Θάνος Βερέμης, Οι επεμβάσεις του στρατού στην ελληνική πολιτική, 1916-1936, Εξάντας, Αθήνα 1977
Thanos Veremis, The Military in Greek Politics: From Independence to Democracy, Hurst & Co., Λονδίνο 1997
TOY IΩΑΝΝΗ Δ. ΣΤΕΑΦΑΝΙΔΗ
«Ηεπανάσταση του 1909 είναι ένα από τα πιο σπουδαία ορόσημα στη νεότερη ελληνική ιστορία. Είχε προηγηθεί μια μακρά περίοδος πολιτικής αστάθειας, με επανειλημμένες αλλαγές κυβερνήσεων, η οποία συνοδευόταν από σαρωτικές αλλαγές στον διοικητικό μηχανισμό και το στράτευμα. … [Το 1909] ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος απαίτησε να πάψουν να αναμιγνύονται οι μεν πολιτικοί σε στρατιωτικές υποθέσεις, οι δε αξιωματικοί σε πολιτικές». Αυτή την ερμηνεία για το «Κίνημα στο Γουδί» περιείχε το Βασικό Ελληνικό Εγχειρίδιο (Greek Basic Handbook), το οποίο συνέταξαν εμπειρογνώμονες της βρετανικής Υπηρεσίας Πολιτικού Πολέμου (Political Warfare Executive) τον Ιούλιο του 1943.
«Η σύσταση ελληνικού τακτικού στρατού με επαγγελματικό σώμα αξιωματικών συνδέθηκε με την απόπειρα του νεοσύστατου βασιλείου να μιμηθεί τα δυτικά πρότυπά του και να αποκτήσει σύγχρονους θεσμούς», σημειώνει ο Θάνος Βερέμης στην Εισαγωγή[1] του βιβλίου, με το οποίο απευθύνθηκε στο διεθνές κοινό που ενδιαφέρεται τόσο για την ελληνική Ιστορία όσο και για τη σχέση των στρατιωτικών με το κράτος και τους θεσμούς του. Η εξέλιξη αυτής της σχέσης στην Ελλάδα του «μακρού 19ου αιώνα» επηρεάστηκε από τρεις, τουλάχιστον παράγοντες: τα δίκτυα πατρωνίας-πελατείας, παραδοσιακά και νέα, την καχεξία των δημόσιων οικονομικών, και μια αλυτρωτική ιδεολογία, την οποία ο Βερέμης ερμηνεύει ως εκδήλωση της «εθνικής κοσμοθεωρίας» (ethnic truth). Το πρόβλημα ήταν ότι το τρίτο από τα προαναφερθέντα στοιχεία, η λεγόμενη «Μεγάλη Ιδέα», βρισκόταν σε κραυγαλέα αναντιστοιχία με τις πραγματικές δυνατότητες του ελληνικού βασιλείου, τουλάχιστον μέχρι το 1912· το δεδομένο αυτό, όμως, δεν την εμπόδισε να αναχθεί σε ιδεολόγημα κοινής αποδοχής και μέτρο των πολιτικών εξελίξεων. Έτσι, επί δεκαετίες συντηρήθηκε η παραδοξότητα μιας ένοπλης δύναμης, η οποία μετά βίας μπορούσε να περιφρουρήσει την εσωτερική ασφάλεια του κράτους, και την ίδια στιγμή αναγόταν σε ρόλο ελευθερωτή απέναντι σε έναν καταφανώς υπέρτερο αντίπαλο, την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η συντριπτική ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 θα μπορούσε να είχε λειτουργήσει καθαρτήρια, ώστε, αφενός, να ενισχυθεί η εκπαίδευση και ο επαγγελματισμός του στρατεύματος και, αφετέρου, να απαλλαχθούν τα στελέχη του –όπως και οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι– από τις ψευδαισθήσεις που ενέπνεε ο άκριτος (και άκρατος) αλυτρωτισμός.[2] Βήματα έγιναν, με τη συνδρομή μάλιστα ξένων στρατιωτικών αποστολών, αλλά έμειναν ημιτελή. Ο παραγοντισμός και η ευνοιοκρατία του διαδόχου Κωνσταντίνου και του περιβάλλοντός του αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα για την πρώτη αυτόνομη επέμβαση στρατιωτικών στην ελληνική πολιτική ιστορία (με μερική εξαίρεση το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843). Το κίνημα στο Γουδί αποτέλεσε τον καταλύτη για μια δραστική μεταβολή του πολιτικού τοπίου στην Ελλάδα, καθώς άνοιξε τον δρόμο για την έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου, τη δημιουργία ενός νέου, μαζικού κόμματος, των Φιλελευθέρων, και τη διαμόρφωση ενός ισχυρού μεταρρυθμιστικού ρεύματος. Από την άλλη, δημιούργησε ένα προηγούμενο για την άμεση ανάμιξη στρατιωτικών στην πολιτική ζωή, το οποίο θα έβρισκε πολλούς μιμητές τις επόμενες δεκαετίες.
Η εκτροπή του στρατεύματος από τον ρόλο του ως υπηρέτη του κράτους σε δυναμικό έρεισμα πολιτικών παρατάξεων που ανταγωνίζονταν η μία την άλλη για τη διεκδίκηση της εξουσίας συντελέστηκε κατά την «κοσμογονική» περίοδο 1915-1923. Η εκδήλωση του Εθνικού Διχασμού συνέπιπτε με την κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των εν ενεργεία αξιωματικών, καθώς στην «ελίτ» των αποφοίτων της Σχολής Ευελπίδων ήρθε να προστεθεί πλήθος νέων μόνιμων στελεχών, προερχόμενων είτε από το «Σχολείον Υπαξιωματικών» είτε «εκ του στρατεύματος», με βασική μόνο εκπαίδευση, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες της στρατιωτικής μεγέθυνσης που είχαν σηματοδοτήσει οι Βαλκανικοί Πόλεμοι.
Η προσωρινή διάσπαση της επικράτειας, το 1916-17, και η βενιζελική τριετία που ακολούθησε γέννησαν νέες διακρίσεις μεταξύ των αξιωματικών, διακρίσεις οι οποίες συνδέονταν με πολιτικές επιλογές: τους «Αμυνίτες», δηλαδή εκείνους που είχαν καταταχθεί στον Στρατό της Εθνικής Αμύνης για να πολεμήσουν υπό τις διαταγές της Προσωρινής Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης· τους απότακτους (ή «διατελούντες εκτός στρατεύματος»), δηλαδή αξιωματικούς που απομακρύνθηκαν λόγω της ταύτισής τους με τη στάση του βασιλιά Κωνσταντίνου και των κυβερνήσεών του· και τους «παραμείναντας», που ήταν και οι περισσότεροι, αξιωματικοί που υπηρέτησαν τόσο τη βασιλική πολιτική της ουδετερότητας όσο και τη βενιζελική της εξόδου στον Πόλεμο.
Έκτοτε, οι «καθεστωτικές» μεταβολές (κυβερνήσεων αλλά και πολιτεύματος) συνοδεύτηκαν από ανακατατάξεις στη σύνθεση του σώματος των αξιωματικών: η επικράτηση των αντιβενιζελικών και η επαναφορά του βασιλιά Κωνσταντίνου (1920), η ανατροπή των αντιβενιζελικών από το κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 («Επανάσταση» Πλαστήρα-Γονατά), το κίνημα Γαργαλίδη-Λεοναρδόπουλου (ή Μεταξά-Ζήρα) του Οκτωβρίου 1923, η επιβολή της δικτατορίας Παγκάλου (1925) και η ανατροπή της από τον Κονδύλη (1926), το κίνημα Πλαστήρα του Μαρτίου 1933 και το βενιζελικό κίνημα του Μαρτίου 1935· το τελευταίο γεγονός είχε ως συνέπεια το μαζικότερο κύμα αποτάξεων στην ιστορία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Ενδιαμέσως, αλλά ακόμα και μετά την κατάπνιξη του βενιζελικού κινήματος, σημειώθηκαν και άλλες κινήσεις (προνουντσιαμέντα και συνωμοσίες) με στόχο είτε τον επηρεασμό είτε την ανατροπή της πολιτικής εξουσίας.
Με τη μερική εξαίρεση της βραχύβιας δικτατορίας Παγκάλου, οι πρωτεργάτες των στρατιωτικών επεμβάσεων της περιόδου του Μεσοπολέμου δεν σκόπευαν να επιβάλουν στρατοκρατικό καθεστώς ούτε να υποκαταστήσουν επ’ αόριστον τους πολιτικούς στη διακυβέρνηση της χώρας. Κατά κανόνα, προσέβλεπαν σε πολιτικές μερίδες ή ηγετικές φυσιογνωμίες, οι οποίες, κατά την κρίση τους, μπορούσαν να στρέψουν τη χώρα προς την επιθυμητή κατεύθυνση, εγγυώμενοι ταυτόχρονα τις επαγγελματικές προοπτικές των αξιωματικών. Τόσο στη διατριβή του, που εκδόθηκε στα ελληνικά, όσο και στο βιβλίο του The Military in Greek Politics, o Βερέμης παρουσιάζει με ενάργεια τον δαιδαλώδη ιστό προσωπικών και συλλογικών δικτύων που ζηλότυπα επιδόθηκαν στην προώθηση «κλαδικών συμφερόντων», συνήθως με προκάλυμμα την προάσπιση του Έθνους, του Θρόνου ή της Δημοκρατίας.
Είναι χαρακτηριστικό του –καινοφανούς, σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο του εθνικού μας βίου– ρόλου του στρατεύματος ως καταλύτη πολιτικών εξελίξεων το γεγονός ότι ο κορυφαίος, χαρισματικός Έλληνας πολιτικός, ο Βενιζέλος, ταύτισε τόσο τη μετεωρική είσοδό του στο προσκήνιο όσο και την οριστική του αποχώρηση με στρατιωτικά κινήματα (του 1909 και του 1935, αντίστοιχα). Από την άλλη, προσωπικότητες που με τη δράση τους σημάδεψαν τις εξελίξεις του Μεσοπολέμου, είχαν σταδιοδρομήσει ως στρατιωτικοί: Πλαστήρας, Κονδύλης, Μεταξάς. Η ανάδειξή τους σε κορυφαίους πολιτικούς ρόλους σήμαινε όχι τη στρατιωτικοποίηση της πολιτικής ζωής αλλά την πολιτικοποίηση του σώματος των αξιωματικών.
Η περίοδος κατά την οποία το στράτευμα εμφανίζεται ως αρένα πολιτικού ανταγωνισμού τυπικά λήγει με τη μαζική εκκαθάριση των βενιζελικών στελεχών το 1935, την παλινόρθωση της μοναρχίας και τον θάνατο του Γεωργίου Κονδύλη, του μοναδικού τότε πρώην στρατιωτικού και νυν πολιτικού, ο οποίος διέθετε υπολογίσιμο δίκτυο επιρροής στο στράτευμα. Η εικόνα αυτή μεταβλήθηκε πρόσκαιρα μετά την κατάληψη της χώρας από τα γερμανικά στρατεύματα.
Χονδρικά, στη διάρκεια της Κατοχής, το σώμα των αξιωματικών διαιρέθηκε σε τρεις κατηγορίες, που διαπερνούσαν οριζόντια τους διαχωρισμούς του Μεσοπολέμου: Μια μερίδα, η αριθμητικά μεγαλύτερη, παρέμεινε στην υπηρεσία των κατοχικών κυβερνήσεων, κατά κανόνα σε υπηρεσιακές, πολιτικές ή μη μάχιμες στρατιωτικές θέσεις. Από τα τέλη του 1943, ένας αριθμός αξιωματικών, συχνά με παρελθόν στην Αντίσταση, θα στελέχωνε τα Τάγματα Ασφαλείας που συνέστησε η κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη. Μια δεύτερη μερίδα σταδιακά διέφυγε από την κατεχόμενη χώρα και εντάχθηκε στις ένοπλες δυνάμεις που επιχειρούσε να συγκροτήσει η εξόριστη κυβέρνηση με τη συνδρομή των Βρετανών. Στις τάξεις τους εντάχθηκαν όχι μόνο εν ενεργεία αξιωματικοί, αλλά και πολλοί που είχαν απομακρυνθεί κατά τις εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του 1930. Η συνύπαρξη των δύο αυτών κατηγοριών στελεχών για ένα διάστημα αναζωπύρωσε τη βασική προπολεμική διαφορά βενιζελικών-αντιβενιζελικών (ή δημοκρατικών-βασιλοφρόνων), η οποία όμως παραμερίστηκε, όταν εμφανίστηκε ένα νέο αντίπαλο δέος, που επαγγελλόταν οριστική ρήξη με το προπολεμικό παρελθόν. Η φιλοκομμουνιστική Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση συσπείρωσε χαμηλόβαθμα στελέχη και, κυρίως, στρατευμένους που συμμερίζονταν τις διακηρύξεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ).
Ως τρίτη κατηγορία αξιωματικών, όσοι έλαβαν μέρος στην Αντίσταση κατά του κατακτητή, εκδήλωσαν καταρχήν προτίμηση για οργανώσεις που στόχο είχαν την εξυπηρέτηση του συμμαχικού αγώνα. Όπως και στην περίπτωση των ενόπλων δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, στις τάξεις τους βρέθηκαν τόσο εν ενεργεία όσο και απότακτοι/απόστρατοι αξιωματικοί, με κορυφαίους εκπροσώπους της τελευταίας κατηγορίας τους απότακτους συνταγματάρχες Ζέρβα, Σαράφη και Ψαρρό. Πολλές από τις οργανώσεις αξιωματικών διαλύθηκαν από τον ένοπλο βραχίονα του ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ. Με εξαίρεση την οργάνωση του Ζέρβα, που επιβίωσε στην Ήπειρο, οι αξιωματικοί της Αντίστασης ακολούθησαν τέσσερις διαφορετικούς δρόμους: είτε γύρισαν στα σπίτια τους, είτε κατατάχθηκαν στον ΕΛΑΣ (αυτοβούλως ή εξαναγκαστικά), είτε συνέχισαν τον αγώνα τους μέσα από μικρότερες οργανώσεις πόλεων ή στη Μέση Ανατολή, είτε, τέλος, κατατάχθηκαν στα Σώματα Ασφαλείας για δύο κυρίως λόγους: αφενός, για να επιβιώσουν, και αφετέρου για να εκδικηθούν ή να αντισταθούν στους διώκτες τους, το εαμικό κίνημα.
Ησύνθεση του στρατεύματος μετά από την Απελευθέρωση αποτέλεσε βασικό σημείο τριβής μεταξύ της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου και των Βρετανών, αφενός, και της ηγεσίας του ΕΑΜ, αφετέρου. Η τελευταία είχε κάθε λόγο να επιδιώκει τον αποκλεισμό όσων είχαν συνεργαστεί με τις κατοχικές κυβερνήσεις· αντίθετα, ο Παπανδρέου και οι υποστηρικτές του επεδίωκαν να περιορίσουν την επιρροή που υπολόγιζε να αποκτήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα στο στράτευμα μέσω της ενσωμάτωσης στελεχών και ανδρών που υπηρετούσαν στον ΕΛΑΣ.
Η επιλογή του ΚΚΕ για ένοπλη αναμέτρηση, τόσο τον Δεκέμβριο του 1944, όσο και το 1946-49, αφενός εξάλειψε το ενδεχόμενο δημιουργίας φιλοκομμουνιστικού πόλου στις ένοπλες δυνάμεις και, αφετέρου, άμβλυνε αποφασιστικά τις διαφοροποιήσεις του παρελθόντος, τουλάχιστον τις ιδεολογικοφανείς: ο αντικομμουνισμός, μέρος πλέον της επίσημης «εθνικής κοσμοθεωρίας», αποτέλεσε την κοινή συνισταμένη των στελεχών του μετεμφυλιακού στρατεύματος. Αυτό δεν σήμαινε ότι εξέλιπαν τα δίκτυα και οι ομαδοποιήσεις. Το ιδεολογικό υπόστρωμα αυτής της νέας φάσης παρουσιάζεται εκ πρώτης όψεως αντιφατικό: Αφενός, η ταραγμένη περίοδος της Κατοχής και της σύγκρουσης με τον Κομμουνισμό κληροδότησε ένα αίσθημα ανασφάλειας· αφετέρου, η νίκη στο πεδίο της μάχης εμπέδωσε την εικόνα του στρατού ως «φύλακα του επικρατούντος καθεστώτος» – και όχι απλώς υπηρέτη του Κράτους και των στόχων της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας.
Η περίπτωση του Ιερού Δεσμού Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ) υπήρξε χαρακτηριστικό αποκύημα αυτής της ταραγμένης εποχής: Εκμεταλλευόμενος την ανασφάλεια των χαμηλόβαθμων στελεχών, ιδίως ως προς τις προοπτικές υπηρεσιακής ανέλιξης σε καιρό ειρήνης, αλλά και ενστερνιζόμενος πλήρως τον ρόλο του «φύλακα» του μετεμφυλιακού καθεστώτος, ο ΙΔΕΑ αύξησε τον αριθμό των μελών του σε βαθμό που να καθίσταται αμφίβολη η χρησιμότητά του ως μέσου προώθησης επαγγελματικών συμφερόντων. Ωστόσο, κέρδισε την ανοχή, αν μη και αναγνώριση, της πολιτικής ηγεσίας αλλά και της αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής.
Συνοψίζοντας τις εξελίξεις στην Ελλάδα, την άνοιξη του 1950, το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών εκτιμούσε ότι οι κίνδυνοι που απειλούσαν πλέον τη χώρα ήταν εσωτερικοί, παρά εξωτερικοί. Μεταξύ των κινδύνων αυτών αναδείκνυε σε περίοπτη θέση την «ανάμιξη της πολιτικής στο Στράτευμα». Ο φόβος ήταν πως κάτι τέτοιο θα υπονόμευε «το ηθικό και την αποτελεσματικότητα» των ενόπλων δυνάμεων[3] – τις οποίες, την ίδια περίοδο, οι σχεδιαστές της αμερικανικής πολιτικής θεωρούσαν ικανές να αντιμετωπίσουν περισσότερο εσωτερικές παρά έξωθεν απειλές.
Το ενδιαφέρον είναι ότι οι αρμόδιοι για την Ελλάδα Αμερικανοί αξιωματούχοι, στρατιωτικοί και διπλωμάτες, ενώ επίμονα αποθάρρυναν την ανάμιξη των πολιτικών στο στράτευμα, παρέβλεψαν πλήρως τον κίνδυνο να αναδειχθούν οι στρατιωτικοί σε αυτόνομο πολιτικό παράγοντα. Αυτό αποφεύχθηκε το 1951, όταν ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος ανέστειλε στρατιωτικό κίνημα σε πλήρη εξέλιξη, το οποίο είχαν εξαπολύσει δικοί του οπαδοί, μέλη του ΙΔΕΑ, για να αποτρέψουν την απομάκρυνσή του από το στράτευμα. Δεν βρέθηκε, όμως, κανείς να αποτρέψει το πραξικόπημα που εκδηλώθηκε τις πρωινές ώρες της 21ης Απριλίου 1967. Μια κλειστή συνωμοτική ομάδα, προερχόμενη από τον ΙΔΕΑ και με προϋπηρεσία σε θέσεις κλειδιά, όπως η Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών, κινήθηκε με μαθηματική ακρίβεια για να «δέσει» σύσσωμη την πολιτική ηγεσία και να αναλάβει η ίδια την εξουσία, αδιαμεσολάβητα και επ’ αόριστον.
Το καθεστώς των Συνταγματαρχών αποτέλεσε την αποκορύφωση των επεμβάσεων του Στρατού στην πολιτική ζωή της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Διήλθε τέσσερα στάδια κατά την επταετή του πορεία κακοδιοίκησης του τόπου: από την αναζήτηση νομιμοποίησης μέσω της συνύπαρξης με θεσμικούς και πολιτειακούς παράγοντες (Απρίλιος-Δεκέμβριος 1967), την άμεση διακυβέρνηση από (απόστρατους πλέον) στρατιωτικούς με τη συνδρομή «τεχνοκρατών» και την αναζήτηση νομιμοποίησης μέσω (νόθου) δημοψηφίσματος (Δεκέμβριος 1967 - Μάιος 1973), την απόπειρα πολιτικοποίησης υπό στρατιωτική κηδεμονία (Ιούνιος - Νοέμβριος 1973), έως την απροκάλυπτη διακυβέρνηση από εν ενεργεία στρατιωτικούς, και πάλι με τη συνδρομή πρόθυμων «τεχνοκρατών» (Νοέμβριος 1973 - Ιούλιος 1974).
Δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει την ειρωνεία της ιστορίας αυτής, την οποία ανατέμνει ο Βερέμης στο έργο του: Έναυσμα για την ενεργό ανάμιξη του στρατεύματος στην πολιτική υπήρξε η οδυνηρή ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897· ενδιάμεση τομή, που εγκαινίασε μια περίοδο αλλεπάλληλων επεμβάσεων άνευ προηγουμένου, υπήρξε μια ακόμα ελληνική ήττα στα χέρια των Τούρκων, η Μικρασιατική Καταστροφή· και τελευταίος σταθμός, που έθεσε τέρμα στις στρατιωτικές επεμβάσεις και αποκατέστησε την πρωτοκαθεδρία της πολιτικής ηγεσίας, στάθηκε μια ακόμα ταπείνωση έναντι της Τουρκίας, με θύμα αυτή την φορά την Κύπρο. Το ενδιαφέρον είναι ότι για καμία από τις τρεις αυτές ήττες δεν ακολούθησε διαδικασία απόδοσης ευθυνών στη στρατιωτική ηγεσία – με εξαίρεση τη συμβολική ένταξη τριών στρατηγών στη «Δίκη των Έξι» και την εκτέλεση ενός από αυτούς, του Γεωργίου Χατζηανέστη. Συνιστά αυτό μια ένδειξη ότι ο ρόλος του στρατεύματος ως «σημαντικού συστατικού στοιχείου στο θεσμικό πλαίσιο» δημιουργίας μιας σύγχρονης πολιτείας[4] προσέκρουσε σε μια χρόνια αδυναμία του Κράτους μας, την απουσία λογοδοσίας και τη διάχυση των ευθυνών μέχρι να καταστούν απρόσωπες.
ΥΓ. Ο Γιάννης Στεφανίδης διδάσκει Διπλωματική Ιστορία στη Νομική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τη στροφή του προς τις ιστορικές σπουδές σε μεγάλο βαθμό οφείλει σε διαλέξεις που έδωσαν οι Θάνος Βερέμης, Γιάννης Κολιόπουλος και Γιώργος Μαυρογορδάτος σε Σεμινάριο για την ελληνική Πολιτική Ιστορία που οργάνωσε ο Τομέας Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Α.Π.Θ., το 1982-83.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου