ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΝΑΥΑΡΧΟΥ Ι. ΔΑΜΗΛΑΤΗ
«Η Σωτηρία του θωρηκτού ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ
και η πορεία ενός σεμνού ήρωα»
Αμφιθέατρο Δήμου Χολαργού – Παπάγου, 5 Δεκεμβρίου 2025
Αντιναύαρχος Π.Ν. ε.α. Αναστ. Κ. Δημητρακόπουλος
Με το συγγραφέα ναύαρχο Δαμηλάτη γνωριζόμαστε από χρόνια. Το Ναυτικό ήταν τότε μικρό και τα στελέχη του γνωρίζονταν μεταξύ τους. Έτσι, προχωρώντας στους βαθμούς, έγινε γνωστός για τον επαγγελματισμό, τη συνέπεια, αλλά κυρίως για την ευπρέπεια και το ευπροσήγορο του χαρακτήρα του, αλλά και για την αγάπη του για το Ναυτικό. Ιδιότητες που μου δόθηκε η ευκαιρία να εκτιμήσω και ο ίδιος προσωπικά κατά τη συνυπηρεσία μας και συνεργασία.
Αντίθετα, τον πατέρα του, βετεράνο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, δεν έτυχε να συναντήσω. Είχε αποστρατευθεί το 1951 με αίτησή του, για λόγους «υπηρεσιακής ευθιξίας», τέσσερα χρόνια πριν μπω στη Σχολή Δοκίμων. Όπως, όμως, είπα, το Ναυτικό ήταν μικρό και τα ονόματα γνωστά. Με τον καιρό, ασχολούμενος με την «πετριά» μου, την Ιστορία του Ναυτικού μας, μπήκα βαθύτερα στα του Παναγιώτη Δαμηλάτη, του «Πότη» όπως τον αποκαλούσαν. Υπήρξε ένας αξιωματικός που δεν έγραψε μόνο τη δική του Ιστορία, αλλά συνέβαλε και στην Ιστορία του Ναυτικού μας.
Μία πρώτη συνεισφορά του, μικρή αλλά πολύ σημαντική, έλαβε χώρα στη διάρκεια του βενιζελικού κινήματος του 1935. Την εποχή εκείνη, όταν οι κινηματίες κατέλαβαν το Ναύσταθμο της Σαλαμίνας, τα τρία από τα μεγαλύτερα αντιτορπιλικά ήταν εκτός ενεργείας, υπό επισκευή ή γενική επιθεώρηση και, έτσι, μόνο ένα μπόρεσε να προσχωρήσει στο κίνημα. Στα άλλα τρία οι κινηματίες αφαίρεσαν διάφορα εξαρτήματα των μηχανών, καθώς και των ηλεκτρικών επικρουστήρων των πυροβόλων, για να αποτρέψουν την τυχόν χρησιμοποίησή τους εναντίον τους. Ο υποπλοίαρχος τότε Δαμηλάτης, με εξειδίκευση στο πυροβολικό, επινόησε ένα σύστημα που αποκατέστησε τους επικρουστήρες, με αποτέλεσμα τα τρία αυτά πλοία να συμβάλουν αποφασιστικά στην καταστολή του κινήματος στο Ναυτικό, και ίδιος να προταθεί για την απονομή του Μεταλλίου Στρατιωτικής Αξίας.
Με την Κατάρρευση, τον Απρίλιο του 1941, ακολούθησε το Στόλο με το θωρηκτό Γεώργιος Αβέρωφ κατά την Αποδημία του στη Μέση Ανατολή. Θα επανέλθω για αυτό στη συνέχεια, αφού προηγουμένως αναφερθώ σε μερικά ακόμη περιστατικά που κόσμησαν τη σταδιοδρομία του
Το πρώτο ήταν την περίοδο του θέρους του 1942. Την εποχή εκείνη ο Ρόμμελ με το γερμανικό Africa Corp και τις ιταλικές δυνάμεις προχωρούσε ακάθεκτος προς Ανατολάς και είχε φθάσει μερικές δεκάδες χιλιόμετρα από την Αλεξάνδρεια. Η κατάληψη της πόλης με το μεγάλο λιμάνι φαινόταν θέμα χρόνου και επικρατούσε χάος. Οι συμμαχικές δυνάμεις και τα επιτελεία, περιλαμβανομένων των ελληνικών, αποσύρονταν ανατολικότερα, η πόλη εκκενωνόταν από τους ξένους και το τοπικό στοιχείο ανέμενε με ενθουσιασμό τους Ιταλούς. Οι αποθήκες λεηλατούντο.
Ο πλωτάρχης Δαμηλάτης ήταν πια κυβερνήτης στο μικρό αντιτορπιλικό Σφενδόνη, ναυπηγημένο πριν από 40 σχεδόν χρόνια, με το οποίο απέπλευσε για το Πορτ Σάιντ. Εκεί, κάθε βράδυ, εκτελούσε ανθυποβρυχιακή περιπολία στα ανοικτά του λιμένα, νέα κύρια ναυτική βάση μετά την Αλεξάνδρεια. Ακούραστα, καθημερινά, παρά την παλαιότητα του σκάφους, επί τρεις μήνες, απέπλεε το βράδυ και επανέπλεε το πρωί. Όπως αναφέρει στην Πολεμική Έκθεσή του ο ναύαρχος Φωκάς, δεν σταμάτησε ακόμα και όταν, λόγω παρατεινόμενης βλάβης στις ηλεκτρομηχανές, έπλεε χωρίς φωτισμό με τη χρήση λαδοφάναρων, προκαλώντας το θαυμασμό των Συμμάχων και την απονομή του Βρετανικού Σταυρού Διακεκριμένης Υπηρεσίας, του γνωστού, περιζήτητου DSC.
Τον Φεβρουάριο του 1943, αφού στο μεταξύ είχε διατελέσει κυβερνήτης δύο άλλων αντιτορπιλικών, αδιάληπτα μετέχοντας στις συμμαχικές ναυτικές επιχειρήσεις στη Μεσόγειο, ανέλαβε την κυβέρνηση του Κανάρη, ενός νεότευκτου αντιτορπιλικού που μόλις είχε παραχωρηθεί στην Ελλάδα από τη Μεγάλη Βρετανία. Τον Μάιο, με το νέο του πλοίο, ο πλωτάρχης Δαμηλάτης έλαβε μέρος, μεταξύ άλλων, στις επιχειρήσεις της Τύνιδος και τελικά, τον Ιούλιο, στην απόβαση στη Σικελία. Στη διάρκειά της, ο Κανάρης εισήλθε στο λιμάνι της Αυγούστας και αποβίβασε άγημα αναγνώρισης, βαλλόμενος και βάλλοντας, πρώτο ελληνικό πλοίο που έμπαινε σε εχθρικό ιταλικό λιμάνι. Για τη συγκεκριμένη του δράση ο Δαμηλάτης τιμήθηκε με το Πολεμικό Σταυρό Γ’ Τάξης και με εύφημη μνεία του βασιλέα της Μ. Βρετανίας. Ακολούθησαν και άλλες αποστολές, και στο τέλος του έτους ο Κανάρης είχε διανύσει κοντά 72.500 μίλια.
Καθώς έμπαινε το 1944, η ήττα του Άξονα ήταν πια σχεδόν βέβαιη και διαγραφόταν ως επικείμενη η απελευθέρωση της Ελλάδας. Στα τρία χρόνια που είχαν περάσει από την Αποδημία του, ο Ελληνικός Στόλος είχε καταστεί αγνώριστος. Στα 20 πλοία που είχαν φθάσει στην Αλεξάνδρεια εκείνον τον τραγικό Απρίλιο του 1941 είχαν προστεθεί άλλες 43 μονάδες.
Με τα πλοία αυτά το Απόδημο Ναυτικό είχε μετάσχει όχι μόνο στις τρέχουσες συμμαχικές επιχειρήσεις στη Μεσόγειο, τον Ατλαντικό, ακόμη και τον Ινδικό Ωκεανό, αλλά και στις μεγάλες αποβατικές ενέργειες της Σικελίας, της Μεσημβρινής Ιταλίας, του Άνζιο, της Νορμανδίας και της Νοτίου Γαλλίας.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1943 η Αλεξάνδρεια πανηγύρισε ένα σπουδαίο γεγονός: Κατέπλευσε στο λιμάνι της ο παραδομένος Ιταλικός Στόλος. Στα πλοία που τον συνόδευαν ήταν και το θρυλικό αντιτορπιλικό μας Βασίλισσα Όλγα, ενώ είχαν βγει να τον προϋπαντήσουν ο Βρετανός αρχηγός τού Στόλου Ανατολικής Μεσογείου και ο Έλληνας ομόλογός του, ο καθένας επιβαίνοντας σε μικρό ναρκαλιευτικό. Περνώντας, τα υποταγμένα ιταλικά θωρηκτά και καταδρομικά χαιρετούσαν τα δύο μικρά πλοία τών νικητών. Ήταν μία τιμή που οι Βρετανοί θέλησαν να αποδώσουν στο Ελληνικό Ναυτικό για όσα είχε μέχρι τότε προσφέρει.
Ένα μήνα αργότερα, στα μέσα Οκτώβριο του 1943, ο Κανάρης¸ μαζί με το αντιτορπιλικό Θεμιστοκλής και δύο βρετανικά αντιτορπιλικά, συνόδευσε τα παραδομένα ιταλικά θωρηκτά Vittorio Veneto και Italia από την Αλεξάνδρεια στο Πορτ Σάιντ, για «εγκλεισμό» στις Πικρές Λίμνες τής Αιγύπτου, μαζί με τα άλλα πλοία του Ιταλικού Στόλου.
Στις αρχές Δεκεμβρίου, ο ελληνισμός τής Αλεξάνδρειας γνώρισε στιγμές αποθέωσης. Ανήμερα του Αγίου Νικολάου, μπήκε στο λιμάνι ο κουτσουρεμένος Αδρίας, με κυβερνήτη τον αντιπλοίαρχο Νικόλαο Τούμπα. Είχε χάσει την πλώρη του μέχρι τη γέφυρα στη διάρκεια των επιχειρήσεων της Δωδεκανήσου, πέφτοντας σε μία νάρκη. Είχε καταφέρει να στεγανοποιήσει το τεράστιο ρήγμα και να πλεύσει αυτοδύναμα μέχρι την Αλεξάνδρεια, χωρίς πλώρη.Η υποδοχή που του έγινε ξεφεύγει από κάθε περιγραφή. Ήταν κάτι το μεγαλειώδες. Μία υπέροχη, λαμπρή μέρα, που έστειλε τη φήμη τού Ναυτικού μας στο απόγειο και γέμισε τους Έλληνες με υπερηφάνεια. Ακόμη και ο Churchill αναφέρθηκε στη Βουλή των Κοινοτήτων για τον αίσιο κατάπλου τού Αδρία στην Αλεξάνδρεια.
Ωστόσο η φυλή μας έχει το διαχρονικό ιδίωμα να μεγαλουργεί και μετά να βυθίζεται στα τάρταρα. Να περνά από το θρίαμβο στη καταστροφή και πάλι ανάποδα. Έτσι, λίγους μήνες ύστερα από την μεγαλειώδη υποδοχή τού Αδρία, ακολούθησε η Στάση στο Ναυτικό του Απριλίου του 1944, για την οποία δεν θα πω περισσότερα καθώς είναι έξω από το θέμα της σημερινής μας συγκέντρωσης. Θα πω μόνο ότι υπήρξε μία οδυνηρή «παρένθεση» που, πέρα από τις τραυματικές εμπειρίες στο προσωπικό, πλήγωσε βαθύτατα το γόητρο του Ναυτικού μας. Και εδώ, ο Δαμηλάτης δεν απουσίασε. Έδωσε το παρών στο Άγημα Εμβολής για την αιματηρή ανακατάληψη των πλοίων του Ναυτικού που είχαν στασιάσει.
Είπα προηγουμένως ότι για τον Δαμηλάτη που, πλωτάρχης τότε και αξιωματικός πυροβολικού του Αβέρωφ, ακολούθησε το Στόλο κατά την Αποδημία του στη Μέση Ανατολή με το θωρηκτό, θα αναφερόμουν αργότερα. Το άφησα τελευταίο γιατί, κατά γενική ομολογία, ο απόπλους του υπήρξε μία από τις ωραιότερες στιγμές της Ιστορίας του Ναυτικού μας. Και το πλέον παράδοξο: αυτός ο απόπλους ήταν το αποτέλεσμα μίας στάσης! Εξηγούμαι:
Από την αρχή του πολέμου το γέρικο θωρηκτό βρισκόταν δεμένο σε τσαμαδούρα στον Κόλπο Ελευσίνας. Ήταν πλήρως επανδρωμένο, αλλά η ηλικία και τα μέσα του δεν του επέτρεπαν πια να συμμετέχει σε επιχειρήσεις. Εκεί το βρήκε η γερμανική εισβολή και επανειλημμένα έγινε στόχος της γερμανικής αεροπορίας. Ο ισχυρός αντιαεροπορικός οπλισμός του το προφύλασσε, αλλά μέχρι πότε; Όταν ήλθε η ώρα της Αποδημίας του Στόλου, συνεχώς μεταβαλλόμενες φήμες το ήθελαν πότε να ακολουθεί τα άλλα πλοία και πότε να αυτοβυθίζεται. Στο μεταξύ, παρέμενε στο αγκυροβόλιό του, με τα γερμανικά αεροσκάφη να προσπαθούν να το βυθίσουν…
Κάποια στιγμή, και ενώ ο κυβερνήτης του είχε ανέβει στην Αθήνα για να εκμαιεύσει από το ΓΕΝ τη διαταγή απόπλου και ο ύπαρχός του είχε και αυτός εξέλθει στην ξηρά, το πλήρωμα και οι νεότεροι αξιωματικοί «στασίασαν», ζητώντας τον άμεσο απόπλου του πλοίου. Ο αρχαιότερος ένδον αξιωματικός Δαμηλάτης, συντάχθηκε με αυτούς και ανέλαβε την διακυβέρνηση του θωρηκτού. Το πλοίο έλυσε, έφθασε στον δίαυλο της Ψυττάλειας και βγήκε στον Σαρωνικό.
Στο μεταξύ, ο κυβερνήτης, μη έχοντας επιτύχει την έγκριση απόπλου, επέστρεψε στην περιοχή της Ελευσίνας για να επιβεί στο πλοίο του. Μη βρίσκοντάς το και μαθαίνοντας τα συμβάντα, πέρασε στο Ναύσταθμο, άρπαξε την ταχεία βενζινάκατο του διοικητή και βάλθηκε να κυνηγά τον Αβέρωφ. Τον πρόφθασε στο ύψος της Αίγινας και επέβη σε αυτό. Στη συνέχεια, το οδήγησε στην Σούδα και από εκεί στην Αλεξάνδρεια.
Αυτή είναι με ελάχιστα λόγια η ιστορία της «στάσης» του Αβέρωφ. Το περιστατικό έχει μείνει στην Ιστορία ως ο «βίαιος απόπλους» του, όρο που κατ’ οικονομίαν έδωσε ο Φωκάς στην επίσημη Έκθεση για τη δράση του Ναυτικού κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην πράξη, όμως, είχε όλα τα συστατικά μιάς στάσης που, όμως, καθαγιάστηκε από τα γνήσια πατριωτικά κίνητρά της. Γιατί οι άνδρες του Αβέρωφ «στασίασαν» φοβούμενοι ότι θα έχαναν το δικαίωμα –βλέπε υποχρέωση– να κάνουν το καθήκον τους. Αν αυτό δεν δείχνει το πνεύμα εκείνων των ημερών και τον πατριωτισμό που τότε περίσσευε, πως αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί;
Από το ίδιο πνεύμα διακατέχονταν και οι 2.883 άνδρες που επέβαιναν στα 20 καράβια που απέπλευσαν για τη Μέση Ανατολή, καθώς και οι τόσοι άλλοι που με μύριους κινδύνους κατάφεραν να διαφύγουν από την κατεχόμενη χώρα και να φθάσουν στην Αίγυπτο.
Και εδώ επιτρέψτε μου μερικά ακόμη λεπτά για αυτές τις τόσο μεγαλειώδεις ώρες της νεότερης ιστορίας μας. Σκοπός του απόπλου των πλοίων αυτών δεν ήταν η διαφυγή από τον όλεθρο και την καταισχύνη της παράδοσης. Ήταν η συνέχιση του αγώνα μέχρι το τέλος. Ωστόσο, δεν έφυγαν απλώς «καράβια», αλλά «Ναυτικό», με τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, τον αρχηγό του Στόλου, τους διοικητές, τους κυβερνήτες, τους αξιωματικούς, τους υπαξιωματικούς και τα πληρώματα. Δηλαδή Ναυτικό ολόκληρο, συντεταγμένο. Καταπονημένο, αλλά όχι νικημένο. Δεν έχει υπάρξει ανάλογο στη διεθνή ιστορία. Και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει ούτε να παραγνωρίζεται ούτε να ξεχνιέται.
Ναυτικό, κυρίες και κύριοι σημαίνει, κατά βάση, άνθρωποι και εδώ επιβάλλεται να σταθούμε με σεβασμό. Αν κάποιος προσπαθήσει να φανταστεί εκείνες τις μέρες της πλήρους αποδιοργάνωσης και να βάλει το εαυτό του στη θέση των ανδρών που υπηρετούσαν στα πλοία, δεν μπορεί παρά να διερωτηθεί: πού πήγαιναν αυτοί οι άνθρωποι; Τι ήταν εκείνο που τους έκανε να κινήσουν τα καράβια με νότια κατεύθυνση; Δεν σκέφθηκαν ότι πιθανόν να μην επέστρεφαν ποτέ στον τόπο τους, όχι γιατί θα σκοτώνονταν –τούτο στην τραγικότητά του θα ήταν το λιγότερο– αλλά επειδή, ενδεχομένως θα υπερίσχυε ο Άξονας, καθώς όλες οι μέχρι τότε ενδείξεις αυτό έδειχναν και, έτσι, θα κατέληγαν ισόβιοι «εμιγκρέδες». Για τους νεότερους, παιδιά ακόμη, τα πράγματα ίσως να ήταν ευκολότερα. Ρόλο θα πρέπει να έπαιξε και ο νεανικός ενθουσιασμός και η περιπετειώδης διάθεση. Ωστόσο, για τους μεγαλύτερους σε ηλικία αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, τα διλήμματα πρέπει να ήταν τρομερά. Εγκατέλειπαν συζύγους, παιδιά, υπέργηρους γονείς, την πατρίδα τους στη χειρότερη στιγμή της, την ώρα που σκλαβωνόταν. Θα τους ξανάβλεπαν; Και, όμως, έφυγαν… Ειδικότερα ο Δαμηλάτης είχε μόλις αρραβωνιαστεί. Ήταν νέος και προφανώς ερωτευμένος… Έφυγαν και ολόκληρα πληρώματα πλοίων που είχαν βυθιστεί, τρέχοντας να χωθούν σε κάποιο καράβι… Έφυγαν γιατί αυτό επέβαλε ο πατριωτισμός τους, το καθήκον και ή ντροπή για την μη εκτέλεσή του. Αναμφίβολα, υπήρξαν και κάποιες λιποψυχίες –ελάχιστες– από άτομα που θα έπρεπε να δώσουν το παράδειγμα. Οι αδυναμίες είναι ανθρώπινες…
Αυτά κυρίες και κύριοι θα διαβάσετε διατρέχοντας το βιβλίο που σήμερα παρουσιάζεται, γραμμένο από το γιο ενός βετεράνου μας. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι απλή, εύκολα κατανοητή ακόμη και από εκείνους που δεν έχουν καμία σχέση με το «υγρό στοιχείο» και το Ναυτικό. Η ανάγνωση τρέχει, δεν κουράζει, ο αναγνώστης γυρίζει τις σελίδες και μπαίνει σε μία εποχή και σε ένα περιβάλλον που, αν είναι νεότερος σε ηλικία, τού είναι άγνωστα. Είναι κατατοπιστικό, ιστορικά ακριβές, με στοιχεία αντλημένα από πλειάδα πηγών, χωρίς λεκτικές υπερβολές. Ο συγγραφέας συχνά παραθέτει και χωρία ολόκληρα με αναμνήσεις του πατέρα του, από τα οποία είναι εύκολα διακριτή η ευγένεια και ο σεμνός χαρακτήρας του βιογραφούμενου.
Παράλληλα, είναι εμφανή τα αισθήματα αγάπης και σεβασμού προς τον πατέρα του, χωρίς αυτό κατά τίποτε να μειώνει την αξία του βιβλίου, κάνοντας το, απεναντίας, ακόμη πιο ελκυστικό. Μπράβο Γιάννη για μία ακόμη φορά, αυτή τη φορά επ’ ακροατηρίω. Να συνεχίσει το βιβλίο σου το καλό του ταξίδι, εμπλουτίζοντας τη ναυτική μας βιβλιογραφία με τη δράση ενός στελέχους του Ναυτικού που επαξίως και ευόρκως υπηρέτησε την Πατρίδα του. Είναι πράγματα που πρέπει να διασώζονται…
Και ένα τελευταίο ερώτημα, αν και ρητορικό, γιατί, όπως είναι γνωστό, με το αν και το θα δεν γράφεται Ιστορία: Αν δεν βρισκόταν ο Δαμηλάτης και οι άλλοι άνδρες του Αβέρωφ θα είχε αποφευχθεί η βύθισή του; Και, κατ’ επέκτασιν, βοηθούσης και της τύχης του, θα βρισκόταν σήμερα στο Παλαιό Φάληρο ως πλοίο-μουσείο, για να θυμίζει τις παλαιές του δόξες και αυτές του Ναυτικού γενικότερα και για να διδάσκει τους νεότερους;
Όπως και αν είναι και αδιάφορο από όποια απάντηση μπορεί να δοθεί στο ερώτημα αυτό, τα γεγονότα αιτιολογούν πλήρως το τίτλο του βιβλίου σου: «Η Σωτηρία του Θωρηκτού Αβέρωφ». Στο έχω πει και στο παρελθόν και το επαναλαμβάνω τώρα: Αν ο πατέρας σου μας βλέπει από ψηλά θα πρέπει να αισθάνεται υπερήφανος για εσένα και για την αθέλητή του προβολή που του έκανες με αυτό το πόνημά σου. Κυρίως, όμως, γιατί αποδείχθηκες να είσαι στην ίδια «συχνότητα» μαζί του.
Αμφιθέατρο Δήμου Χολαργού – Παπάγου, 5 Δεκεμβρίου 2025
Αντιναύαρχος Π.Ν. ε.α. Αναστ. Κ. Δημητρακόπουλος
Με το συγγραφέα ναύαρχο Δαμηλάτη γνωριζόμαστε από χρόνια. Το Ναυτικό ήταν τότε μικρό και τα στελέχη του γνωρίζονταν μεταξύ τους. Έτσι, προχωρώντας στους βαθμούς, έγινε γνωστός για τον επαγγελματισμό, τη συνέπεια, αλλά κυρίως για την ευπρέπεια και το ευπροσήγορο του χαρακτήρα του, αλλά και για την αγάπη του για το Ναυτικό. Ιδιότητες που μου δόθηκε η ευκαιρία να εκτιμήσω και ο ίδιος προσωπικά κατά τη συνυπηρεσία μας και συνεργασία.
Αντίθετα, τον πατέρα του, βετεράνο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, δεν έτυχε να συναντήσω. Είχε αποστρατευθεί το 1951 με αίτησή του, για λόγους «υπηρεσιακής ευθιξίας», τέσσερα χρόνια πριν μπω στη Σχολή Δοκίμων. Όπως, όμως, είπα, το Ναυτικό ήταν μικρό και τα ονόματα γνωστά. Με τον καιρό, ασχολούμενος με την «πετριά» μου, την Ιστορία του Ναυτικού μας, μπήκα βαθύτερα στα του Παναγιώτη Δαμηλάτη, του «Πότη» όπως τον αποκαλούσαν. Υπήρξε ένας αξιωματικός που δεν έγραψε μόνο τη δική του Ιστορία, αλλά συνέβαλε και στην Ιστορία του Ναυτικού μας.
Μία πρώτη συνεισφορά του, μικρή αλλά πολύ σημαντική, έλαβε χώρα στη διάρκεια του βενιζελικού κινήματος του 1935. Την εποχή εκείνη, όταν οι κινηματίες κατέλαβαν το Ναύσταθμο της Σαλαμίνας, τα τρία από τα μεγαλύτερα αντιτορπιλικά ήταν εκτός ενεργείας, υπό επισκευή ή γενική επιθεώρηση και, έτσι, μόνο ένα μπόρεσε να προσχωρήσει στο κίνημα. Στα άλλα τρία οι κινηματίες αφαίρεσαν διάφορα εξαρτήματα των μηχανών, καθώς και των ηλεκτρικών επικρουστήρων των πυροβόλων, για να αποτρέψουν την τυχόν χρησιμοποίησή τους εναντίον τους. Ο υποπλοίαρχος τότε Δαμηλάτης, με εξειδίκευση στο πυροβολικό, επινόησε ένα σύστημα που αποκατέστησε τους επικρουστήρες, με αποτέλεσμα τα τρία αυτά πλοία να συμβάλουν αποφασιστικά στην καταστολή του κινήματος στο Ναυτικό, και ίδιος να προταθεί για την απονομή του Μεταλλίου Στρατιωτικής Αξίας.
Με την Κατάρρευση, τον Απρίλιο του 1941, ακολούθησε το Στόλο με το θωρηκτό Γεώργιος Αβέρωφ κατά την Αποδημία του στη Μέση Ανατολή. Θα επανέλθω για αυτό στη συνέχεια, αφού προηγουμένως αναφερθώ σε μερικά ακόμη περιστατικά που κόσμησαν τη σταδιοδρομία του
Το πρώτο ήταν την περίοδο του θέρους του 1942. Την εποχή εκείνη ο Ρόμμελ με το γερμανικό Africa Corp και τις ιταλικές δυνάμεις προχωρούσε ακάθεκτος προς Ανατολάς και είχε φθάσει μερικές δεκάδες χιλιόμετρα από την Αλεξάνδρεια. Η κατάληψη της πόλης με το μεγάλο λιμάνι φαινόταν θέμα χρόνου και επικρατούσε χάος. Οι συμμαχικές δυνάμεις και τα επιτελεία, περιλαμβανομένων των ελληνικών, αποσύρονταν ανατολικότερα, η πόλη εκκενωνόταν από τους ξένους και το τοπικό στοιχείο ανέμενε με ενθουσιασμό τους Ιταλούς. Οι αποθήκες λεηλατούντο.
Ο πλωτάρχης Δαμηλάτης ήταν πια κυβερνήτης στο μικρό αντιτορπιλικό Σφενδόνη, ναυπηγημένο πριν από 40 σχεδόν χρόνια, με το οποίο απέπλευσε για το Πορτ Σάιντ. Εκεί, κάθε βράδυ, εκτελούσε ανθυποβρυχιακή περιπολία στα ανοικτά του λιμένα, νέα κύρια ναυτική βάση μετά την Αλεξάνδρεια. Ακούραστα, καθημερινά, παρά την παλαιότητα του σκάφους, επί τρεις μήνες, απέπλεε το βράδυ και επανέπλεε το πρωί. Όπως αναφέρει στην Πολεμική Έκθεσή του ο ναύαρχος Φωκάς, δεν σταμάτησε ακόμα και όταν, λόγω παρατεινόμενης βλάβης στις ηλεκτρομηχανές, έπλεε χωρίς φωτισμό με τη χρήση λαδοφάναρων, προκαλώντας το θαυμασμό των Συμμάχων και την απονομή του Βρετανικού Σταυρού Διακεκριμένης Υπηρεσίας, του γνωστού, περιζήτητου DSC.
Τον Φεβρουάριο του 1943, αφού στο μεταξύ είχε διατελέσει κυβερνήτης δύο άλλων αντιτορπιλικών, αδιάληπτα μετέχοντας στις συμμαχικές ναυτικές επιχειρήσεις στη Μεσόγειο, ανέλαβε την κυβέρνηση του Κανάρη, ενός νεότευκτου αντιτορπιλικού που μόλις είχε παραχωρηθεί στην Ελλάδα από τη Μεγάλη Βρετανία. Τον Μάιο, με το νέο του πλοίο, ο πλωτάρχης Δαμηλάτης έλαβε μέρος, μεταξύ άλλων, στις επιχειρήσεις της Τύνιδος και τελικά, τον Ιούλιο, στην απόβαση στη Σικελία. Στη διάρκειά της, ο Κανάρης εισήλθε στο λιμάνι της Αυγούστας και αποβίβασε άγημα αναγνώρισης, βαλλόμενος και βάλλοντας, πρώτο ελληνικό πλοίο που έμπαινε σε εχθρικό ιταλικό λιμάνι. Για τη συγκεκριμένη του δράση ο Δαμηλάτης τιμήθηκε με το Πολεμικό Σταυρό Γ’ Τάξης και με εύφημη μνεία του βασιλέα της Μ. Βρετανίας. Ακολούθησαν και άλλες αποστολές, και στο τέλος του έτους ο Κανάρης είχε διανύσει κοντά 72.500 μίλια.
Καθώς έμπαινε το 1944, η ήττα του Άξονα ήταν πια σχεδόν βέβαιη και διαγραφόταν ως επικείμενη η απελευθέρωση της Ελλάδας. Στα τρία χρόνια που είχαν περάσει από την Αποδημία του, ο Ελληνικός Στόλος είχε καταστεί αγνώριστος. Στα 20 πλοία που είχαν φθάσει στην Αλεξάνδρεια εκείνον τον τραγικό Απρίλιο του 1941 είχαν προστεθεί άλλες 43 μονάδες.
Με τα πλοία αυτά το Απόδημο Ναυτικό είχε μετάσχει όχι μόνο στις τρέχουσες συμμαχικές επιχειρήσεις στη Μεσόγειο, τον Ατλαντικό, ακόμη και τον Ινδικό Ωκεανό, αλλά και στις μεγάλες αποβατικές ενέργειες της Σικελίας, της Μεσημβρινής Ιταλίας, του Άνζιο, της Νορμανδίας και της Νοτίου Γαλλίας.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1943 η Αλεξάνδρεια πανηγύρισε ένα σπουδαίο γεγονός: Κατέπλευσε στο λιμάνι της ο παραδομένος Ιταλικός Στόλος. Στα πλοία που τον συνόδευαν ήταν και το θρυλικό αντιτορπιλικό μας Βασίλισσα Όλγα, ενώ είχαν βγει να τον προϋπαντήσουν ο Βρετανός αρχηγός τού Στόλου Ανατολικής Μεσογείου και ο Έλληνας ομόλογός του, ο καθένας επιβαίνοντας σε μικρό ναρκαλιευτικό. Περνώντας, τα υποταγμένα ιταλικά θωρηκτά και καταδρομικά χαιρετούσαν τα δύο μικρά πλοία τών νικητών. Ήταν μία τιμή που οι Βρετανοί θέλησαν να αποδώσουν στο Ελληνικό Ναυτικό για όσα είχε μέχρι τότε προσφέρει.
Ένα μήνα αργότερα, στα μέσα Οκτώβριο του 1943, ο Κανάρης¸ μαζί με το αντιτορπιλικό Θεμιστοκλής και δύο βρετανικά αντιτορπιλικά, συνόδευσε τα παραδομένα ιταλικά θωρηκτά Vittorio Veneto και Italia από την Αλεξάνδρεια στο Πορτ Σάιντ, για «εγκλεισμό» στις Πικρές Λίμνες τής Αιγύπτου, μαζί με τα άλλα πλοία του Ιταλικού Στόλου.
Στις αρχές Δεκεμβρίου, ο ελληνισμός τής Αλεξάνδρειας γνώρισε στιγμές αποθέωσης. Ανήμερα του Αγίου Νικολάου, μπήκε στο λιμάνι ο κουτσουρεμένος Αδρίας, με κυβερνήτη τον αντιπλοίαρχο Νικόλαο Τούμπα. Είχε χάσει την πλώρη του μέχρι τη γέφυρα στη διάρκεια των επιχειρήσεων της Δωδεκανήσου, πέφτοντας σε μία νάρκη. Είχε καταφέρει να στεγανοποιήσει το τεράστιο ρήγμα και να πλεύσει αυτοδύναμα μέχρι την Αλεξάνδρεια, χωρίς πλώρη.Η υποδοχή που του έγινε ξεφεύγει από κάθε περιγραφή. Ήταν κάτι το μεγαλειώδες. Μία υπέροχη, λαμπρή μέρα, που έστειλε τη φήμη τού Ναυτικού μας στο απόγειο και γέμισε τους Έλληνες με υπερηφάνεια. Ακόμη και ο Churchill αναφέρθηκε στη Βουλή των Κοινοτήτων για τον αίσιο κατάπλου τού Αδρία στην Αλεξάνδρεια.
Ωστόσο η φυλή μας έχει το διαχρονικό ιδίωμα να μεγαλουργεί και μετά να βυθίζεται στα τάρταρα. Να περνά από το θρίαμβο στη καταστροφή και πάλι ανάποδα. Έτσι, λίγους μήνες ύστερα από την μεγαλειώδη υποδοχή τού Αδρία, ακολούθησε η Στάση στο Ναυτικό του Απριλίου του 1944, για την οποία δεν θα πω περισσότερα καθώς είναι έξω από το θέμα της σημερινής μας συγκέντρωσης. Θα πω μόνο ότι υπήρξε μία οδυνηρή «παρένθεση» που, πέρα από τις τραυματικές εμπειρίες στο προσωπικό, πλήγωσε βαθύτατα το γόητρο του Ναυτικού μας. Και εδώ, ο Δαμηλάτης δεν απουσίασε. Έδωσε το παρών στο Άγημα Εμβολής για την αιματηρή ανακατάληψη των πλοίων του Ναυτικού που είχαν στασιάσει.
Είπα προηγουμένως ότι για τον Δαμηλάτη που, πλωτάρχης τότε και αξιωματικός πυροβολικού του Αβέρωφ, ακολούθησε το Στόλο κατά την Αποδημία του στη Μέση Ανατολή με το θωρηκτό, θα αναφερόμουν αργότερα. Το άφησα τελευταίο γιατί, κατά γενική ομολογία, ο απόπλους του υπήρξε μία από τις ωραιότερες στιγμές της Ιστορίας του Ναυτικού μας. Και το πλέον παράδοξο: αυτός ο απόπλους ήταν το αποτέλεσμα μίας στάσης! Εξηγούμαι:
Από την αρχή του πολέμου το γέρικο θωρηκτό βρισκόταν δεμένο σε τσαμαδούρα στον Κόλπο Ελευσίνας. Ήταν πλήρως επανδρωμένο, αλλά η ηλικία και τα μέσα του δεν του επέτρεπαν πια να συμμετέχει σε επιχειρήσεις. Εκεί το βρήκε η γερμανική εισβολή και επανειλημμένα έγινε στόχος της γερμανικής αεροπορίας. Ο ισχυρός αντιαεροπορικός οπλισμός του το προφύλασσε, αλλά μέχρι πότε; Όταν ήλθε η ώρα της Αποδημίας του Στόλου, συνεχώς μεταβαλλόμενες φήμες το ήθελαν πότε να ακολουθεί τα άλλα πλοία και πότε να αυτοβυθίζεται. Στο μεταξύ, παρέμενε στο αγκυροβόλιό του, με τα γερμανικά αεροσκάφη να προσπαθούν να το βυθίσουν…
Κάποια στιγμή, και ενώ ο κυβερνήτης του είχε ανέβει στην Αθήνα για να εκμαιεύσει από το ΓΕΝ τη διαταγή απόπλου και ο ύπαρχός του είχε και αυτός εξέλθει στην ξηρά, το πλήρωμα και οι νεότεροι αξιωματικοί «στασίασαν», ζητώντας τον άμεσο απόπλου του πλοίου. Ο αρχαιότερος ένδον αξιωματικός Δαμηλάτης, συντάχθηκε με αυτούς και ανέλαβε την διακυβέρνηση του θωρηκτού. Το πλοίο έλυσε, έφθασε στον δίαυλο της Ψυττάλειας και βγήκε στον Σαρωνικό.
Στο μεταξύ, ο κυβερνήτης, μη έχοντας επιτύχει την έγκριση απόπλου, επέστρεψε στην περιοχή της Ελευσίνας για να επιβεί στο πλοίο του. Μη βρίσκοντάς το και μαθαίνοντας τα συμβάντα, πέρασε στο Ναύσταθμο, άρπαξε την ταχεία βενζινάκατο του διοικητή και βάλθηκε να κυνηγά τον Αβέρωφ. Τον πρόφθασε στο ύψος της Αίγινας και επέβη σε αυτό. Στη συνέχεια, το οδήγησε στην Σούδα και από εκεί στην Αλεξάνδρεια.
Αυτή είναι με ελάχιστα λόγια η ιστορία της «στάσης» του Αβέρωφ. Το περιστατικό έχει μείνει στην Ιστορία ως ο «βίαιος απόπλους» του, όρο που κατ’ οικονομίαν έδωσε ο Φωκάς στην επίσημη Έκθεση για τη δράση του Ναυτικού κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην πράξη, όμως, είχε όλα τα συστατικά μιάς στάσης που, όμως, καθαγιάστηκε από τα γνήσια πατριωτικά κίνητρά της. Γιατί οι άνδρες του Αβέρωφ «στασίασαν» φοβούμενοι ότι θα έχαναν το δικαίωμα –βλέπε υποχρέωση– να κάνουν το καθήκον τους. Αν αυτό δεν δείχνει το πνεύμα εκείνων των ημερών και τον πατριωτισμό που τότε περίσσευε, πως αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί;
Από το ίδιο πνεύμα διακατέχονταν και οι 2.883 άνδρες που επέβαιναν στα 20 καράβια που απέπλευσαν για τη Μέση Ανατολή, καθώς και οι τόσοι άλλοι που με μύριους κινδύνους κατάφεραν να διαφύγουν από την κατεχόμενη χώρα και να φθάσουν στην Αίγυπτο.
Και εδώ επιτρέψτε μου μερικά ακόμη λεπτά για αυτές τις τόσο μεγαλειώδεις ώρες της νεότερης ιστορίας μας. Σκοπός του απόπλου των πλοίων αυτών δεν ήταν η διαφυγή από τον όλεθρο και την καταισχύνη της παράδοσης. Ήταν η συνέχιση του αγώνα μέχρι το τέλος. Ωστόσο, δεν έφυγαν απλώς «καράβια», αλλά «Ναυτικό», με τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, τον αρχηγό του Στόλου, τους διοικητές, τους κυβερνήτες, τους αξιωματικούς, τους υπαξιωματικούς και τα πληρώματα. Δηλαδή Ναυτικό ολόκληρο, συντεταγμένο. Καταπονημένο, αλλά όχι νικημένο. Δεν έχει υπάρξει ανάλογο στη διεθνή ιστορία. Και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει ούτε να παραγνωρίζεται ούτε να ξεχνιέται.
Ναυτικό, κυρίες και κύριοι σημαίνει, κατά βάση, άνθρωποι και εδώ επιβάλλεται να σταθούμε με σεβασμό. Αν κάποιος προσπαθήσει να φανταστεί εκείνες τις μέρες της πλήρους αποδιοργάνωσης και να βάλει το εαυτό του στη θέση των ανδρών που υπηρετούσαν στα πλοία, δεν μπορεί παρά να διερωτηθεί: πού πήγαιναν αυτοί οι άνθρωποι; Τι ήταν εκείνο που τους έκανε να κινήσουν τα καράβια με νότια κατεύθυνση; Δεν σκέφθηκαν ότι πιθανόν να μην επέστρεφαν ποτέ στον τόπο τους, όχι γιατί θα σκοτώνονταν –τούτο στην τραγικότητά του θα ήταν το λιγότερο– αλλά επειδή, ενδεχομένως θα υπερίσχυε ο Άξονας, καθώς όλες οι μέχρι τότε ενδείξεις αυτό έδειχναν και, έτσι, θα κατέληγαν ισόβιοι «εμιγκρέδες». Για τους νεότερους, παιδιά ακόμη, τα πράγματα ίσως να ήταν ευκολότερα. Ρόλο θα πρέπει να έπαιξε και ο νεανικός ενθουσιασμός και η περιπετειώδης διάθεση. Ωστόσο, για τους μεγαλύτερους σε ηλικία αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, τα διλήμματα πρέπει να ήταν τρομερά. Εγκατέλειπαν συζύγους, παιδιά, υπέργηρους γονείς, την πατρίδα τους στη χειρότερη στιγμή της, την ώρα που σκλαβωνόταν. Θα τους ξανάβλεπαν; Και, όμως, έφυγαν… Ειδικότερα ο Δαμηλάτης είχε μόλις αρραβωνιαστεί. Ήταν νέος και προφανώς ερωτευμένος… Έφυγαν και ολόκληρα πληρώματα πλοίων που είχαν βυθιστεί, τρέχοντας να χωθούν σε κάποιο καράβι… Έφυγαν γιατί αυτό επέβαλε ο πατριωτισμός τους, το καθήκον και ή ντροπή για την μη εκτέλεσή του. Αναμφίβολα, υπήρξαν και κάποιες λιποψυχίες –ελάχιστες– από άτομα που θα έπρεπε να δώσουν το παράδειγμα. Οι αδυναμίες είναι ανθρώπινες…
Αυτά κυρίες και κύριοι θα διαβάσετε διατρέχοντας το βιβλίο που σήμερα παρουσιάζεται, γραμμένο από το γιο ενός βετεράνου μας. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι απλή, εύκολα κατανοητή ακόμη και από εκείνους που δεν έχουν καμία σχέση με το «υγρό στοιχείο» και το Ναυτικό. Η ανάγνωση τρέχει, δεν κουράζει, ο αναγνώστης γυρίζει τις σελίδες και μπαίνει σε μία εποχή και σε ένα περιβάλλον που, αν είναι νεότερος σε ηλικία, τού είναι άγνωστα. Είναι κατατοπιστικό, ιστορικά ακριβές, με στοιχεία αντλημένα από πλειάδα πηγών, χωρίς λεκτικές υπερβολές. Ο συγγραφέας συχνά παραθέτει και χωρία ολόκληρα με αναμνήσεις του πατέρα του, από τα οποία είναι εύκολα διακριτή η ευγένεια και ο σεμνός χαρακτήρας του βιογραφούμενου.
Παράλληλα, είναι εμφανή τα αισθήματα αγάπης και σεβασμού προς τον πατέρα του, χωρίς αυτό κατά τίποτε να μειώνει την αξία του βιβλίου, κάνοντας το, απεναντίας, ακόμη πιο ελκυστικό. Μπράβο Γιάννη για μία ακόμη φορά, αυτή τη φορά επ’ ακροατηρίω. Να συνεχίσει το βιβλίο σου το καλό του ταξίδι, εμπλουτίζοντας τη ναυτική μας βιβλιογραφία με τη δράση ενός στελέχους του Ναυτικού που επαξίως και ευόρκως υπηρέτησε την Πατρίδα του. Είναι πράγματα που πρέπει να διασώζονται…
Και ένα τελευταίο ερώτημα, αν και ρητορικό, γιατί, όπως είναι γνωστό, με το αν και το θα δεν γράφεται Ιστορία: Αν δεν βρισκόταν ο Δαμηλάτης και οι άλλοι άνδρες του Αβέρωφ θα είχε αποφευχθεί η βύθισή του; Και, κατ’ επέκτασιν, βοηθούσης και της τύχης του, θα βρισκόταν σήμερα στο Παλαιό Φάληρο ως πλοίο-μουσείο, για να θυμίζει τις παλαιές του δόξες και αυτές του Ναυτικού γενικότερα και για να διδάσκει τους νεότερους;
Όπως και αν είναι και αδιάφορο από όποια απάντηση μπορεί να δοθεί στο ερώτημα αυτό, τα γεγονότα αιτιολογούν πλήρως το τίτλο του βιβλίου σου: «Η Σωτηρία του Θωρηκτού Αβέρωφ». Στο έχω πει και στο παρελθόν και το επαναλαμβάνω τώρα: Αν ο πατέρας σου μας βλέπει από ψηλά θα πρέπει να αισθάνεται υπερήφανος για εσένα και για την αθέλητή του προβολή που του έκανες με αυτό το πόνημά σου. Κυρίως, όμως, γιατί αποδείχθηκες να είσαι στην ίδια «συχνότητα» μαζί του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου