οι κηπουροι τησ αυγησ

Πέμπτη 26 Μαΐου 2022

Η Αναστασία Ασπρίδου – Μητσίδου είναι η γυναίκα που έζησε τις μεγάλες καταστροφές του Ελληνισμού του 20ου αιώνα, γι’ αυτό και το βιβλίο της εμπεριέχει αληθινά συμβάντα, βιώματα και εμπειρίες που δεν αναμιγνύονται με τον μύθο, γιατί τότε δεν θα ήταν μέρος της δικής της πορείας ζωής. Από τις κοινωνίες της Ανατολής στην ελληνική κοινωνία. Από τους Νεότουρκους στους Έλληνες. Άνθρωποι που κουβαλούν πολιτισμούς, νοοτροπίες, συμπεριφορές. Άνθρωποι που γράφουν ιστορία. Μια ιστορία που διαφέρει από αυτή που γράφεται στα βιβλία, αυτή που διαμορφώνεται ανάλογα με την βούληση των κρατών ή «κατά το δοκούν».....

 


Πραγματοποιήθηκε την περασμένη Πέμπτη 19 Μαΐου 2022, στο χώρο εκδηλώσεων του 25ου Παζαριού Βιβλίου στην Πλατεία Κλαυθμώνος της Αθήνας, η παρουσίαση του βιβλίου της Αναστασίας Θρασ. Ασπρίδου, συζ. Χαραλάμπου Μητσίδη «ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΝΤΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Όσα έζησε, είδε και άκουσε ένα μικρό κορίτσι», με τη συμμετοχή εκλεκτών εισηγητών και κοινού.

Στη συνέχεια παρατίθενται τα πλήρη κείμενα των εισηγήσεων σε αυτή:


ΣΕΡΑΦΕΙΜ Χ. ΜΗΧΙΩΤΗΣ, Εκδότης «ΚΑΣΤΑΛΙΑΣ»

Αρχίζουμε με την καθυστέρηση του γνωστού ακαδημαϊκού τετάρτου και με απρόσμενο επισκέπτη την ασυνήθιστα χαμηλή θερμοκρασία μιάς τέτοιας βραδυάς με το μήνα Μάϊο να έχει μπει στο δεύτερο μισό του, πιστεύω, όμως, ότι η συνέχεια αυτής της εκδήλωσης, μέ τις ενδιαφέρουσες εισηγήσεις που θα ακολουθήσουν, θα μάς ζεστάνει και θα μάς προσφέρει στιγμές περισυλλογής, αλλά και ανάτασης, απαραίτητης σε ημέρες σαν αυτές που περνούμε.

Είμαστε, εδώ, στα βήματα του χειρογράφου της Αναστασίας Θρασ. Ασπρίδου, συζύγου Χαράλαμπου Μητσίδου, το οποίο έλαβε τη μορφή του βιβλίου που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις «Κασταλία», υπό τον τίτλο «ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΝΤΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ:Όσα έζησε, είδε κλαι άκουσε ένα μικρό κορίτσι», χάρις στην εξαιρετική επιμέλεια της αφήγησης που κατέλιπε και που επιμελήθηκε, κατά τρόπο υποδειγματικό, ο γιός της Θρασύβουλος Χαρ. Μητσίδης.

Επιδιώξαμε στη σημερινή παρουσία την εκπροσώπηση από τα Ποντιακά σωματεία της Αθήνας. Απευθυνθήκαμε προς τούτο στο Σύλλογο Ποντίων «ΑΡΓΟΝΑΥΤΑΙ-ΚΟΜΝΗΝΟΙ», έναν από τους πιό δραστήριους Ποντιακούς φορείς, βραβευμένου γιά την πολύπλευρη δράση του από την Ακαδημία Αθηνών, αλλά συνέπεσε με την εκδήλωση γιά την ημέρα γενοκτονίας των Ποντίων που πραγματοποιείται αυτή τη στιγμή στην Σχολή Ικάρων όπου συμμετέχουν.

Έλαβα, όμως, από τον Πρόεδρο του ΔΣ του Συλλόγου τους κ. Θεόφιλο Καστανίδη, την επιστολή που ακολουθεί, από την οποία και σάς διαβάζω:

Η έγγραφη οικογενειακή μαρτυρία του βιβλίου αποτελεί αξιοσημείωτο συμπλήρωμα της άγνωστης σε πολλούς περιπέτειας των Ελλήνων του Πόντου.Η αξιόλογη προσπάθεια της συγγραφέως, της ένωσης των σπαραγμένων της ιστορίας μας, μαζύ με τις περιγραφές του ημερολογίου, επιβεβαιώνει τα γεγονότα και δεν αφήνει κανένα περιθώριο διαγραφής της μνήμης και του τραύματος του προσφυγικού ελληνισμού.

Το ημερολόγιο που διέσωσε, το ταξιδιωτικό έγγραφο και η φωτογραφία των προγόνων παππούδων, αποδεικνύουν την ανθρωπολογική διάσταση που βίωσαν με αξιοπρέπεια και ευτυχία, γιά να οδηγηθούν στην ταπείνωση, να εξοριστούν και τελικά να πεθάνουν με τραγικό τρόπο.

Η σπανιότητα του φωτογραφικού υλικού, ειδικότερα του αντάρτικου σώματος Σαμψούντας, με την παρουσία του αγαπημένου πατέρα της συγγραφέως, χρήζει ιδιαίτερης μελέτης.Η διατήρηση των κειμηλίων αποτελεί πρόσθετη πράξη σεβασμού προς εκείνους τους ανθρώπους. Ίσως επειδή πολλοί από εμάς δεν γνώριζαν ή δεν είχαν την τύχη να διαχειριστούν τις μνήμες των συγγενών τους. Γι’ αυτό το πόνημά σας θα παραμένει μοναδικό και κατατοπιστικό ντοκουμέντο ενίσχυσης της μνήμης.

Η οικογενειακή αυτή ιστορία είναι η παράπλευρη εικόνα και της δικής μας ιστορίας και όλων των προσφύγων. Αφού μόνον όσοι επέζησαν κατάφεραν να μάς περιγράψουν την κόλαση της εξορίας.

Παρακαλούμε δεχθείτε τα ένθερμα συγχαρητήρια γιά την επιμονή να μοιραστείτε μαζύ μας όλα τα στοιχεία που είχατε στην διάθεσή σας, αναδεικνύοντας τα με απλότητα και ιστορική υπευθυνότητα.

Από το σημείο αυτά και μετά, ο κ. Μητσίδης παραλαμβάνει την σκυτάλη γιά τη συνέχεια.

ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΣ ΧΑΡ. ΜΗΤΣΙΔΗΣ, επιμελητής της έκδοσης

Αγαπητές φίλες και φίλοι,

Σάς καλωσορίζω κι εγώ στην αποψινή εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου της Αναστασίας Θρασ. Ασπρίδου, συζ, Χαράκαμπου Μητσίδου «ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΝΤΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Όσα έζησε, είδε και άκουσε ένα μικρό κορίτσι», στην Πλατεία Κλαυθμώνος, μετά τον Εκδότη της «ΚΑΣΤΑΛΙΑΣ» Σεραφείμ Χ. Μηχιώτη.

Δικό μου έργο ήταν να τακτοποιήσω το κείμενό της μητέρας μου, ούτως ώστε να διαβάζεται πιό εύκολα και κατανοητά. Θα προσπαθήσω να μην μακρυγορήσω διότι το λόγο θα έχουν περισσότερο οι υπόλοιποι εκλεκτοί ομοτράπεζοί μου.

Δύο λόγια γιά το βιβλίο, πώς έγινε και κυρίως γιά τη σημερινή ημέρα που από σύμπτωση βεβαίως, λόγω της άφιξης του Κεμάλ στη Σαμψούντα στις 19 Μαΐου 1919, ορίσθηκε ως ημερομηνία γενοκτονίας,αφανισμού των Ποντίων. Ουσιαστικά ένα είναι το πράγμα ότι οι Πόντιοι υπέστησαν τα πάνδεινα. Αυτή η ημερομηνία είναι τελείως συμβολική, διότι και πριν από αυτή και μετά από αυτή έχουν γίνει τόσα πολλά και κάποια ημερομηνία έπρεπε να υιοθετηθεί. Και νομίζω ότι σωστά ετέθη και αυτό που εγώ πιστεύω, δίχως να ξέρω αν είναι αποδεκτό, είναι ότι κάθε δυστύχημα, κάθε πρόβλημα, κάθε αφανισμός, μπορεί στο τέλος να έχει ένα άνθος, μία καλή εξέλιξη.

Η Ελλάδα, εάν δεν είχε γίνει ο αφανισμός των Ποντίων και των Μικρασιατών, περισσότερο των Ποντίων βεβαίως διότι υπέστησαν πολύ περισσότερα από τους Μικρασιάτες, εκτός από τους Σμυρνιούς, δεν θα ήταν όπως είναι σήμερα, καθώς απέκτησε μία ομοιογένεια στη Μακεδονία και την Θράκη. Σκεφθείτε, ότι, εάν πράγματι δεν είχε γίνει αυτό που έγινε, να είχαμε τους Τούρκους εκεί ως μειοψηφία, θα είχαν γίνει πλειοψηφία, επομένως να το δούμε το πράγμα και από τη θετική του σκοπιά, μέσα από το πνεύμα και την τραγική φιγούρα του Ποντίου, όπως την ξέρομε όλοι και τη έχουμε ζήσει.

Έφερα μαζύ μου να σάς δείξω και ένα βιβλίο, λέγεται «Έξοδος» από την «Καθημερινή» σε συνέχειες, αυτό είναι το πέμπτο της σχετικής σειράς και έπονται άλλα δύο, όπου περιέχονται οι μαρτυρίες από τις επαρχίες του Μεσόγειου Πόντου, τις εσωτερικές, οι επόμενοι θα αναφέρονται στην Σαμψούντα, Τραπεζούντα, δηλαδή τον παράλιο Πόντο.

Από ό,τι διάβασα και νομίζω ότι αυτό αποτελεί κι έναν τίτλο τιμής γιά τη μητέρα μου συνέβη το εξής: Το Ίδρυμα Μικρασιατικών Μελετών έκανε πράγματι μία τρομακτική προσπάθεια να διασώσει τις μνήμες των Ελλήνων του Πόντου και της Μικρασίας και πριν τον πόλεμο, αλλά και μετά, έστειλε προς τούτο ειδικούς σε όλη την Ελλάδα γιά να καταγράψουν μαρτυρίες και αφηγήσεις των ανθρώπων που είχαν έλθει εδώ, προκειμένου να διασωθούν όσα είχαν ζήσει και τα όσα θυμούνται. Προς διάψευσιν όσων λέγονται από τους γείτονές μας στην απέναντι ακτή του Αιγαίου,όπως είπε και ο Τούρκος ΥΠΕΞ Τσαβούσογλου, ότι όλα αυτά είναι μυθεύματα, ότι πρόκειται γιά ανύπαρκτες καταστάσεις.

Δεν σκέπτονται πώς μπορεί κανείς να αμφισβητήσει πράγματα που είναι διαπιστωμένα από Έλληνες, αλλά και πολλούς ξένους, καταγεγραμμένα προς τούτο. Λίγα χειρόγραφα υπάρχουν και μάλιστα χειρόγραφα στην έκταση που δεν μπορώ να πιστέψω πώς μπορούσε η μητέρα μου σε ηλικία έξι ετών, πηγαίνοντας στην εξορία, να θυμάται τις λεπτομέρειες που έγραψε, μού κάνει τρομακτική εντύπωση αυτό. Βέβαια μάς τα έλεγε συνεχώς, στη γυναίκα μου που είναι σήμερα εδώ και που οσάκις ερχόταν στο σπίτι τής έλεγε και τελικώς την πείσαμε να τα γράψει, όπως τελικά άξιζε τον κόπο η προσπάθεια που έγινε. Επομένως νομίζω ότι πρέπει να δώσουμε χάρητες και στο ‘Ιδρυμα Μικρασιατικών Μελετών που κράτησε ζωντανή την μνήμη αυτή ως μαρτυρία, αλλά γενικότερα σε όλους όσους προσπάθησαν να διασώσουν τις μνήμες.

Αυτό που θέλω να σημειώσω, όπως είπα και πιο πριν, είναι ότι τα δεινά δεν ξεκίνησαν το 1919, είχαν ξεκινήσει κατ’ αρχήν το 1914 στη Φώκαια, όπου απαριθμούνται και από έναν Γάλλο που ήταν εκεί, οι σφαγές των Τούρκων που είχαν έλθει εκεί από την Ελλάδα. Σε ένα μεγάλο βιβλίο που μού έχει δωρήσει η σύζυγός μου αναφέρεται ότι στά τριάντα χρόνια από το 1885 μέχρι το 1925 αναφέρεται τί ακριβώς ξεκίνησε επί Αβδούλ Χαμήτ, κυρίως το μένος των Τούρκων εναντίον των Αρμενίων. Οι Έλληνες μάλλον είχαν κρατήσει μιά στάση, επειδή είμασταν σε καλή κατάσταση και οικονομικά και γενικότερα δεν είμασταν τότε στο μάτι τους. Από το 1908 με τους Νεότουρκους και το 1910 περισσότερο άρχισε σιγά-σιγά η ιστορία, το 1914 άρχισαν τα γεγονότα στη Φώκαια. Με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και από το 1915 ξεκίνησαν σιγά τα πρώτα προβλήματα.

Προσπαθώ να βρω πότε έγινε η πρώτη εξορία Ποντίων, δεν έχω μπορέσει να βρω στοιχεία, πιστεύω, όμως, ότι η πρώτη εξορία στον Πόντο έγινε από το χώρο όπου ήταν η μητέρα μου, το 1916. Ήταν 27 Δεκεμβρίου, του Αγίου Στεφάνου, μαζεύονται όλοι, δήθεν γιά να τούς μιλήσει ο Δεσπότης, γιά να τους οδηγήσουν στην εξορία, την πρώτη εξορία, γεγονός αδιαμφισβήτητο, ότι δεν επρόκειτο παρά γιά αφανισμό, έναν οργανωμένο εκτοπισμό γιά όλους τους κατοίκους της Άνω Αμησσού, το Κατήκιοι.Μιλάμε γιά 3.500 ανθρώπους, όλοι εκτός από τους γέροντες-γυναίκες, παιδιά και οι άνδρες που δούλευαν τότε στη Σαμψούντα, που έμαθαν τί είχε γίνει και γύρισαν- όλοι μαζύ, όπως θυμάμαι και από την αφήγηση της μητέρας μου, σε 15-20 ημέρες περίπου πορεία, με κάποιους να πεθαίνουν στον δρόμο. Τα υπόλοιπα τα λέει η μητέρα μου. Αυτή ήταν η πρώτη εξορία, ακολούθησαν και μερικές αργότερα, υπήρξε ένα διάλειμμα, μπορώ να πω, κάποιων ετών, όπου δεν έγιναν και πολλά πράγματα. Όταν ήλθαν οι Ρώσοι στην Τραπεζούντα τότε ξεκίνησαν στο Δυτικό Πόντο κάποιοι μικροδιωγμοί και όταν έφυγαν οι Ρώσοι από τη Σαμψούντα και με την έλευση του Κεμάλ άρχισαν ο οργανωμένος διωγμός και οι μεγάλες εξορίες.

Θέλω τώρα να μιλήσω γιά το βιβλίο το ίδιο και τις ευτυχείς συγκυρίες που επέτρεψαν να πάρει σάρκα και οστά, να κυκλοφορήσει. Πρώτη συγκυρία, που έπεισε η σύζυγός μου και εν μέρει κι εγώ τη μητέρα μου να τα καταγράψει σε ηλικία 75-80 ετών, σε 135 σελίδες. Δεύτερη συγκυρία, μετά που είχα χάσει το χειρόγραφο και αναζητώντας το μανιωδώς το βρήκαμε 2 χρόνια προ της πανδημίας του covid 19. Tρίτη συγκυρία, που, συνεπεία της καραντίνας, που μού έδωσε πολύτιμο χρόνο, βρήκα την ευκαιρία να τακτοποιήσω το κείμενό της. Τέταρτη συγκυρία ήταν ο εκδότης κ. Μηχιώτης αποδέχθηκε αμέσως το κείμενο με το που το διάβασε, κρίνοντάς το άξιο προς δημοσίευση και το αποδέχθηκε. Πέμπτη συγκυρία, ο εκλεκτός κ. Άρης Αρσένης, ο οποίος έκανε μία καταπληκτική σελιδοποίηση, συνολική έκδοση. Βεβαίως δε, χωρίς τη συμβολή της Αναστασίας Σαμαρά-Κρίσπη δεν επρόκειτο να φθάσει ποτέ σε βιβλίο, αλλά συνεπεία της εμπειρίας της σε πολλές εκδόσεις που έχει κάνει και της γνωριμίας-συνεργασίας της με τον κ. Μηχιώτη, σε συνέχεια του συλλεκτικού-επετειακού τόμου γιά τον Ιωάννη Καποδίστρια που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο πέρυσι, δεν θα φθάναμε ποτέ στην έκδοση αυτή. 

Και έφθασε βέβαια η στιγμή, χάρις επίσης και της κας Αναστασίας Σαμαρά-Κρίσπη, η φίλη της κ. Σοφία Κ. Μωραΐτη να προλογίσει καταπληκτικά την έκδοση, με έναν πρόλογο που αξίζει τον κόπο, καθώς δεν έχει ιστορικό περιεχόμενο, αλλά ανθρώπινη, κοινωνιολογική, γυναικεία διάσταση. Και βεβαίως ο κ.Πλουμίδης ο οποίος επιμελήθηκε έναν εξαιρετικό ιστορικό επίλογο, σε μόλις 4-5 σελίδες στις οποίες είναι τόσο συμπυκνωμένο όλο το βιβλίο. Και τέλος είναι μαζύ μας ο κ. Ερμόπουλος, ο οποίος, Πόντιος γάρ, μαζύ με την κ. Σοφία Κ. Μωραΐτη και τον κ. Πλουμίδη, να μάς πουν πολύ συγκεκριμένα τις απόψεις του. 

Σχετικώς με τΐην ημερομηνία, συνδέεται βεβαίως με την άφιξη του Κεμάλ, μία ημερομηνία που έπεται των σφαγών των Αρμενίων και των εκτοπισμών των Ποντίων και βεβαίως έχουμε την πρώτη και τη δεύτερη γενιά η οποία περιγράφεται στο βιβλίο. Ελπίζω να έχουμε προσφέρει κάτι στην ιστορία του Ελληνισμού, Μικρασιατικού και Ποντιακού και την όλη ιστορία της Ελλάδος.

Ο λόγος πρώτα στην κ. Σοφία Κ. Μωραΐτη



ΣΟΦΙΑ Κ. ΜΩΡΑΙΤΗ, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας, Φιλόλογος, Γενική Γραμματέας Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

Θα ήθελα να ξεκινήσω την αποψινή παρουσίαση του βιβλίου της Αναστασίας Ασπρίδου – Μητσίδου Από τον Πόντο στην Ελλάδα με λίγους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη από το ποίημά του «Η Γέννηση της μέρας» :

Ξέρεις, κάθε ταξίδι ανοίγεται στα περιστέρια
Όλος ο κόσμος ακουμπάει στη θάλασσα και στη στεριά
Θα πιάσουμε το σύννεφο, θα βγούμε από τη συμφορά του χρόνου
Θα παίξουμε τον ήλιο μές στα δάχτυλα
Θα δούμε να ξαναγεννιέται ο κόσμος.

Στις εξοχές της ανοιχτής καρδιά
Από την άλλη όψη της κακοτυχιάς

Εύλογο το ερώτημα που προκύπτει : Γιατί αυτή η αναφορά στον Ελύτη ;

Γιατί το μήνυμα της αισιοδοξίας που εκπέμπουν οι στίχοι αυτοί είναι διάχυτο σε όλο το βιβλίο/χειρόγραφο της συγγραφέως. Γιατί το παιδί, το κορίτσι, η γυναίκα Αναστασία Ασπρίδου – Μητσίδου δεν έπαψε σε όλη την διάρκεια της πολυτάραχης ζωής της να στρέφεται και να κοιτάζει τον ήλιο. Δεν έπαψε ποτέ να βρίσκει την δύναμη να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της ζωής, να έρχεται αντιμέτωπη με τον θάνατο και να τον παραμερίζει. Δεν έπαψε ποτέ να πιστεύει ότι ο παράδεισος του Πόντου, κάποια ημέρα θα ξαναγεννηθεί !

Εάν θελήσουμε να παραμερίσουμε τους διωγμούς, την εξορία, την αρρώστια και γενικά όλες τις δύσκολες στιγμές που αντιμετώπισαν οι Έλληνες του Πόντου, θύματα της τουρκικής θηριωδίας που άπτονται των ιστορικών γεγονότων για τα οποία θα μιλήσουν άλλοι ομιλητές, απομένουν η ελληνική γλώσσα, η ελληνική κοινωνία του Πόντου, η ελληνική οικογένεια, οι δεσμοί της και οι παραδόσεις της.

Η προσωπική εμπειρία από τους σκοτεινούς καιρούς παίρνει μορφή με πηδάλιο την κοινή γλώσσα που είναι μέσον επικοινωνίας και φορέας ηθικών αξιών : αγάπης, αλληλεγγύης, δικαιοσύνης, ελευθερίας. Η συνείδηση των αξιών διαμορφώνεται μέσω της γλώσσας και διαποτίζει την ελληνική ψυχή σε όποιο μέρος της γης κι αν βρίσκεται. Προφορική ή γραπτή, η γλώσσα, κατέχει εξέχουσα θέση στις εκδηλώσεις του ανθρώπινου πνεύματος και στην διαμόρφωση των κοινωνικών δομών και σχέσεων. Στις δύσκολες ώρες του Ελληνισμού, η γλώσσα έσωζε την ιστορική συνείδησή του, όπως γράφει ο Χρήστος Γιανναράς, αλλά «έμενε πάντα κάποια μαγιά». Αυτή η μαγιά ήταν η ίδια η γλώσσα. Αυτήν τη μαγιά χρησιμοποίησε η Αναστασία Ασπρίδου-Μητσίδου για να εκφραστεί και να μεταφέρει όσα βίωσε. Και αυτά γράφει και περιγράφει στο χειρόγραφο τετράδιό της από την παιδική της ηλικία μέχρι το τέλος. 

Αυτό το χειρόγραφο επιμελήθηκε ο γιός της Θρασύβουλος Χαραλάμπους Μητσίδης και εξέδωσε ο κ. Μάκης Μηχιώτης των εκδόσεων «ΚΑΣΤΑΛΙΑ». Πρόκειται για ένα χρονικό των ιστορικών γεγονότων που είχε την τύχη; -την ατυχία; -να βιώσει μια γυναίκα που οι ιστορικές συγκυρίες δεν της επέτρεψαν να παρακολουθήσει μαθήματα στο σχολείο. Το σημαντικό στην περίπτωσή της είναι ότι εκείνη είναι που αποφάσισε, τα τελευταία χρόνια της ζωής της, να χαράξει στο χαρτί, παρά τις ελάχιστες γνώσεις που είχε, τις περιπέτειες και τις εμπειρίες της στην Τουρκία και στην Ελλάδα,.

Οι στιγμές χαράς μετατρέπονται σύντομα σε στιγμές αγωνίας, πένθους και εγκαρτέρησης. Ο άνθρωπος παρουσιάζεται σε όλες τις μορφές του και είναι πολλές, είναι ο χριστιανός μέσα από τα ελληνικά και χριστιανικά ήθη και τα έθιμα που προβάλλουν την καθημερινότητά του, είναι ο Νεότουρκος με τις καταστροφικές ιδέες επικράτησης της φυλής του, είναι ο ξένος που ορίζει τους όρους του παχνιδιού. Αναμιγνύονται η αγάπη για την οικογένεια και η αγάπη για την πατρίδα και την ελευθερία, αξίες οι οποίες βρίσκονται στον αντίποδα του πολέμου, της βίας και του θανάτου. Η εναλλαγή των εικόνων είναι όπως η θάλασσα, την γαλήνη διαδέχεται η φουρτούνα. 

Εστιάζουμε, λοιπόν, σε αυτήν την περιδιάβαση της ζωής στις χαμένες πατρίδες του Πόντου. Για την Αναστασία Ασπρίδου – Μητσίδου ο τόπος γέννησης είναι το χωριό Κατήκιοϊ της Άνω Αμισού μιας ιστορικής γεωγραφικής περιοχής των Β.Α. ακτών της Μικράς Ασίας με παρουσία ελληνόφωνου χριστιανικού πληθυσμού από την αρχαιότητα μέχρι το 1923, έτος της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης και της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών. Στο χωριό αυτό ζούσαν πολυμελείς οικογένειες ελληνορθοδόξων που βρίσκονταν είτε σε χωριστές συνοικίες, είτε μαζί με Αρμένιους ή Οθωμανού, και όλοι μαζί συνέθεταν την κοινωνία της περιοχής. Στο Κατήκιοϊ οι κάτοικοι ήταν κτηματίες, πολλοί ασχολούνταν με τα καπνά και το εμπόριο και άλλοι εργάζονταν στη Σαμψούντα.

Καθώς παρατηρούμε τη ζωή μέσα από την ενδιαφέρουσα περιγραφή της συγγραφέως διακρίνουμε πολλά στάδια. Το πρώτο περιγράφει την ευκατάστατη ζωή στο Κατήκιοϊ. Μεγάλα διόροφα σπίτια, κήποι, άμαξες, χαμάμ. Άνετη κοινωνική ζωή με το μεγάλο διόροφο σχολείο, τις δύο εκκλησίες και τις μεγάλες πλατείες με τη λέσχη, το χοροδιδασκαλείο και την παιδική χαρά να αποτελούν το κέντρο της. Οι δύο γειτονιές, η Επάνω και η Κάτω Γειτονιά, το Σχολείο και οι Εκκλησίες ήταν τα μέρη που όριζαν και προσδιόριζαν την κοινή ζωή : παιδεία, πίστη και χαρά με τα πανηγύρια και τους χορούς. Οικογένειες πολύ κοντά η μία με την άλλη στις χαρές και τις λύπες, με σεβασμό στην παράδοση. Η οικονομική άνεση επέτρεπε τα ταξίδια και τις σπουδές στην Ελλάδα.

Το δεύτερο στάδιο είναι αυτό της αρπαγής, της φωτιάς, της εξορίας, της καταστροφής και του θανάτου. Είναι η χρονική περίοδος 1915-1922. Η εκτέλεση του προγράμματος των Νεοτούρκων με σκοπό την εξόντωση του ελληνικού στοιχείου, με τις οδηγίες Γερμανών συμβούλων, ξεκίνησε μέσα στον δριμύ χειμώνα. Η αφηγήτρια ακολουθεί τα μέλη της οικογένειάς της στην εξορία και διανύει, μαζί με όλους όσοι καταφέρνουν να επιζήσουν, 228 χιλιόμετρα μέσα από τα κακοτράχαλα βουνά του Πόντου. Είναι παρούσα και βιώνει την κακουχία, την στέρηση, την πανδημία και το θάνατο, από τον Πόντο στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί – το τρίτο στάδιο - στον ελλαδικό χώρο.

Με την καταστροφή της Σμύρνης όλα ανατρέπονται. Ο Πόντος παύει να υπάρχει για τους Έλληνες και τα δύο παιδιά – η Αναστασία και ο αδελφός της, μόνα και ορφανά – ακολουθούν τη μοίρα τους. Αγοράζουν εισιτήρια για το πλοίο που φεύγει για την Κωνσταντινούπολη, την παλαιά ελληνική Βασιλεύουσα και την εποχή εκείνη, εμπορικό και οικονομικό κέντρο του τουρκικού κράτους και από εκεί, στον ελλαδικό χώρο.

Διαβάζοντας τις αναμνήσεις μιας γυναίκας του Πόντου, είμαστε θεατές μιάς ταινίας μέσα από την οποία τα ιστορικά στοιχεία αναμιγνύονται με τις κοινωνικές δομές. Οι στιγμές χαράς μετατρέπονται σύντομα σε στιγμές αγωνίας, πένθους και εγκαρτέρησης. Ο άνθρωπος παρουσιάζεται σε όλες τις μορφές του και είναι πολλές, είναι ο χριστιανός μέσα από τα ελληνικά και χριστιανικά ήθη και τα έθιμα που προβάλλουν την καθημερινότητά του, είναι ο Νεότουρκος με τις καταστροφικές ιδέες επικράτησης της φυλής του, είναι ο ξένος που ορίζει τους όρους του παχνιδιού. Αναμιγνύονται η αγάπη για την οικογένεια και η αγάπη για την πατρίδα και την ελευθερία, αξίες οι οποίες βρίσκονται στον αντίποδα του πολέμου, της βίας και του θανάτου. Η εναλλαγή των εικόνων είναι όπως η θάλασσα, την γαλήνη διαδέχεται η φουρτούνα. Πιστή στις αρχές αυτές η αφηγήτρια ακολουθεί το πεπρωμένο της. Δεν φαίνεται όμως, ή δεν την εκφράζει, η απαισιοδοξία ή η παραίτηση. Είναι πάντα έτοιμη να αντιμετωπίσει και να υπερπηδήσει τις δυσκολίες που είναι πολλές. Όπως όλοι όσοι επέζησαν των δεινών της εξορίας και του πολέμου που ακολούθησε συνέχισε να μάχεται για την καθημερινότητά της. Η ηρωΐδα –γιατί για ηρωΐδα πρόκειται- από τα νεανικά της χρόνια μέχρι το τέλος του κύκλου της ζωής της σέβεται τις αξίες που κληρονόμησε και μάχεται γι’ αυτές.

Η Αναστασία Ασπρίδου – Μητσίδου είναι η γυναίκα που έζησε τις μεγάλες καταστροφές του Ελληνισμού του 20ου αιώνα, γι’ αυτό και το βιβλίο της εμπεριέχει αληθινά συμβάντα, βιώματα και εμπειρίες που δεν αναμιγνύονται με τον μύθο, γιατί τότε δεν θα ήταν μέρος της δικής της πορείας ζωής. Από τις κοινωνίες της Ανατολής στην ελληνική κοινωνία. Από τους Νεότουρκους στους Έλληνες. Άνθρωποι που κουβαλούν πολιτισμούς, νοοτροπίες, συμπεριφορές. Άνθρωποι που γράφουν ιστορία. Μια ιστορία που διαφέρει από αυτή που γράφεται στα βιβλία, αυτή που διαμορφώνεται ανάλογα με την βούληση των κρατών ή «κατά το δοκούν».

Αυτός ο καινούριος τρόπος θέασης της πραγματικότητας είναι διάχυτος μέσα στο βιβλίο. Το καλό και το κακό, το φως και το σκοτάδι, η ζωή και ο θάνατος εναλλάσσονται. Η ανθρώπινη παρουσία της ηρωΐδας είναι πανταχού παρούσα, στις δυσκολίες και τις ευκολίες της ζωής της. Μάχιμη μέχρι το τέλος κρατά «τον ήλιο μές στα δάχτυλα» ελπίζει και εύχεται «να ξαναγεννιέται ο κόσμος». Δεν ξέρω εάν ο αληθινός παράδεισος είναι ο παράδεισος του Πόντου που έχει χαθεί, ή ο παράδεισος της Ελλάδας, χώρας υποδοχής και παραμονής. Απομένει στον αναγνώστη να βγάλει τα συμπεράσματά του μετά την ανάγνωση του βιβλίου!

Δεν μπορούσα να μείνω στα ιστορικά γεγονότα. Η γυναικεία παρουσία δεσπόζει αυτού του βιβλίου και αυτό είναι πολύ σημαντικό, κάτι που σε προκαλεί να το διαβάσεις, να πας παρακάτω, να δεις τί κάνει αυτή η γυναίκα, πώς επιβιώνει, που στο τέλος αναρωτήθηκα, εάν εγώ τα αντιμετώπιζα όλα αυτά, τις δυστυχίες, θα άντεχα; Πολύ φοβάμαι πώς όχι.


ΙΩΑΝΝΗΣ ΕΡΜΟΠΟΥΛΟΣ,Ομότιμος Καθηγητής Σχολής Πολιτικών Μηχανικών ΕΜΠ, μέλος ΔΣ Επιτροπής Ποντιακών Μελετών

Ομολογώ, ότι δεν είμαι ειδικός για την κρίση και τον σχολιασμό λογοτεχνικών βιβλίων, αφού το κεφάλι μου, όπως λένε και οι φίλοι μου, είναι γεμάτο περισσότερο με αριθμούς και διαφορικές εξισώσεις και λιγότερο με γράμματα. Απλώς, ως αντιστάθμισμα, μπορώ να πω, ότι όντας για πολλά χρόνια μέλος της Συντακτικής Επιτροπής στην Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, απέκτησα μια μικρή ευχέρεια, να αντιλαμβάνομαι και να ξεχωρίζω ένα εξαιρετικό από ένα μέτριο άρθρο ή βιβλίο, ένα ενδιαφέρον από ένα αδιάφορο, κλπ.

Επιτρέψτε μου να αναφέρω εδώ, ότι η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, αποτελεί την κιβωτό του Ποντιακού Ελληνισμού, από την άποψη του υλικού, το οποίο συγκεντρώνεται με μεγάλη επιμέλεια, για πάνω από 90 χρόνια. Επειδή, είναι αλήθεια, ότι όταν η πρώτη και η δεύτερη γενιά ποντίων εκλείψουν, δεν θα υπάρχουν πλέον πολλές έγκυρες προφορικές πηγές των ιστορικών γεγονότων. Αυτές, που εξαιρετικοί ερευνητές κατορθώνουν και φέρνουν στο φως, παράλληλα με τις γραπτές πηγές, ελληνικές και ξένες. Αλλά, όλα αυτά εξαντλούνται σιγά-σιγά. Άρα ό,τι προλάβουμε το κάνουμε τώρα, προσπαθώντας με υπομονή και επιμονή να μαζεύουμε αυτό το πολύτιμο υλικό που αριθμεί χιλιάδες σελίδες.

Το μόνο λοιπόν που μπορώ να κάνω εν προκειμένω, είναι η περιγραφή μιας ταπεινής ματιάς στο βιβλίο, με σημείο αναφοράς την ηρωική Ανάστα, μητέρα του κ. Μητσίδη, με την άδεια του οποίου την αποκαλώ Ανάστα, που είναι άλλωστε η Ποντιακή εκδοχή του ονόματος Αναστασία. Θα προσπαθήσω λοιπόν να σάς μεταφέρω, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, κάποιες εντυπώσεις από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου.

Κατ’ αρχήν, συσχετίζοντας τον τρόπο γραφής της Ανάστας με την τέχνη της ζωγραφικής, θα έλεγα, ότι αυτή η αφήγησή της μού θυμίζει την αφαιρετική των λαϊκών κυρίως ζωγράφων, π.χ. Θεόφιλος και όχι μόνον, οι οποίοι, αναπλάθοντας το όραμα και την πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας χρώμα και πινέλο, δημιουργούν μια σύνθεση, έναν πίνακα ζωγραφικής, που περιγράφει το όραμά τους με έναν διαφορετικό τρόπο από το συνήθη.

Έτσι, θα έλεγα, ότι κι εδώ πρόκειται για μιά αυθόρμητη, πρωτόγονη, αφαιρετικής μορφής, αλλά διαυγή γραφή, χωρίς τεχνικές και άλλα περιττά εργαλεία, που οδηγεί προς τον στόχο, δηλαδή στην αφηγηματική περιγραφή της αλήθειας. Χωρίς υπερβολές και πομπώδεις εκφράσεις, λιτά, απέριττα, κι όμως τόσο παραστατικά και διεισδυτικά.
Συσχετίζοντας τον τρόπο γραφής της Ανάστας με την τέχνη της ζωγραφικής, θα έλεγα, ότι αυτή η αφήγησή της μού θυμίζει την αφαιρετική των λαϊκών κυρίως ζωγράφων, π.χ. Θεόφιλος και όχι μόνον, οι οποίοι, αναπλάθοντας το όραμα και την πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας χρώμα και πινέλο, δημιουργούν μια σύνθεση, έναν πίνακα ζωγραφικής, που περιγράφει το όραμά τους με έναν διαφορετικό τρόπο από το συνήθη.
Έτσι, θα έλεγα, ότι κι εδώ πρόκειται για μιά αυθόρμητη, πρωτόγονη, αφαιρετικής μορφής, αλλά διαυγή γραφή, χωρίς τεχνικές και άλλα περιττά εργαλεία, που οδηγεί προς τον στόχο, δηλαδή στην αφηγηματική περιγραφή της αλήθειας. Χωρίς υπερβολές και πομπώδεις εκφράσεις, λιτά, απέριττα, κι όμως τόσο παραστατικά και διεισδυτικά.
Η αποκαλυπτική διαδοχή των γεγονότων, ρέοντας ομαλά, σε παρασύρει να γίνεις «ένα» με τους πάσχοντες, να συμμετέχεις, να βιώνεις και να πονάς μαζί τους, με τα τεκταινόμενα. Να νομίζεις δηλαδή, ότι είσαι ένας από αυτούς. Και δεν είναι καθόλου εύκολο, αν δεν ενυπάρχει αυτό που λέμε «χάρισμα».

Έχουμε λοιπόν εδώ, κατά την γνώμη μου, μια ειδική περίπτωση ανθρώπου. Η Ανάστα, με λίγες ουσιαστικά σχολικές γνώσεις της γλώσσας, όπως φαίνεται και στο βιβλίο, αλλά με έμφυτο ταλέντο και έντονη επιθυμία να μοιραστεί τα πάθη ενός ολόκληρου λαού με τον αναγνώστη, τον όποιον αναγνώστη, κατορθώνει και συνθέτει κατά την γνώμη μου ένα μικρό λογοτεχνικό αριστούργημα, χωρίς να είναι αυτή η πρόθεσή της, όπως υποθέτω, με μια αφοπλιστική και ιδιαίτερη αφήγηση, απολύτως πειστική όμως, για αδιαμφισβήτητα άλλωστε γεγονότα, σχετικά με τους διωγμούς, τις εξορίες, τις ομαδικές εκτελέσεις, και τελικά την γενοκτονία ενός περήφανου λαού, του λαού των Ελλήνων του Πόντου.

Θα περιδιαβώ εν συντομία το βιβλίο. Στην αρχή, παρουσιάζεται ο πρόλογος, από την κ. Σοφία Μωραΐτη, και η ιστορική ενημέρωση-εισαγωγή από τον κ. Μητσίδη, γιό της συγγραφέως, ο οποίος είχε και την επιμέλεια του βιβλίου.

Πρόκειται για δύο ολιγοσέλιδα κείμενα με εξαιρετικό όμως περιεχόμενο, που μέσα από μία εναργή και μεστή περιγραφή, μάς προετοιμάζουν γι’ αυτά που θα ακολουθήσουν στις επόμενες σελίδες. Είμαι σίγουρος, ότι θα διαβαστούν περισσότερες από μία φορά, όπως έκανα κι εγώ, απ’ όσους θα έχουν την ευκαιρία μελετήσουν αυτό το βιβλίο!

Στη συνέχεια ακολουθούν τα 12 κεφάλαια του βιβλίου, στα οποία ξεδιπλώνεται όλη η ζωή της Ανάστας. Η ζωή στο Κατήκιοϊ, η εξορία, η επιστροφή στην Σαμψούντα, μετά από πολλά βάσανα ο ξεριζωμός γιά την Ελλάδα, οι περιπέτειες στην Ελλάδα, κλπ. Υπάρχει επίσης και ένα υπέροχο φωτογραφικό υλικό, και το βιβλίο τελειώνει με τον επίλογο, υπό τον τίτλο: «Ψηφίδες μνήμης και η ιστορία ως προειδοποίηση», γραμμένο από τον κ. Σπυρίδωνα Πλουμίδη, όπου, επιστημονικά τεκμηριωμένα, μέσα σε λίγες μόνον σελίδες, περιγράφεται το δράμα της περιόδου εκείνης, που ολοκληρώθηκε η γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.

Η περιπετειώδης ζωή της Ανάστας αρχίζει στο Κατήκιοϊ, προάστειο της Σαμψούντας (Αμισός), λίγα χιλιόμετρα νότια. Εκεί γεννήθηκε το 1910, με γονείς τον Θρασύβουλο Ασπρίδη και τη Σοφία και με δύο ακόμη αδέλφια, το Γιάννη και τον Ανδρέα. Η ζωή στο Κατήκιοϊ, όπως ειπώθηκε προηγουμένως, ήταν γενικά καλή στις αρχές και η οικογένεια ήταν ευκατάστατη, με αρκετούς πολύ πλούσιους συγγενείς.

Να σταθώ, όμως, σε κάτι που γράφει η Ανάστα, ότι: «ο νούς όλων μας ήταν στην Ελλάδα, να ενωθούμε με την Ελλάδα», αλλά να κάνω και μία υπόμνηση, χωρίς όμως να ξεφύγω από όσα είχα σχεδιάσει να πω, για να μην αδικήσω το βιβλίο.

Απλώς, είναι μία προσωπική υπόμνηση, που εντάσσεται σε όλη την ιστορία αυτού του πονεμένου και βασανισμένου λαού των Ελλήνων του Πόντου, εκφράζοντας έτσι ένα παράπονο προς την μητέρα Ελλάδα. Ο Πόντος, νομίζω ότι θεωρήθηκε από την αρχή ως παράπλευρη απώλεια, σχεδόν αυτονόητη και προδιαγεγραμμένη, ίσως λόγω αποστάσεως (;). Δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν ουσιαστικά αυτούς τους ανθρώπους εκεί, αφήνοντάς τους στη μοίρα τους κι ό,τι ήταν να γίνει ας γινόταν, όπως και με τους Αρμένιους κλπ. Κι ας ήταν Έλληνες που έζησαν χιλιάδες χρόνια εκεί και κράτησαν την Ιωνική γλώσσα. Το παράπονο είναι, όχι τόσο ότι τους εγκατέλειψαν, όσο, ότι δεν τούς είπε κανείς την αλήθεια από την αρχή, ένα «κοιτάξτε, είσθε Έλληνες, σάς θεωρούμε δικούς μας, αλλά δεν μπορούμε να σάς στηρίξουμε», αφήνοντάς τους να επιλέξουν μόνοι τους, τι θέλουν: δικό τους κράτος, να πεθάνουν στις εξορίες, να πολεμήσουν αντάρτες, κλπ.

Αλλά ας επανέλθουμε στο βιβλίο, επειδή δεν θέλω, όπως είπα, να αδικήσω αυτό το αριστούργημα που μάς μάζεψε απόψε εδώ.

Θα παρακάμψω τα περί εξορίας (τους έστειλαν 228 χιλιόμετρα μακριά, ένα παιδάκι μόλις έξι χρόνων στα χιόνια και στα κακοτράχαλα βουνά, να πεθαίνουν στον δρόμο), την επιστροφή μετά από πολύ καιρό, πολλούς κόπους και αγώνες στη Σαμψούντα κλπ., όπου στη συνέχεια, για κάποιο διάστημα επανήλθε η κανονική ζωή. Και λέει σε κάποιο σημείο η Ανάστα: «Στο Κατήκιοϊ δεν είχαμε καθόλου Τούρκους, ούτε μάς πειράζαν, ήταν ένα διάλειμμα αυτό, είχαμε τόση ελευθερία, που τραγουδούσαμε τα τραγούδια του Βενιζέλου και κανείς δεν μάς πείραζε».

Είχαν αναθαρρήσει, πήραν κουράγιο, αλλά δυστυχώς τα πράγματα άλλαξαν, όταν, κάποια στιγμή, όπως αναφέρει, εμφανίστηκε ο Τοπάλ Οσμάν, στην Κερασούντα. Φόβος και τρόμος. Ακόμα και οι Τούρκοι τον φοβόντουσαν. Οι άνδρες του Τοπάλ Οσμάν πήγαιναν στα πλούσια σπίτια που έμεναν Ελληνες, τους σφάζανε και παίρνανε τα λεφτά και τα χρυσαφικά τους. Ατέλειωτες καταστροφές και θηριωδίες, σφαγές, βιασμοί κι ό,τι πιο βρόμικο μπορεί να χωρέσει ο ανθρώπινος νους.

Τα σήμαντρα της φυγής, του ξεριζωμού και της προσφυγιάς σήμαναν πλέον δυνατά, όπως μάς θυμίζει η Ανάστα, και εξελισσόταν ξεκάθαρα η ήδη προαποφασισμένη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. Τα καράβια ετοιμάζονταν για το μακρινό ταξίδι: Πόντος-Κωνσταντινούπολη- Ελλάδα. Δυστυχώς όμως, η υποδοχή αυτών των ανθρώπων στην Ελλάδα δεν ήταν η αναμενόμενη. Τούς βοήθησαν οπωσδήποτε, τούς έδωσαν ένα κομμάτι ψωμί να φάνε, κατάφεραν να επιβιώσουν, αλλά, και το λέω με μεγάλη λύπη και πικρία, η υποδοχή τους δεν ήταν ανθρώπινη γιά Έλληνες πρόσφυγες, από Έλληνες.

Δεν θα αναφέρω περισσότερες λεπτομέρειες από αυτά που εξιστορεί η Ανάστα, επειδή πρέπει να τα ανακαλύψει μόνος του ο αναγνώστης, αλλά, τελειώνοντας, αναρωτιέμαι, η ηρωίδα, όπως δικαίως την αποκαλεί στον πρόλογο της η κ. Μωραΐτη, έχει άραγε επίγνωση, την ώρα που γράφει, πόσο σημαντικό για την Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού έργο επιτελεί, προσθέτοντας τη δική της μικρή ιστορία;

Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να απαντήσω, επειδή η Ανάστα, που ανοίγει την καρδιά της και βγαίνουν από μέσα σαν χείμαρρος τα γεγονότα, κι αποτυπώνονται στο χαρτί ως αψευδής μάρτυρας των ανομολόγητων θηριωδιών, το μόνο νομίζω που προσπαθεί να κάνει, είναι να εξομολογηθεί τα πάθη της και το παράπονό της, για τον άδικο αφανισμό χιλιάδων αθώων ανθρώπων και τον ξεριζωμό τους από τις αλησμόνητες πατρίδες, που όμως είναι πάντα εκεί. Εκεί, αλλά και στην καρδιά μας ταυτόχρονα!

Αυτό όμως, για το οποίο είμαι σίγουρος, είναι ότι η Ανάστα, αφήνει, αθέλητα ίσως, μια βαριά παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές: Ποτέ ξανά!!!!!

Σας προτείνω ανεπιφύλακτα να διαβάσετε το βιβλίο της, επειδή από αυτές τις μικρές ιστορίες απλών ανθρώπων, την ψηφίδα μνήμης όπως την αποκαλεί ο κ. Πλουμίδης στον υπέροχο επίλογό του, κατανοεί κανείς την μεγάλη ιστορία της ανθρωπότητας!


Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Νεώτερης Ιστορίας ΕΚΠΑ

Τα συγχαρητήριά μου γι’ αυτή την αξιέπαινη προσπάθεια να έλθει στο φως της δημοσιότητας αυτή η μικροϊστορία, μια πολύτιμη ψηφίδα ιστορίας.

Νιώθω χαρά που η δική μου έρευνα έρχεται να δέσει με ένα κείμενο μνημονικό, το οποίο, όπως το έχω γράψει, δίνει μία μικρή ψηφίδα μνήμης γιά ένα πραγματικά τραγικό, πολύ τραγικό, γεγονός.Αυτές οι ψηφίδες μνήμης μάς χρειάζονται, μάς είναι απαραίτητες, όπως και θα εξηγήσω το γιατί.

Και ειδικά γιατί η συγκεκριμένη ψηφίδα, το χειρόγραφο-κατάλοιπο που μάς άφησε η Ανάστα Ασπρίδου-Μητσίδου μάς φωτίζει την πιό χαρακτηριστική περίπτωση, ίσως, της Ποντιακής γενοκτονίας. Όσα συνέβησαν στη Σαμψούντα είναι μία κλασσική περίπτωση αυτής της τραγικής ιστορίας, πολύ καλά μελετημένης.

Διότι πολύ καλά σήμερα, κάποιος που θα αγοράσει αυτό εδώ το βιβλίο, θα πρέπει να διαβάσει και όσα μάς έχει γράφει ο Θωμάς Αλεξιάδης στο δικό του πόνημα, προϊόν διπλωματικής εργασίας η οποία κυκλοφόρησε το 2009 και μάς δίνει το πλαίσιο αυτής της καταστροφής της Σαμψούντας, στο Κατήκιοϊ, αυτής της Ελληνορθόδοξης κοινότητας της Αμισσού.

Έχουμε, έτσι, την πλήρη εικόνα όλου αυτού του μηχανισμού, όπως τον βίωσαν οι Έλληνες της Αμισσού, με έναν τρόπο συστηματικό και επιστημονικό, μέσα και στο ευρύτερο πλαίσιο. Επομένως έχουμε ένα μνημονικό κείμενο, έχει διασωθεί και το χειρόγραφο, ένα κείμενο το οποίο έχει αμεσότητα και αντικειμενικότητα, και μια εκπληκτική αφηγηματικότητα.
Η περίπτωση της Αμισσού είναι μία κλασσική περίπτωση αυτής της γενοκτονίας, η οποία, σε αντίθεση με τη γενοκτονία των Αρμενίων, δεν έλαβε τόσο αιματηρό χαρακτήρα, δεν ήταν ο κόκκινος, ο ερυθρός θάνατος η κύρια μορφή εξόντωσης αυτών των ανθρώπων, των προγόνων μας, αλλά ένας λευκός θάνατος, τον οποίο ο καθ’ ύλην αρμόδιος και υπεύθυνος για την Κοινότητα της Αμισσού, δηλαδή ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης, που είχε υπηρετήσει και στη Μακεδονία, έχει αποδώσει ως λευκό θάνατο (mort blanche). Μέσα από μία τακτική απάνθρωπη, την οποία εφάρμοσαν οι Γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές προς το τέλος του Β΄ΠΠ, οι ναζί, όταν πλέον άρχισαν οι ίδιοι να εκκενώνουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Εβραίων από τους τελευταίους επιζώντες και τους έστελναν σε πορείες θανάτου.
Είναι εμφανές ότι η μητέρα του κ. Μητσίδη είχε συγκροτημένη σκέψη, παιδεία, ευρηματικότητα, και οι αναμνήσεις της έχουν την αμεσότητα ενός κειμένου προσωπικών εμπειριών και μάς δείχνουν αυτό που λείπει από ένα επιστημονικό έργο και που πρέπει να διαβαστεί παράλληλα με τα επιστημονικά ιστορικά έργα. Τα μνημονικά κείμενα δηλαδή προτάσσουν το συναίσθημα, αποτυπώνοντας τί απασχολούσε αυτούς τους ανθρώπους, πώς αντιλαμβάνονταν τα γεγονότα, όντας οι ίδιοι άνθρωποι κομπάρσοι, σιωπηλοί, όπως η Ανάστα, που κάποια στιγμή αποκτούν φωνή, βγαίνουν από τη σιωπή και μάς δίνουν τα δικά τους πιστεύω, καταθέτουν τη δική τους εμπειρία, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονταν έναν κόσμο που άλλαζε δραματικά, μέ ένα τρόπο ασύλληπτα βίαιο και αιματηρό.

Η περίπτωση της Αμισσού είναι μία κλασσική περίπτωση αυτής της γενοκτονίας, η οποία, σε αντίθεση με τη γενοκτονία των Αρμενίων, δεν έλαβε τόσο αιματηρό χαρακτήρα, δεν ήταν ο κόκκινος, ο ερυθρός θάνατος η κύρια μορφή εξόντωσης αυτών των ανθρώπων, των προγόνων μας, αλλά ένας λευκός θάνατος, τον οποίο ο καθ’ ύλην αρμόδιος και υπεύθυνος για την Κοινότητα της Αμισσού, δηλαδή ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης, που είχε υπηρετήσει και στη Μακεδονία, έχει αποδώσει ως λευκό θάνατο (mort blanche). Μέσα από μία τακτική απάνθρωπη, την οποία εφάρμοσαν οι Γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές προς το τέλος του Β΄ΠΠ, οι ναζί, όταν πλέον άρχισαν οι ίδιοι να εκκενώνουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Εβραίων από τους τελευταίους επιζώντες και τους έστελναν σε πορείες θανάτου προκειμένου να εξοντωθούν και να μην αφήσουν σημάδια και λεκέδες αίματος στα μάτια των Συμμάχων που απελευθέρωναν τότε την Ευρώπη από τους ναζί, Αμερικανούς, Σοβιετικούς κ.ο.κ.

Ήταν μία πρακτική σατανική, ασύλληπτη θα μπορούσες να πεις, μία πρακτική που συνεδύαζε μεθόδους εξόντωσης των ανθρώπων, μέσα από τη φυσική εξάντληση, από πορείες υπό ακραίες καιρικές συνθήκες, όπως περιγράφονται στο βιβλίο, στην ύπαιρθο, σε τοπίο ορεινό, εξουθένωσης του ανθρώπινου οργανισμού. 228 χιλιόμετρα διένυσαν οι Έλληνες της Σαμψούντας προς τα ενδότερα του Πόντου, δίχως να σιτίζονται από τους διώκτες- φύλακές τους και ακόμα και άλλοι τρόποι, όπως τα θερμά λουτρά που αμέσως μετά ακολουθούνταν από την έκθεση αυτών των ανθρώπων στο πολικό ψύχος, δηλαδή στον βέβαιο θάνατο, όπως είδαμε να εξοντώνονται οι Σαράντα Μάρτυρες από τους Ρωμαίους (4ος αι. μ.Χ.).

Όλα αυτά, για να έρθουμε στο συναισθηματικό κομμάτι, σε μία χρονική στιγμή που η Ελλάδα και η Τουρκία ήταν σε ένα ειρηνικό στάδιο οι σχέσεις τους. Θυμίζω ότι μέχρι το καλοκαίρι του 1917, όταν ο Βενιζέλος κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία και τους συμμάχους της, η Ελλάδα και η Τουρκία ήταν επισήμως φιλικές χώρες, δεν είχαν εχθρικές σχέσεις.

Ο διωγμός άρχεται το 1914. Αυτά τα περιγράφω εκτενέστερα στη μελέτη μου γιά το Μικρασιατικό ζήτημα που κυκλοφόρησε το 2016. Η Ελλάδα και η Τουρκία ήταν από το Νοέμβριο του 1913 ειρηνικές μεταξύ τους χώρες. Ο διωγμός λοιπόν ξεκινά σε καιρό ειρήνης από την άνοιξη του 1914 και γίνεται εντονότερος στη διάρκεια των χρόνων του Α’ ΠΠ, γιά να προσλάβει γενοκτονική μορφή από το 1916 και εξής.

Αλλά ο χρόνος ήταν πυκνός, πολύ πυκνός. Και όλα αυτά έγιναν σε μία στιγμή που κανείς δεν το περίμενε. Τότε ούτε η Ελληνική Κυβέρνηση, ούτε ο Βενιζέλος, ούτε οι Μεγάλες Δυνάμεις, ούτε καν όλοι οι Νεότουρκοι, οι θύτες αυτών των ανθρώπων, είχαν πλήρη εικόνα πού επρόκειτο να καταλήξει αυτό το δράμα. Σημειώνω εδώ ότι οι ιθύνοντες αυτής της γενοκτονίας ήσαν δικτάτορες, που είχαν ανέλθει στην εξουσία μετά από πραξικόπημα τον Ιανουάριο του 1913. Μέχρι τότε, τουλάχιστον μέχρι το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων και έως τις αρχές του 1914, οι μαρτυρίες λένε-και αυτό αποτελεί διαπίστωση και της δικής μου έρευνας στη μελέτη μου-όπως και της Ανάστας, στη σελ.26 του βιβλίου της- ακόμη δεν υπήρχαν προβλήματα των Μικρασιατών χριστιανών με τους Τούρκους. «Τα πηγαίναμε μέχρι τότε πολύ καλά», γράφει η Ανάστα, μέχρι που άρχισε αυτός ο ασύλληπτος διωγμός, ως κεραυνός εν αιθρία, με τις πορείες θανάτου, ξεπερνώντας κάθε αρρωστημένη φαντασία.

Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα η κοινότητα της Αμισσού καταστράφηκε, ο Ποντιακός Ελληνισμός διεσπάρη γιά να αναζητήσει αναγκαστικά καταφύγιο στην Ελλάδα λίγα χρόνια αργότερα, και το κεντρικό κομμάτι της Μικράς Ασίας γίνεται πεδίο πολέμου, ενός σκληρού Ελληνοτουρκικού πολέμου που δυστυχώς έληξε άδοξα γιά τη χώρα μας.

Γεγονότα λοιπόν που δεν μπορούσαν ούτε οι ίδιοι οι μαρτυρές τους- όπως η Ανάστα- να τα κατανοήσουν, να τα επεξεργασθούν στο νου τους. Για να μπούμε στην ουσία των πολιτικών πραγμάτων, η Τουρκία, μετά το 1908 και κυρίως μετά το 1913-1914 μεταμορφώνεται τάχιστα από μια πολυεθνική αυτοκρατορία σε ένα εθνικό κράτος. Και πλέον οι μη Μουσουλμάνοι αντιμετωπίζονται ως μειονότητητες, ως Πέμπτη φάλαγγα, ως υποψήφια θύματα εξόντωσης, ως απόβλητοι που θα έπρεπε είτε να εξοντωθούν, είτε να εκτοπισθούν, εδώ επικράτησε το δεύτερο.

Επομένως, μέσα από αυτή την ψηφίδα μνήμης, μπαίνουμε στην ουσία των πραγμάτων και βλέπουμε πώς οι άνθρωποι αυτοί προσπάθησαν, έστω και εκ των υστέρων, να συλλάβουν αυτήν την πραγματικότητα, να την κατανοήσουν και να την προσεγγίσουν, με βάση τα συναισθήματά τους. Είναι αξιοθαύμαστη η μετέπειτα πορεία τους που ομαλοποιήθηκε και κατέληξε σε μία γειτονιά της Αθήνας, στην Καισαριανή.

Όλα αυτά μάς επιτρέπουν να κατανοήσουμε κι εμείς αυτό το βίωμα με κάποιο τρόπο και να μπούμε στο μεδούλι των γεγονότων, μάς δίνεται η δυνατότητα να σπάσουμε αυτή τη σιωπή. Βεβαίως αυτή η σιωπή έχει σπάσει μερικώς και επίσημα από το 1974 με την αναγνώριση της Ποντιακής γενοκτονίας από το Ελληνικό κράτος, ωστόσο υπάρχει ένα συμπαγές τοίχος σιωπής απέναντι σ’ αυτήν την τραγική ιστορία, από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, από το επίσημο Τουρκικό κράτος, που αρνείται πεισματικά να την αποδεχθεί.

Δεν είχε τυχαίο, άλλωστε, ότι νυν Τούρκος ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου παραλλήλισε τα τραγικά γεγονότα του 1922 και τη γενοκτονία γιά την οποία συζητούμε με την σφαγή της Τριπολιτσάς, τον Σεπτέμβριο του 1821. Όμως τέτοιοι συμψηφισμοί δεν γίνονται ούτε κατά φαντασίαν, ούτε με επιστημονικό τρόπο, ούτε στο πολιτικό πεδίο. Για να μπορέσει κανείς να προσεγγίσει ένα τέτοιο γεγονός, πρέπει πρώτον να σπάσει αυτή τη σιωπή και μετά βλέπουμε τον τρόπο της επιστημονικής και πολιτικής προσέγγισης.

Εδώ είμαστε μπροστά σε έναν εθνικισμό από τους πιό ριζοσπαστικούς, όπως είναι ο Τουρκικός, ο οποίος-γιά να είμαστε δίκαιοι-δεν έχει μετριασθεί, αγκαλιάζει την Τουρκική κοινωνία, αν και δεν έχουν όλοι οι γείτονές μας τις ίδιες αντιλήψεις,ούτε και εμφορούνται από τα ίδια εθνικιστικά αισθήματα. Ωστόσο ο Τουρκικός εθνικισμός εφάρμοσε πράγματι τέτοια γενοκτονικά μέτρα.

Και να έλθω και να εμμείνω στην επισήμανση ενός συγγενούς μου, θείου μου, μεγάλου δημοσιογράφου, του Μανούσου Πλουμίδη, ειδήμονος περί το Κυπριακό και τις Ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις, ο οποίος γράφει και σωστά, ότι η πορεία του Τουρκικού εθνικισμού ξεκινά το 1922. Αντιθέτως, η πορεία του Ελληνικού εθνικισμού ξεκινά το 1921, με σημείο καμπής τη δεινή, ταπεινωτική ήττα της Ελλάδος στη Μικρά Ασία, οπότε περιήλθε σε ύφεση με πρωτοβουλία του Βενιζέλου, αρχιτέκτονα της Ελληνοτουρκικής φιλίας.

Ο Τουρκικός εθνικισμός, όπως μάς έχει πει ο Μανούσος Πλουμίδης, ξεκινά την «απογείωσή» του από την εποχή του Μουσταφά Κεμάλ, ενός μίνι Θεού για τους γείτονές μας, και συνεχίζει μέχρι σήμερα, δίχως να γνωρίζουμε πού θα καταλήξει. Πρέπει να είμαστε όλοι σε εγρήγορση.

Εμείς δε, ως κοινοί άνθρωποι που δεν έχουμε εξουσία, οφείλουμε –ακολουθώντας τον δρόμο της συγγραφέως του βιβλίου που μάς έχει φέρει μαζί εδώ αυτό το βράδυ- να σπάσουμε την σιωπή και να φωτίσουμε τα γεγονότα, με τρόπο μνημονικό και να τα κατανοήσουμε με έναν τρόπο δημιουργικό, δίχως εμπάθεια, να δούμε ποιά συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε, προκειμένου να αποφύγουμε, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, τέτοιες τραγικές καταστάσεις στο μέλλον. Διότι αυτή η ιστορία της Ανάστας μάς έρχεται από το παρελθόν, από την Ιστορία, ως μία προειδοποίηση γιά το μέλλον.


ΣΕΡΑΦΕΙΜ Χ.ΜΗΧΙΩΤΗΣ, εκδότης «ΚΑΣΤΑΛΙΑΣ»

Φθάνοντας στο πέρας αυτής της παρουσίασης, επιτρέψτε να σάς δώσω μιάν άλλη διάσταση της διαμόρφωσης ενός βιβλίου, πριν φθάσει ως τελικό προϊόν στις προθήκες του βιβλιοπωλείου, γιά να συναντήσει τον αναγνώστη.

Εκεί όπου τελειώνει το χειρόγραφο του δημιουργού, αρχίζει η δουλειά του επιμελητή του υπό έκδοση βιβλίου προκειμένου να «χτενίσει» το υπό έκδοση κείμενο, να επιδιώξει την καλύτερη δυνατή γλωσσική καλλιέπεια και την ανάδειξη των «δυνατών» σημείων σε αυτό.

Και μετά έρχεται το έργο της σελιδοποίησης του κειμένου και της επεξεργασίας του εξωφύλλου της έκδοσης, κατά τέτοιο τρόπο ώστε το κείμενο να «μιλάει» από μόνο του και βεβαίως με ένα αντιπροσωπευτικό-ελκτικό εξώφυλλο, το πρωτοσέλιδο και το οπισθόφυλλο που θα τραβήξουν την προσοχή της έκδοσης, κάθε έκδοσης, πριν οδηγηθεί στην εκτύπωσή.

Γιά τα τελευταία, παρακαλώ τον «δράστη», τον Άρι Αρσένη, νά μάς πει δυό λόγια:



ΑΡΙΣ ΑΡΣΕΝΗΣ

Όταν ανατίθεται να σχεδιάσουμε ένα βιβλίο, πέραν των όποιων 
οικονομοτεχνικών προδιαγραφών, μάς ζητείται να τιμήσουμε, πρωτίστως, αυτό που χρειάζεται εντέλει να δημιουργήσουμε, να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες του εκδότη και του συγγραφέα, μα πάνω απ' όλα το κυρίως ζητούμενό είναι να ικανοποιήσουμε τον αναγνώστη.’Ωστε να
απολαύσει την ανάγνωσή του απρόσκοπτα, δηλαδή να αντιληφθεί πως το βιβλίο,ως οιονεί αγωγός, αφ’ ενός τον διευκολύνει στην πρόσληψη του περιεχομένου του και αφ' ετέρου το σύνολο των δεκάδων λεπτομερειών του ανταποκρίνεται αρμονικά στις αισθητικές του απαιτήσεις.

Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται όταν σχεδιάζεται ένα βιβλίο ιστορικού περιεχομένου, τεκμηριωμένο προσεκτικά τόσο στην γραφή του, όσο και στο φωτογραφικό του υλικό, καθώς, όπως είναι γνωστό στους "παροικούντες την Ιερουσαλήμ", το τελευταίο είναι το πιο ευάλωτο κατά τη διαδικασία της ψηφιοποίησης και ακόμα πιο ευαίσθητο σε όλα τα στάδια επεξεργασίας του έως την αναπαραγωγή του στο τελικό προϊόν.

Το βιβλίο που επιμελήθηκε ο κ. Μητσίδης, με την εκ των υστέρων καταγραφή των διωγμών της μητέρας του, εξάχρονου κοριτσιού τότε, των οποίων η κλιμάκωσή κατέληξε στην γενοκτονία των Ποντίων, είναι σημαντικό. Για το λόγο αυτό, ο τελικός δημιουργός βιβλίων ανάλογης θεματολογίας χρειάζεται να προσεγγίζει το έργο του με σεβασμό, αλλά προ παντός με δημιουρκική φαντασία, διότι δεν καταγράφει "μία ιστορία μνήμης" -ένα μνημόσυνο- αλλά διότι καλείται να παραδώσει στους επερχόμενους μιάν ακλόνητη απόδειξη σεβασμού της ίδιας της Ιστορίας, καθώς και της βαθύτερης κατανόησής της, από τους ανθρώπους του καιρού του.



ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΣ ΜΗΤΣΙΔΗΣ: Να συγχαρώ κι εγώ τον κ.Αρσένη γιά την ιδέα να περιγράψει από το εξώφυλλό του αυτό το χάρτη πορείας των 228 χιλιομέτρων, μία πεζοπορία στην καρδιά του χειμώνα και μέσα χίλιες κακουχίες από τους Τούρκους, ώστε να φθάσουν αυτοί οι καταφρονεμένοι στο Ισκιλίμπ, που κάνει όλο το βιβλίο να «μιλάει» από την πρώτη σελίδα. Ευχαριστούμε, Άρι, ήσουν καταπληκτικός.

ΤΕΛΟΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ









2 σχόλια:

  1. Μια έξοχη και συγκινητική παρουσίαση ενός βιβλίου που καταγράφει τη συγκλονιστική μαρτυρία της Παιδούλας Ανάστας που μας κάνει κοινωνούς της γενοκτονίας των Ποντίων και γενικότερα της όλης τραγωδίας που βίωσε ο Ποντιακός Ελληνισμός! Συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές για την ανάδειξη και παρουσίαση αυτού του Ιστορικού και Συλλεκτικού κειμηλίου που θα πρέπει να κοσμεί την κάθε βιβλιοθήκη!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή