οι κηπουροι τησ αυγησ

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022

ΠΩΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΟ ΒΕΝΙΖΕΛΟ ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΥΠ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΤΕΘΕΙ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ, ΚΑΙ....

Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"

"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", κύριο θέμα, 20/11/22

ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ

Το σχέδιο νόµου για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών έστω και καθυστερηµένα, έστω υπό την πίεση µιας τοξικής δηµόσιας ατµόσφαιρας, προσπαθεί να βελτιώσει το νοµοθετικό πλαίσιο και περιλαµβάνει κάποια θετικά στοιχεία ιδίως σε σχέση µε τη διοίκηση της ΕΥΠ και την οργάνωση της κυβερνοασφάλειας. Πάσχει όµως από µια γενετική αδυναµία: ∆εν αποδέχεται ως οδηγό τη συµµόρφωση µε τα πορίσµατα της σχετικής νοµολογίας του Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου (Ε∆∆Α) και επιχειρεί να θέσει υπό τη συσταλτική πίεση του νοµοθέτη τις συνταγµατικές εγγυήσεις του απορρήτου των επικοινωνιών. Σε σχέση µάλιστα µε την επείγουσα ανάγκη διερεύνησης εκκρεµών υποθέσεων, οι προτεινόµενες ρυθµίσεις µπορεί να θεωρηθούν ειρωνικές. Εστιάζω την προσοχή µου στα βασικά.

Η έννοια της εθνικής ασφάλειας

Σύµφωνα µε τους ορισµούς του άρθρου 3 του σχεδίου «Λόγοι εθνικής ασφάλειας είναι οι λόγοι που συνάπτονται µε την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεµελιωδών συµφερόντων του κοινωνικού συνόλου και περιλαµβάνουν την πρόληψη και την καταστολή δραστηριοτήτων ικανών να επιφέρουν πλήγµα στις συνταγµατικές, πολιτικές, οικονοµικές ή κοινωνικές δοµές της χώρας όπως, ιδίως, λόγοι σχετικοί µε την εθνική άµυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία από άλλες υβριδικές απειλές, την προστασία του νοµίσµατος και της εθνικής οικονοµίας, την προστασία από ανθρωπιστική κρίση, τη δηµόσια υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος». Ολα αυτά. Ολοι µπορούν να παρακολουθούνται για όλα.

Η έννοια όµως των λόγων εθνικής ασφάλειας είναι συνταγµατική και δεν µπορεί να διευρυνθεί και µάλιστα υπέρµετρα από τον νοµοθέτη. Οι «λόγοι εθνικής ασφάλειας» αναφέρονται στο Σύνταγµα σε δύο διατάξεις. Στο άρθρο 19 παρ. 1 εδ. β για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και στο άρθρο 5 Α για τους περιορισµούς στο δικαίωµα της πληροφόρησης. Κατά το άρθρο 5 Α παρ. 1 Σ.: «Καθένας έχει δικαίωµα στην πληροφόρηση όπως ο νόµος ορίζει. Περιορισµοί στο δικαίωµα αυτό είναι δυνατόν να επιβληθούν µε νόµο, µόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέµησης του εγκλήµατος ή προστασίας δικαιωµάτων και συµφερόντων τρίτων». Αυτή η διατύπωση, η οποία παραπέµπει ευθέως στην υποχρέωση αιτιολογίας και σεβασµού της αρχής της αναλογικότητας, πρέπει στο πλαίσιο της συστηµατικής ερµηνείας του Συντάγµατος να θεωρηθεί ότι ισχύει και για το άρθρο 19 παρ. 1. Ούτως ή άλλως το άρθρο 19 παρ. 1 ερµηνεύεται υπό το πρίσµα των κανόνων ερµηνείας του άρθρου 25 Σ. Αρα µε υποχρεωτικό σεβασµό της αρχής της αναλογικότητας.

Στο Σύνταγµα η εσωτερική ασφάλεια ορίζεται ως «δηµόσια ασφάλεια» (άρθρο 11 παρ. 2) ή ως «δηµόσια τάξη» (άρθρο 13 παρ. 2 και 18 παρ. 3.) Η «εθνική ασφάλεια» ταυτίζεται κατ’ αρχάς µε την ανάγκη προστασίας της «εδαφικής ακεραιότητας» της χώρας (που µνηµονεύεται στο άρθρο 14 παρ. 3, περ. δ ως περιορισµός στην ελευθερία του Τύπου), ή την «άµυνα» της χώρας (που προβλέπεται ως λόγος άρσης της απαγόρευσης της αναγκαστικής εργασίας στο άρθρο 22 παρ. 4 εδ. β). Σε κάθε περίπτωση, η εθνική ασφάλεια συνδέεται µε έννοµα αγαθά που τυποποιούνται στον Ποινικό Κώδικα και η προσβολή των οποίων συνιστά έγκληµα. Η εθνική ασφάλεια τυποποιείται ποινικά πρωτίστως ως έννοµο αγαθό της διεθνούς υπόστασης της χώρας που περιλαµβάνει τα επιµέρους έννοµα αγαθά της εδαφικής ακεραιότητας, της διεθνούς ειρήνης και της αµυντικής ικανότητας της χώρας, καθώς και της προστασίας των κρατικών απορρήτων (άρθρα 138 έως 152 ΠΚ.) Γίνεται δεκτό και ορθώς από τη νοµολογία του Ε∆∆Α ότι στην έννοια της εθνικής ασφάλειας περιλαµβάνεται και η προστασία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος. Πράγµατι, λοιπόν, ο Ποινικός Κώδικας τυποποιεί και την προστασία του πολιτεύµατος (άρθρα 134 έως 137 ΠΚ).

Συνεπώς, η άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας διαφοροποιείται µεν από την άρση του απορρήτου για τη διερεύνηση ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήµατος, εφάπτεται όµως µε το ενδεχόµενο τέλεσης τέτοιου εγκλήµατος ή έστω προπαρασκευαστικών πράξεων. Χωρίς αυτή τη συσχέτιση δεν µπορεί να τεκµηριωθεί η επιβολή µέτρων περιορισµού του απορρήτου που ανήκει στον πυρήνα της ιδιωτικότητας του προσώπου. Oλα τα, πέραν της κατά κυριολεξία εθνικής ασφάλειας, σοβαρά αντικείµενα που θέλει να προστατεύσει το νοµοσχέδιο καλύπτονται από τη δυνατότητα άρσης του απορρήτου για τη διερεύνηση ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήµατος. ∆εν χρειάζεται συνεπώς να αποσαθρωθεί η έννοια της εθνικής ασφάλειας και το εγγυητικό περιεχόµενο του άρθρου 19 Σ.

Οι προϋποθέσεις που θέτει το Ε∆∆Α

Για την άρση του απορρήτου απαιτείται πάντως κατά τη νοµολογία του Ε∆∆Α «πιεστική ανάγκη» στο πλαίσιο µιας δηµοκρατικής κοινωνίας και πρέπει να επιδιώκεται η συγκέντρωση «ζωτικών πληροφοριών», αλλιώς δεν τηρούνται τα κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας. Κατά τη νοµολογία του Ε∆∆Α, η παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών µπορεί να δικαιολογηθεί: Εάν προβλέπεται από τον νόµο, άρα πρέπει να προβλέπεται από το εθνικό Σύνταγµα και την εθνική νοµοθεσία η οποία να µην είναι αντισυνταγµατική και µη συµβατή µε την Ευρωπαϊκή Σύµβαση ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΣ∆Α). Εάν υπηρετεί έναν ή περισσότερους από τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 8 ΕΣ∆Α, µεταξύ των οποίων η εθνική ασφάλεια όπως την ορίσαµε. Εάν είναι αναγκαία σε µία δηµοκρατική κοινωνία, προκειµένου να επιτευχθεί ο επιδιωκόµενος σκοπός. Τα κριτήρια είναι λεπτοµερώς επεξεργασµένα και γνωστά. Πρέπει να υπάρχει το στοιχείο της quality of law, όχι απλώς της νοµιµότητας, αλλά της εσωτερικής ποιότητας του νόµου, της αναγκαιότητας, της επάρκειας, της αποτελεσµατικότητας, των εγγυήσεων κατά της αυθαιρεσίας και εν µέρει της προβλεψιµότητας (της δυνατότητας του θιγόµενου να µπορεί να προβλέπει ότι ενδέχεται να τεθεί υπό µυστική παρακολούθηση). Πάντως πρέπει να υπάρχει αποτελεσµατικό ένδικο βοήθηµα κατά των σχετικών αποφάσεων, όπως επιβάλλει το άρθρο 13 ΕΣ∆Α. Eνας δε κρίσιµος δείκτης είναι το ποσοστό απορρίψεων των αιτήσεων της αρχής για άρση του απορρήτου. Το νοµοσχέδιο δεν περιέχει ρυθµίσεις που να καλύπτουν όλες τις απαιτήσεις της νοµολογίας του Στρασβούργου.

Το σχέδιο δεν δίνει ευθεία απάντηση ούτε στο θεµελιώδες για την ερµηνεία του άρθρου 19 παρ. 1 Σ. ερώτηµα: ποια είναι η νοµική φύση της εισαγγελικής διάταξης που προβλέπεται από την κοινή νοµοθεσία ως η απαιτούµενη από το Σύνταγµα πράξη της δικαστικής αρχής µε την οποία αίρεται το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας; Είναι ανακριτική πράξη στο πεδίο του Ποινικού ∆ικαίου ή µήπως διοικητικού χαρακτήρα ενέργεια; Το Σύνταγµα αναφερόµενο σε δικαστική αρχή και ο νόµος αναθέτοντας την έκδοση της συγκεκριµένης δικαστικής πράξης σε εισαγγελικά όργανα, δηλαδή όργανα της ποινικής δικαιοσύνης, αντιµετωπίζει την πράξη αυτή ως ανακριτική, ως πράξη που κινείται στο πεδίο του Ποινικού ∆ικαίου. Ακόµα και εάν υιοθετήσουµε προς στιγµή την εκδοχή ότι λειτουργικά η εισαγγελική διάταξη είναι διοικητική πράξη, αυτή και πάλι είναι ποινική κατά τα λεγόµενα κριτήρια Engel της νοµολογίας του Ε∆∆Α. Το νοµοσχέδιο στο άρθρο 5 παρ. 1 συνοµολογεί τον ποινικό χαρακτήρα των εισαγγελικών διατάξεων άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, αλλά δεν συνάγει τις έννοµες συνέπειες που έχει αυτή η παραδοχή. Μια βασική συνέπεια συνδέεται µε τα πολιτικά πρόσωπα.

Τα πολιτικά πρόσωπα

Το σχέδιο νόµου αναγνωρίζει ότι πρέπει να ισχύουν ειδικές αυξηµένες εγγυήσεις για τα πολιτικά πρόσωπα. Κατασκευάζει όµως µια δικής του επινόησης έννοια πολιτικού προσώπου που υπάγεται στην ειδική εγγύηση της προηγούµενης άδειας του προέδρου της Βουλής (ΠΤΒ). Αυτό µπορεί να φαίνεται εύλογο στον µη νοµικό, αν και πρακτικά ο ΠΤΒ έρχεται στην εξαιρετικά δύσκολη θέση να πρέπει να εγκρίνει την πιθανή παρακολούθηση της Προέδρου της ∆ηµοκρατίας (Πτ∆), του πρωθυπουργού ή αρχηγού κόµµατος. Κατά το ισχύον όµως Σύνταγµα τέτοια αρµοδιότητα ούτε έχει ούτε µπορεί να αποκτήσει ο ΠΤΒ. Κατ’ αρχάς το σχέδιο νόµου εκλαµβάνει τον ΠΤΒ ουσιαστικά ως µονοπρόσωπο όργανο που υποκαθιστά τη συλλογική και πολυκοµµατική Βουλή, τυπικά δε ως διοικητικό όργανο που συµπράττει στην έκδοση µιας δικαστικής πράξης. Ο ΠΤΒ ασκεί όµως διοικητικές αρµοδιότητες µόνο σε σχέση µε την αυτονοµία της Βουλής και σύµφωνα µε τον Κανονισµό της, αυτές δε οι πράξεις υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο (άρθρο 65 παρ. 6 Σ.). Σίγουρα δεν έχει καµία αρµοδιότητα για την Πτ∆, τους δηµάρχους και τους περιφερειάρχες.

Αυτό το δυσλειτουργικό υβρίδιο του νοµοσχεδίου οφείλεται στην αντίφαση να αναγνωρίζεται η ανάγκη ειδικών εγγυήσεων για τα πολιτικά πρόσωπα, αλλά αυτές να αναζητούνται αυτοσχεδιαστικά εκτός Συντάγµατος. Εντός Συντάγµατος οι σχετικές ρυθµίσεις είναι µόνο αυτές των άρθρων 49, 61, 62 και 86. Οι προβλεπόµενοι συνταγµατικά θεσµοί είναι το βουλευτικό ανεύθυνο περιλαµβανοµένου του βουλευτικού απορρήτου, το βουλευτικό ακαταδίωκτο, το ανεύθυνο του ανωτάτου άρχοντος και η ποινική ευθύνη των υπουργών.

Το νοµοσχέδιο εξοµοιώνει τους δηµάρχους και περιφερειάρχες µε την Πτ∆ αλλά σιωπά ως προς δύο ιδιαίτερα ευαίσθητες κατηγορίες προσώπων, η µυστική παρακολούθηση των οποίων έχει γίνει αντικείµενο ενδελεχούς επεξεργασίας από το Ε∆∆Α, τους δικηγόρους και τους δηµοσιογράφους.

Η ενηµέρωση του θιγέντος και η Α∆ΑΕ

Τέλος, το νοµοσχέδιο κάνει ένα βήµα ως προς τη δυνατότητα εκ των υστέρων ενηµέρωσης του θιγέντος στο απόρρητο των επικοινωνιών του για λόγους εθνικής ασφάλειας χωρίς προφανώς να έχει προκύψει κάτι ενοχοποιητικό που να προκάλεσε ποινική δίωξη. Αυτή όµως η δυνατότητα παρέχεται µετά την πάροδο τριετίας ακόµη και αν δεν υπάρχει λόγος για µια τόσο µεγάλη χρονική απόσταση. Η ρύθµιση είναι προφανώς δυσανάλογη και ως πολιτικό µήνυµα προς τους αδικαιολόγητα θιγέντες που αναζητούν εξηγήσεις προσβλητική. Η ενηµέρωση εξαρτάται δε από την απόφαση τριµελούς επιτροπής µε πρόεδρο τον εισαγγελέα της ΕΥΠ και µέλη τον διοικητή της ΕΥΠ και τον πρόεδρο της Α∆ΑΕ, χωρίς ουσιαστική δυνατότητα δικαστικού ελέγχου καθώς όλα τα κρίσιµα στοιχεία θα έχουν προ πολλού καταστραφεί. Aλλωστε, όπως προβλέπει το νοµοσχέδιο, «το όργανο αποφασίζει κατά πλειοψηφία, χωρίς καταγραφή της τυχόν µειοψηφίας στην απόφαση και χωρίς τήρηση πρακτικών. Στην περίπτωση που αποφασισθεί η ενηµέρωση, το καθ’ ου η άρση πρόσωπο ενηµερώνεται µόνο για την επιβολή του περιοριστικού µέτρου και για τη διάρκειά του. ∆εν επιτρέπεται η υποβολή νέου αιτήµατος πριν από την πάροδο ενός (1) έτους από την υποβολή του προηγούµενου».

Η έννοια των λόγων εθνικής ασφάλειας είναι συνταγµατική και δεν µπορεί να διευρυνθεί και µάλιστα υπέρµετρα από τον νοµοθέτη. Η φιλελεύθερη δηµοκρατία στη χώρα µας χρειάζεται ριζική αλλαγή του δηµοσίου κλίµατος και αυτό απαιτεί πολιτικές υπερβάσεις και νοµική σαφήνεια.

Το κρισιµότερο όµως είναι ότι το νοµοσχέδιο δεν φαίνεται να ενσωµατώνει ούτε στη νοµοθετική βούληση ούτε καν στη διατύπωσή του τη ρητή και κατηγορηµατική πρόβλεψη της παρ. 2 του άρθρου 19 Σ., σύµφωνα µε την οποία «Νόµος ορίζει τα σχετικά µε τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρµοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1». Αυτή η αρχή είναι η Α∆ΑΕ που δεν είναι ο αµήχανος αρχειοθέτης χιλιάδων ανώνυµων και αναιτιολόγητων εισαγγελικών διατάξεων που αίρουν το απόρρητο των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας, αλλά ο συνταγµατικά προβλεπόµενος εγγυητής του απορρήτου.

Η φιλελεύθερη δηµοκρατία στη χώρα µας χρειάζεται ριζική αλλαγή του δηµοσίου κλίµατος και αυτό απαιτεί πολιτικές υπερβάσεις και νοµική σαφήνεια. Τα θετικά βήµατα είναι ευπρόσδεκτα. Αυτό που απαιτείται όµως είναι ένα άλλο θεσµικό ήθος της πολιτικής εξουσίας που να βασίζεται όχι σε υπεκφυγές και υβρίδια αλλά στον πρόθυµο σεβασµό του Συντάγµατος και της ΕΣ∆Α.

"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 20/11/22


ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΛΗΝΑΚΗ

Είναι περιττό να αναλυθούν, και µάλιστα στην τρέχουσα συγκυρία, οι σοβαρότατοι εθνικοί λόγοι που επιβάλλουν ιδιαίτερη προσοχή σε όσα αφορούν την εξωτερική αποστολή της ΕΥΠ. Με την τρέχουσα αποκλειστική εστίαση στις υποκλοπές, κινδυνεύει να χαθεί µια ιστορική ευκαιρία αναγέννησης ενός απαραίτητου όσο ποτέ επιχειρησιακού βραχίονα της εξωτερικής και αµυντικής πολιτικής µας. Eχω επανειληµµένως αναφερθεί στην ανάγκη να αντιµετωπισθεί η αντιστρόφως ανάλογη πορεία που ακολουθεί η ΕΥΠ σε σχέση µε την τουρκική αντίστοιχή της, τη ΜΙΤ. Η τελευταία εξελίσσεται (σε συνδυασµό µε πάµπολλες κρατικές και παρακρατικές υπηρεσίες του συστήµατος Ερντογάν) σε ένα τεράστιο, πολυπλόκαµο και επιθετικότατο µηχανισµό της γείτονος. Για το δικό µας εθνικό σύστηµα πληροφοριών θα έπρεπε, εξάλλου, να είχε λειτουργήσει ως ηχηρή καµπάνα προειδοποίησης, η ευρεία ανάπτυξη των σχέσεών µας µε «συµµαχικά» κράτη στην Αν. Μεσόγειο και στον Κόλπο, τα τελευταία χρόνια. Οι χώρες αυτές δεν έχουν οµοιότητες βεβαίως µε τα δυτικά συστήµατα δηµοκρατικής διακυβέρνησης και δηµόσιας λογοδοσίας, αλλά λειτουργούν, διαπραγµατεύονται και επιχειρούν, χρησιµοποιώντας τις µυστικές υπηρεσίες ως κεντρικό πυλώνα της εξωτερικής δράσης τους. Παρ’ όλα αυτά, η χώρα µας επέλεξε να αδιαφορήσει για τους κρισιµότατους αυτούς διαύλους (ενδεικτική η επιλογή του νέου διοικητή το 2019), µε µοιραία συνέπεια να εξουδετερώσει τον τελευταίο χρόνο η Αγκυρα τα όποια πλεονεκτήµατα (θεωρούσαµε ότι) είχαµε εξασφαλίσει.

Για ευνόητους λόγους, δεν θα αναλύσω δηµόσια τις σοβαρές αδυναµίες του συστήµατος ασφαλείας της χώρας και θα επικεντρωθώ σε προτάσεις δηµιουργικές:

1. ∆ιάσπαση της ΕΥΠ προκειµένου να δηµιουργηθούν δύο υπηρεσίες, όπως συµβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Συγκεκριµένα:

α) Η µία (Υπηρεσία Εσωτερικής Ασφάλειας) θα έχει ως βασικές αρµοδιότητες την αντικατασκοπεία και την αντιµετώπιση/εξουδετέρωση της τροµοκρατίας και του οργανωµένου εγκλήµατος, µε υπαγωγή στον υπουργό Προστασίας του Πολίτη.

β) Η δεύτερη (Υπηρεσία Πληροφοριών Εξωτερικού) θα έχει ως βασική αποστολή τη συλλογή, ανάλυση και διανοµή πληροφοριών εξωτερικού (κυρίως επί εθνικά κρίσιµων χωρών), χρησιµοποιώντας ανθρώπινο δυναµικό και τεχνικά µέσα. Η συγκεκριµένη υπηρεσία θα µπορούσε να υπαχθεί στον υπουργό Εθνικής Αµυνας ή στον υπουργό Εξωτερικών. Οι δύο αυτές υπηρεσίες θα πρέπει να στελεχώνονται µε το προσωπικό που υπηρετεί σήµερα στην ΕΥΠ (αναλόγως των προσόντων του) ή από κατάλληλα στελέχη που υπηρετούν σε άλλες δηµόσιες υπηρεσίες, και να υπάρξει πρόβλεψη ώστε το τυχόν πλεονάζον ή ακατάλληλο προσωπικό της να µετακινηθεί στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα ή σε άλλες υπηρεσίες.

2. Εναλλακτικά, θα µπορούσε να διατηρηθεί η ΕΥΠ ως έχει, αφού αναδιοργανωθεί πλήρως: λιγότερες διευθύνσεις και τµήµατα για µεγαλύτερη ευελιξία και καλύτερο έλεγχο δραστηριοτήτων, κατάργηση µερικών µη χρήσιµων πλέον περιφερειακών µονάδων, µείωση διοικητικού προσωπικού, οργάνωση κατάλληλης εκπαίδευσης, µετατάξεις προσωπικού προς ή από άλλες υπηρεσίες κ.λπ. Ως ριζική αναδιοργάνωση µπορεί να θεωρηθεί ο διαχωρισµός της ΕΥΠ στους δύο βασικούς τοµείς της δραστηριοποίησής της, δηλαδή της συλλογής πληροφοριών εξωτερικού (κατασκοπεία) και της αντιµετώπισης των δράσεων των ξένων υπηρεσιών στη χώρα µας (αντικατασκοπεία) µε δύο επιχειρησιακούς υποδιοικητές επικεφαλής των δύο συγκεκριµένων και βασικών αποστολών της. Ενας τρίτος υποδιοικητής θα µπορούσε να προβλέπεται για τις διοικητικές και οικονοµικές αρµοδιότητες και ευθύνες λειτουργίας µιας ενιαίας ΕΥΠ.

3. Σε περίπτωση που επιλεγεί η πρόταση για µια ενιαία και πλήρως αναδιοργανωµένη υπηρεσία, θα πρέπει να αποφασισθεί ταυτόχρονα και η τελική υπαγωγή της στον πρωθυπουργό, αφού µόνον έτσι οι συνολικές της αρµοδιότητες θα καλύπτονται και θα δικαιολογούνται, ενώ θα αναβαθµισθεί και θα αναγνωρισθεί ο εθνικός της ρόλος.

Οποια από τις ανωτέρω προτάσεις και να προκριθεί, θεωρείται αναγκαία η επιστροφή, από το ΓΕΕΘΑ (όπου ατυχώς µεταφέρθηκε πριν από περίπου δύο χρόνια), της ∆ιεύθυνσης Συλλογής Πληροφοριών µε Ηλεκτρονικά Μέσα στη νέα ενιαία ΕΥΠ (ή στον τοµέα κατασκοπείας στην περίπτωση διαχωρισµού της). Τέλος, ως προς τον έλεγχο της µιας ή των δύο υπηρεσιών, θα πρέπει να αποφασισθεί αν η πολιτεία επιθυµεί τον πραγµατικό/ουσιαστικό έλεγχο ή τον τυπικό. Στην περίπτωση επιλογής του τυπικού ελέγχου, αρκεί η σχετική αρµοδιότητα και ευθύνη να ανατεθεί στην Επιτροπή Θεσµών και ∆ιαφάνειας, τα µέλη της οποίας, ωστόσο, ουδέποτε θα επιτύχουν να ελέγξουν τις επιχειρησιακές δραστηριότητες της µιας ή των δύο υπηρεσιών, µέσω των αναµφίβολα τυπικών και άνευ ουσίας ακροάσεων του διοικητή ή των διοικητών, δεδοµένου ότι δεν διαθέτουν τις απαιτούµενες ειδικές γνώσεις. Oµως, στην περίπτωση που η πολιτεία επιλέξει να ελέγχει συνολικά και ουσιαστικά την/τις υπηρεσίες πληροφοριών, η ευθύνη του ελέγχου θα µπορούσε να παραµείνει στην Επιτροπή Θεσµών και ∆ιαφάνειας, αλλά µε τις ακόλουθες προσθήκες:

α)Η Επιτροπή θα πρέπει να ανευρίσκει κάθε φορά εξειδικευµένους συνεργάτες, µε ανάλογες γνώσεις και εµπειρίες, προσόντα που πιθανότατα διαθέτουν ορισµένα αφυπηρετήσαντα στελέχη της ΕΥΠ.

β) Στην Επιτροπή θα προσέρχονται και θα εξετάζονται, πέραν του διοικητή/διοικητών, οι υποδιοικητές και κάθε άλλο στέλεχος ή υπάλληλος, που θα κρίνουν τα µέλη της Επιτροπής, αφού προηγουµένως ξεπεραστεί νοµικά και µε σαφήνεια το «εµπόδιο» της µάλλον επιλεκτικής και χρησιµοποιούµενης για άλλους και προφανείς σκοπούς επίκλησης του περιβόητου «απορρήτου» και νοµοθετηθεί η αυστηροποίηση των ποινών για το ενδεχόµενο διαρροών απόρρητων στοιχείων ή ονοµάτων στελεχών της ΕΥΠ.

Σε κάθε περίπτωση, για την αποτελεσµατικότητα του πληροφοριακού µηχανισµού θα πρέπει να εξασφαλισθούν τα εξής:

• Οι προσλήψεις προσωπικού να πραγµατοποιούνται ανάλογα µε τις πραγµατικές ανάγκες της ΕΥΠ και οι προσλαµβανόµενοι να πληρούν τις ειδικές προϋποθέσεις.

• Να καταργηθούν οι αποσπάσεις στην υπηρεσία αστυνοµικών ή να περιορισθούν σε χαµηλόβαθµους και µόνο για κάλυψη αναγκών ασφαλείας (προσωπικού και εγκαταστάσεων), αποκλειοµένης της τοποθέτησης ή της χρησιµοποίησής τους σε επιχειρησιακούς τοµείς (αποφεύγω να τεκµηριώσω δηµόσια πώς και από ποιους εκτέθηκε σοβαρά η ΕΥΠ επιχειρησιακά ή/και µε διαρροές σε κόµµατα και ΜΜΕ).

• Να καταργηθεί ο συνδικαλισµός ως σταθερή πηγή εσωτερικών διενέξεων και λειτουργικών δυσχερειών, καθώς και επικίνδυνων διαρροών.

• Οι επιλογές προϊσταµένων από τους διοικούντες να τεκµηριώνονται µε πειστικό τρόπο και να υποβάλλονται προς έγκριση στον προϊστάµενο υπουργό ή στον πρωθυπουργό.

• Η τριετής (µε µετάθεση) θητεία σε περιφερειακές µονάδες να αποτελεί κρίσιµο κριτήριο και βασικό πλεονέκτηµα για τις επιλογές σε διευθυντικές θέσεις.

• Να αυξηθεί ο σχετικός προϋπολογισµός, όχι τόσο ως προς το µισθολόγιο όσο για την ανάγκη εκσυγχρονισµού του ειδικού τεχνικού εξοπλισµού και την ανάπτυξη επιχειρήσεων κυρίως στο εξωτερικό.

Τέλος, να µην αποκλεισθεί τα ενδεχόµενο τοποθέτησης στη θέση διοικητή ή υποδιοικητών στελεχών προερχοµένων από το πολιτικό προσωπικό της ΕΥΠ (εν ενεργεία ή αφυπηρετησάντων).

∆εδοµένου ότι η πιθανότητα µιας επικίνδυνης αναµέτρησης µε την τουρκική επιθετικότητα είναι ορατή περισσότερο από ποτέ, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών καλείται να διαδραµατίσει έναν σηµαντικότατο ρόλο. Ανεξάρτητα από τις κοµµατικές αντεγκλήσεις για το πανταχόθεν βαλλόµενο εσωτερικό σκέλος της, η εξωτερική αποστολή της είναι εθνικά κρίσιµη και επιβάλλεται η θεσµική της θωράκιση άµεσα.

Η εξωτερική αποστολή της είναι εθνικά κρίσιµη και επιβάλλεται η θεσµική της θωράκιση άµεσα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου