη καγκελάριος, όπως και ο προκάτοχός της Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Προϋπόθεση όμως είναι τα πρόσωπα των υποψήφιων καγκελαρίων να είναι γνωστά πριν από τις εκλογές. Τα κόμματα κατεβαίνουν στις εκλογές με έναν συγκεκριμένο υποψήφιο καγκελάριο, που δεν πρέπει να είναι οπωσδήποτε ο πρόεδρος του κόμματος. Ο Ολαφ Σολτς είχε το χρίσμα του υποψήφιου καγκελάριου του SPD και ως νικητής υποψήφιος καγκελάριος ζήτησε στη συνέχεια ψήφο εμπιστοσύνης από την Μπούντεσταγκ.
"ΤΑ NEA/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 01-02/04/23 |
Πυρετός εκλογικός ξεκίνησε για την Ελλάδα και μένει να φανεί αν η ελληνική οικονομία θα πέσει ασθενής στο ενδεχόμενο μιας μακράς, πολιτικής αναμέτρησης. Το ορόσημο της 21ης Μαΐου είναι μία σίγουρη ημερομηνία μόνο ως προς το θέμα της κάλπης. Διότι, η επόμενη ημέρα θα απαντήσει στο αν σχηματίζεται κυβέρνηση ή θα υπάρξει νέος γύρος ή και τρίτος. Η οικονομία αρχίζει να μπαίνει σε μία περίοδο πρόκλησης, καθώς μπορεί να μη βρίσκεται το πολιτικό ρίσκο στο κόκκινο, όπως κατά τις εκλογές των μνημονιακών εποχών, όμως μία μακρά αβεβαιότητα θα επηρεάσει το οικονομικό κλίμα. Η κύρια ανησυχία αγορών, θεσμών και επενδυτών εστιάζει στο σενάριο να υπάρξει μακρά ακυβερνησία. Οχι τόσο σε μία αλλαγή της μέχρι τώρα δημοσιονομικής πολιτικής. Διότι, τα κόμματα που βρίσκονται μπροστά στην προεκλογική κούρσα είναι προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής σταθερότητας.
Ως προς το θέμα της πτώχευσης, ακόμα και στο χειρότερο σενάριο, η χώρα απέχει πολύ μακριά από ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Σύμφωνα με αρμόδια στελέχη του οικονομικού επιτελείου, η Ελλάδα είναι σε θέση να καλύψει σε κάθε περίπτωση τις υποχρεώσεις του χρέους της για τα επόμενα 40 χρόνια έχοντας σήμερα ταμειακά διαθέσιμα ύψους 35 δισ. ευρώ.
Παρά τις δικλίδες ασφαλείας, οι ξένοι επενδυτές έχουν στραμμένο το βλέμμα στις επικείμενες εκλογές. Η γενική εικόνα είναι πως δεν υπάρχει μεγάλη ανησυχία, έχει απορροφηθεί ο κίνδυνος για δεύτερες εκλογές, όμως μιλούν για ενδεχόμενο αβεβαιότητας. Χαρακτηριστικό του ενδιαφέροντος των ξένων οίκων είναι πως προχωρούν σε μακροσκελείς αναλύσεις ως προς τα τελευταία δημοσκοπικά αποτελέσματα και την τραγωδία στα Τέμπη. Για παράδειγμα, η Unicredit αναφέρει τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι η διαφορά ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ έχει πλέον μειωθεί σε 3-4 ποσοστιαίες μονάδες, γεγονός που καθιστά αβέβαιο το αποτέλεσμα των εκλογών. Οι αναλυτές αναφέρουν ότι η κατάσταση παραμένει ρευστή, αν και φαίνεται όλο και πιο απίθανο κάποιο κόμμα να αποκτήσει την απόλυτη πλειοψηφία και να σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση μετά τα πρόσφατα γεγονότα.
Η Goldman Sachs επικαλείται τις δημοσκοπήσεις που βλέπουν προβάδισμα της ΝΔ, ενώ θεωρεί ότι πιθανότατα θα χρειαστεί δεύτερος γύρος στις αρχές Ιουλίου με αποτέλεσμα πιθανώς μία κυβέρνηση συνεργασίας με επικεφαλής τη Νέα Δημοκρατία και εξαρτώμενη από την υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ. Δεν διακρίνει μεγάλο πολιτικό κίνδυνο και θεωρεί πιθανό το σενάριο να ανακτήσει η ελληνική οικονομία την επενδυτική βαθμίδα στις 21 Απριλίου, κατά την αξιολόγηση της S&P.
Από τη Moody’s ανέφεραν πρόσφατα ότι «περιμένουμε τώρα να δούμε πώς θα συνεχιστεί η παραγωγή και κυρίως η εφαρμογή πολιτικής» (Συνέδριο του Οικονομικού Επιμελητηρίου), ενώ από τη Fitch εκτιμούν ότι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα για την απορρόφηση κοινοτικών πόρων κυρίως από το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και για τη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής της οικονομίας δεν θα επιτρέψουν μεγάλες αποκλίσεις από τη σημερινή πολιτική. Υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις για τη φορολογική πολιτική, την κατεύθυνση των δαπανών, αλλά και αυτές θα πρέπει να κινηθούν μέσα στο ίδιο πλαίσιο.
Δεδομένη θεωρείται η μετάθεση της ημερομηνίας της υποβολής δεσμευτικών προσφορών για την παραχώρηση της Αττικής Οδού. Για μετά τις εκλογές και την ανάδειξη της νέας κυβέρνησης οδηγείται και το σχέδιο της εισαγωγής στο Χρηματιστήριο Αθηνών του 30% του Διεθνούς Αεροδρομίου Αθηνών. Επίσης, η ολοκλήρωση της μεταβίβασης της ΛΑΡΚΟ στον επενδυτή μετατίθεται για μετά τις εκλογές. Πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση της κυβέρνησης παρατείνει το καθεστώς ειδικής διαχείρισης μέχρι τις 7 Φεβρουαρίου 2024. Μετά τις κάλπες πάει και η ολοκλήρωση της μεταβίβασης της Εγνατίας Οδού. Το ΤΑΙΠΕΔ προχωρά τα επόμενα βήματα άλλων διαγωνισμών
Το δίχτυ ασφαλείας και τα «καύσιμα»
Το κοντέρ της ανάπτυξης γράφει θετικό πρόσημο και ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσής της αναμένεται της τάξεως του 5,5% στο διάστημα 2019-2023, σημαντικά υψηλότερο από τον αντίστοιχο ρυθμό μεγέθυνσης της ευρωζώνης της τάξεως του 2,4%. Το ελληνικό χρέος είναι λιγότερο ευάλωτο απ’ ό,τι άλλων χωρών. Αυτό οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι η παρατεταμένη σταθμισμένη διάρκεια του ελληνικού χρέους (17½ έτη), χάρη στα πακέτα ευρωπαϊκής οικονομικής βοήθειας (EFSF, ESM, EIB, SURE και NGEU). Ο δεύτερος είναι η αυξημένη ονομαστική ανάπτυξη, που αναμένεται να παραμείνει περίπου στο 4% μέχρι το 2024. Επίσης, μία προσεκτική δημοσιονομική προοπτική όπου το πρωτογενές ισοζύγιο θα συνεχίσει να αυξάνεται το 2023 και το 2024, σε πάνω από 1%.
Η εξυπηρέτηση των τόκων του χρέους ως ποσοστό των συνολικών εσόδων της γενικής κυβέρνησης παραμένει σε πτωτική πορεία, φθάνοντας το 4,8% το 2022 από 6,9% το 2018 και 11,3% το 2012. Η επίδοση αυτή είναι σημαντικά χαμηλότερη από την αντίστοιχη της Ιταλίας (8,1%) και οριακά χαμηλότερη συγκριτικά με την Ισπανία (5%) και την Πορτογαλία (4,9%), χώρες οι οποίες βρίσκονται σε υψηλότερη επενδυτική βαθμίδα. Το γεγονός αυτό αποδίδεται στην υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων της γενικής κυβέρνησης το 2022 και στις μειωμένες πληρωμές τόκων εξυπηρέτησης του χρέους.
Επίσης, το χρέος της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να υποχωρήσει στο 161,9% του ΑΕΠ το 2023, από 180,6% του ΑΕΠ το 2019, μειούμενο κατά 18,7 ποσοστιαίες μονάδες.
Μεταρρυθμίσεις στο ψυγείο
Οι εκλογές μπορεί να βάλουν πάγο σε μία σειρά από μεταρρυθμίσεις, όπως είναι στον χρηματοπιστωτικό τομέα και το κράτος, αλλά και τις αποκρατικοποιήσεις.
Δεδομένη θεωρείται η μετάθεση της ημερομηνίας της υποβολής δεσμευτικών προσφορών για την παραχώρηση της Αττικής Οδού. Για μετά τις εκλογές και την ανάδειξη της νέας κυβέρνησης οδηγείται και το σχέδιο της εισαγωγής στο Χρηματιστήριο Αθηνών του 30% του Διεθνούς Αεροδρομίου Αθηνών. Επίσης, η ολοκλήρωση της μεταβίβασης της ΛΑΡΚΟ στον επενδυτή μετατίθεται για μετά τις εκλογές. Πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση της κυβέρνησης παρατείνει το καθεστώς ειδικής διαχείρισης μέχρι τις 7 Φεβρουαρίου 2024. Μετά τις κάλπες πάει και η ολοκλήρωση της μεταβίβασης της Εγνατίας Οδού. Το ΤΑΙΠΕΔ προχωρά τα επόμενα βήματα άλλων διαγωνισμών όπως την υποβολή προσφορών για την πώληση του 67% του Οργανισμού Λιμένος Ηρακλείου. Πριν από τη διάλυση της Βουλής αναμένεται η ψήφιση της σύμβασης μεταβίβασης του λιμανιού της Ηγουμενίτσας.
Την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και την ολοκλήρωση των εκλογών αναμένει από την πλευρά του το ΤΧΣ, προκειμένου να ξεκινήσει τη διαδικασία αποεπένδυσής του από τις τράπεζες. Σύμφωνα με την 11σέλιδη παρουσίαση της στρατηγικής εξόδου, η διάθεση των συμμετοχών στις τέσσερις συστημικές τράπεζες (40,3% στην Εθνική Τράπεζα, 27% στην Τράπεζα Πειραιώς, 9% στην Αlpha Bank και 1,4% στη Εurobank) θα γίνει κατόπιν αξιολόγησης μιας σειράς κριτηρίων για το εάν οι γενικές συνθήκες της αγοράς επιτρέπουν την εκτέλεση της εκάστοτε συναλλαγής.
ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ Στο τέλος της ημέρας, μπορεί να μην είναι τα Τέμπη. Ούτε οι υποκλοπές. Μπορεί να αποδειχθεί ότι πάντοτε στις κάλπες κρίνεται η Οικονομία. Το προσωπικό πορτοφόλι, ο οικογενειακός προϋπολογισμός και οι προοπτικές του, οι δυνατότητες για ένα δίχτυ κοινωνικής προστασίας και η διασφάλισή του. Ακόμη και δημοσκοπικά τα μηνύματα ήδη καταγράφονται. Στην τελευταία μέτρηση της Metron Analysis (για το Mega) η Οικονομία έχει αποκτήσει σημαντικό προβάδισμα ως το σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας. Επεται η ακρίβεια, ενώ το πολιτικό σύστημα και τα θεσμικά ζητήματα βρίσκονται χαμηλά στη λίστα. Δεν είναι δυσεξήγητη η εικόνα: Κάθε πολίτης έχει και τους προσωπικούς στόχους τους. Οι δικές του προσδοκίες και ανησυχίες μπορεί να εναρμονίζονται με το γενικότερο κλίμα, αλλά πάντως προηγούνται. Στην κυβέρνηση κινούνται με τη βεβαιότητα ότι με την Οικονομία στην πρώτη γραμμή, οι πλάκες μέσα από τις κάλπες της 21ης Μαΐου θα αποδειχθούν αμετακίνητες. Με την ίδια βεβαιότητα κινείται λίγο πολύ και ο Χρήστος Σταϊκούρας, καταγράφοντας το δικό του προσωπικό ρεκόρ στην οδό Νίκης. Με 6,5 χρόνια θητείας στο ίδιο υπουργείο (στην κυβέρνηση Σαμαρά ως αναπληρωτής υπουργός και στην κυβέρνηση Μητσοτάκη ως «τσάρος»), εάν βρίσκεται μετά τις εκλογές στην ίδια θέση μπορεί να είναι και ο μακροβιότερος υπουργός στο Eurogroup. Με τον τρόπο του, το στίγμα ότι η μεγάλη μάχη θα δοθεί στο πεδίο της Οικονομίας εκπέμπει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Μπροστά στον φράχτη του Εβρου, το γενικότερο μήνυμα είναι ότι «η ανάπτυξη χρειάζεται ασφάλεια». Η αναπροσαρμογή του πλάνου μετά τα Τέμπη είναι δεδομένη και θα καθορίσει τα επόμενα προεκλογικά βήματα. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο Σταϊκούρας το έχει εισηγηθεί και ο Μητσοτάκης είναι μάλλον ξεκάθαρο ότι το προκρίνει: Η κυβέρνηση θα φτάσει στις κάλπες, ποντάροντας σχεδόν τα πάντα στο χαρτί της Οικονομίας. Οι θετικοί δείκτες για την ανάπτυξη, τις επενδύσεις, τις εξαγωγές και την απασχόληση προσφέρονται προς αξιοποίηση, μαζί με την εικόνα σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος εν μέσω διεθνών τριγμών. Ποιος μπορεί να σας εξασφαλίσει μεγαλύτερα εισοδήματα; Στο Μαξίμου θέλουν να αναδειχθεί στο κυρίαρχο ερώτημα των εκλογών. Στο Μέγαρο Μαξίμου κρατούν μικρό καλάθι για τις εξελίξεις που μπορεί να τρέξουν μέσα στην προεκλογική περίοδο, αλλά είναι σαφές ότι μια ενδεχόμενη αναβάθμιση της ελληνικής Οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα από τη Standard & Poor's, στις 21 Απριλίου, θα αποτελέσει ένα εκλογικό όπλο. Μετά από έναν σκληρό μνημονιακό κύκλο 13-14 ετών, η Ελλάδα θα επιστρέψει στο πάνω ράφι. Αλλά ακόμη κι αν χρειαστεί να παραμείνει στην αναμονή, ο Σταϊκούρας έχει προεξοφλήσει ότι η επενδυτική βαθμίδα θα εξασφαλιστεί εντός του 2023. Η παράτασή της για μετά τις εκλογές μόνον σε ένα κλίμα πολιτικής αβεβαιότητας θα αποδοθεί - κι αυτό επίσης ευνοεί τις προεκλογικές κυβερνητικές κινήσεις. Επί της ουσίας, ανησυχία δεν υπάρχει: Η χώρα μπορεί να περιμένει τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, αλλά από τις αγορές έχει ήδη εξασφαλίσει επενδυτική βαθμίδα. Εσχάτως δανειζόμαστε φθηνότερα και από την Ιταλία (που έχει επενδυτική βαθμίδα). Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο οδεύουν προς τις κάλπες με δύο βασικά προβλήματα: Το ένα έχει άμεσο αντίκτυπο - είναι η ακρίβεια που οδηγεί σε μια καθημερινή μάχη στα ράφια των σουπερμάρκετ και όχι μόνον. Ο επίμονος πληθωρισμός έχει προκαλέσει εκλογικές ζημιές, αλλά με το market pass των 650 εκατομμυρίων ευρώ μπορούν να δημιουργηθούν αναχώματα. Το άλλο δεν έχει αντίδοτο, τουλάχιστον από την πλευρά της Αθήνας. Η συσταλτική νομισματική πολιτική της Κριστίν Λαγκάρντ αυξάνει το κόστος δανεισμού για χώρες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Η άνοδος των επιτοκίων που μπορεί να συνεχισθεί από την ΕΚΤ, εξελίσσεται από καιρό σε πεδίο προστριβών και συμπιέζει. Είναι ζητούμενο εάν θα προκαλέσει και εκλογικές παρενέργειες. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, πάντως, η αναπροσαρμογή του πλάνου μετά τα Τέμπη είναι δεδομένη και θα καθορίσει τα επόμενα προεκλογικά βήματα. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο Σταϊκούρας το έχει εισηγηθεί και ο Μητσοτάκης είναι μάλλον ξεκάθαρο ότι το προκρίνει: Η κυβέρνηση θα φτάσει στις κάλπες, ποντάροντας σχεδόν τα πάντα στο χαρτί της Οικονομίας. Οι θετικοί δείκτες για την ανάπτυξη, τις επενδύσεις, τις εξαγωγές και την απασχόληση προσφέρονται προς αξιοποίηση, μαζί με την εικόνα σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος εν μέσω διεθνών τριγμών. Ποιος μπορεί να σας εξασφαλίσει μεγαλύτερα εισοδήματα; Στο Μαξίμου θέλουν να αναδειχθεί στο κυρίαρχο ερώτημα των εκλογών. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου