Από τον κλώνο της "Ε"
"Εφ.Συν", 20/09/17 |
ΔΙΕΜΒΟΛΙΣΜΟΣ: ΗΤΑΝ Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ;
Του Τάσου Τρίκκα
Οι πρώτες εκλογές μετά την πτώση της χούντας (17 Νοεμβρίου 1974) εξέπληξαν τον Ανδρέα Παπανδρέου. Δύσθυμος ώς θανάτου -έγκριτος δημοσιογράφος που ήταν μπροστά έγραψε ότι τον είδε κάτωχρο και απογοητευμένο όταν έμαθε το αποτέλεσμα- έβγαλε αμέσως ανακοίνωση του ΠΑΣΟΚ με το ακόλουθο περιεχόμενο:«...Ο εκλογέας έπεσε στην παγίδα ''Καραμανλής ή τάνκς''... Το αποτέλεσμα δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του ΠΑΣΟΚ [σημ. είχε λάβει το 13,58% των ψήφων]. Ωστόσο, δείχνει ότι ένα όχι ευκαταφρόνητο μέρος του ελληνικού λαού είναι αποφασισμένο να πραγματοποιήσει τη σοσιαλιστική αλλαγή στη χώρα μας».
Ηταν άραγε αριστερός ο Ανδρέας, αφού μιλούσε για σοσιαλιστική αλλαγή;
Το θέμα συζητείται με υπαρξιακή θα 'λεγε κανείς αγωνία, σαράντα τρία χρόνια μετά, σε μια ανεπίκαιρη αποτίμηση της δράσης ενός πολιτικού που σφράγισε μια εποχή. Με τους όρους που διεξάγεται η συζήτηση τείνει να πάρει σχεδόν μεταφυσικό χαρακτήρα.
Η προσπάθεια γείωσής της στην πολιτική διαδρομή του Ανδρέα θα ήταν πολύ πιο γόνιμη.
Από αυτή την άποψη έχει ιδιαίτερη σημασία η επικέντρωση της προσοχής στην προαναφερόμενη ανακοίνωση.
Αποκαλύπτει την αδυναμία του Ανδρέα να κατανοήσει το νόημα της συγκεκριμένης ψήφου. Η κατάρρευση της δικτατορίας δεν είχε επέλθει ύστερα από δυναμική ρήξη με τον λαό, ο οποίος προσέβλεπε τώρα στην αποκατάσταση της αστικής νομιμότητας και στην «ομαλότητα». Οι ψηφοφόροι δεν έπεσαν σε καμία παγίδα.
Παρά τα γαλβανισμένα από τις εμπειρίες της επταετίας αντιδεξιά τους φρονήματα θεωρούσαν στη συγκεκριμένη φάση τον Κωνσταντίνο Καραμανλή εγγυητή της αστικής «ομαλότητας» και της φραγής του δρόμου μιας νέας εκτροπής. Και τούτο παρά την έκδηλη ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων μαζών ύστερα από την κατάρρευση του τρίπτυχου «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», αποστάγματος συντηρητικής ιδεολογίας από καταβολής του νεοελληνικού κράτους.
Αμφιθυμία που δεν ήταν πρωτόγνωρη. Αποτελεί σύνδρομο πολιτικής συμπεριφοράς, που εγγίζει τα όρια μιας οιονεί σχιζοειδούς ψυχολογίας του «προοδευτικού» νεοέλληνα. «Και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι». Το σύνδρομο εκδηλώθηκε και στο τελευταίο δημοψήφισμα.
Αλλά πέρα από την οφειλόμενη στην κυκλοθυμική του ιδιοσυγκρασία αποκαρδίωση -προσωρινή άλλωστε- ο Ανδρέας δεν είχε πραγματικό λόγο να θεωρεί αποτυχία το εκλογικό αποτέλεσμα του 1974.
Βάδιζε βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου άλλωστε, από το οποίο δεν ήταν διατεθειμένος να απομακρυνθεί. Είχε κάνει τη μεγάλη στροφή στη ζωή του.
Εκτός από ένα σύντομο τροτσκιστικό «παράπτωμα» των νεανικών του χρόνων, δεν είχε δείξει κανένα ιδεολογικό ή πολιτικό ενδιαφέρον. Εγκατέλειψε την Ελλάδα -φυγαδεύτηκε χάρη στις υψηλές γνωριμίες του πατέρα του- στην περίοδο της τεταρτοαυγουστιανής δικτατορίας.
Οταν η φασιστική Ιταλία επιτέθηκε κατά της Ελλάδας δεν τον απασχόλησε το ενδεχόμενο να συμμεριστεί την τύχη των συμπατριωτών του επιστρέφοντας στην πατρίδα, από τον εθνικό βίο της οποίας παρέμεινε απών ακόμη και όταν ο πατέρας του έγινε πρωθυπουργός της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας».
Απών ήταν και κατά τη σύρραξη του Δεκέμβρη 1944 και σ' όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου, όταν συνομήλικοί του Ελληνες μάχονταν εναντίον Ελλήνων στα ελληνικά βουνά.
Η απουσία επεκτεινόταν και στο ηθικό πεδίο. Δεν αισθάνθηκε καν την ανάγκη να βάλει ούτε μια υπογραφή (είχε αποκτήσει στο μεταξύ κάποιο επιστημονικό κύρος) σ' ένα από τα τόσα κείμενα διαμαρτυρίας κατά της θανατικής καταδίκης του Μπελογιάννη και των συντρόφων του, τα οποία κυκλοφορούσαν στην αμερικανική επιστημονική κοινότητα.
Τη μεγάλη στροφή στη ζωή του την έκανε το 1964, όταν αποφάσισε να πάρει μέρος στις εκλογές (με την προοπτική της αποχώρησης του πατέρα του από την ηγεσία του Κέντρου, όπως έγραψε αργότερα η μητέρα του).
Ακολούθησε η δικτατορία και η έντονη αντιστασιακή του δράση στο εξωτερικό. Γι' αυτό το γεγονός ότι δεν έσπευσε να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά την πτώση της χούντας προκάλεσε απορίες. Δεν ήταν πια εκτός πολιτικού στερεώματος και ο δημόσιος βίος στη χώρα ήταν συνεχής και πυκνός.
Ενώ άλλοι πολιτικοί ήταν ήδη εν δράσει στα κέντρα των εξελίξεων, εκείνος εξέπεμπε μηνύματα από το εξωτερικό και λιθοβολούσε την κυβέρνηση, χαρακτηρίζοντας τη λύση Καραμανλή «αλλαγή φρουράς του ΝΑΤΟ».
Ισως εδώ πρέπει να αναζητήσουμε τον μίτο για την κατανόηση της απουσίας.
Με τη λύση Καραμανλή η χώρα επανερχόταν στο πλαίσιο της αστικής «κανονικότητας». Αλλά ο Ανδρέας είχε διακηρύξει την αντίθεσή του σ' αυτή την κανονικότητα.
Βρισκόταν σε πόλεμο με το αστικό «κατεστημένο» και την αμερικανική και ΝΑΤΟϊκή «κατοχή». Η επιστροφή του τη στιγμή εκείνη θα μπορούσε να σημαίνει δύο τινά: είτε τη συνθηκολόγηση με τον αντίπαλο (συμμετοχή στην κυβέρνηση ή ανάληψη του ρόλου της «καθεστωτικής» αντιπολίτευσης) είτε κάλεσμα του λαού σ' έναν «ανένδοτο» που θα ισοδυναμούσε με διολίσθηση σε εμφύλιο ή θα οδηγούσε σε απομόνωσή του από τον απρόθυμο να τον ακολουθήσει σε έναν τέτοιο δρόμο λαό.
Μέγας τακτικιστής, ο Ανδρέας ήταν αδύνατο να αφεθεί να πέσει σ' αυτήν την «παγίδα» (πραγματική εδώ, όχι όπως αυτή με τον Καραμανλή και τα τανκς). Πλησιάζουμε στην ανεύρεση του κλειδιού για την ερμηνεία της πορείας του, που βασιζόταν, όπως αναφέρθηκε, σε προδιαγεγραμμένο σχέδιο.
Καταρχήν αυτό επέβαλε να θέσει εαυτόν μακράν του διλήμματος -της παγίδας- χωρίς να απογοητεύσει το «ακροατήριο» που είχε ήδη δημιουργήσει και να σπάσει τους ποικίλους δεσμούς του με τα διάφορα λαϊκά στρώματα. Ετσι επέλεξε τη δυσεξήγητη, στην αρχή, καθυστέρηση της επιστροφής του στην Ελλάδα. Επέστρεψε στις 16/8/1974 (ο Καραμανλής είχε επιστρέψει στις 24/7/1974).
Η αντίσταση του Ανδρέα στη χούντα, που άρχισε από τη νύχτα της 21ης Απριλίου 1967, δεν ήταν γι' αυτόν, όπως για τόσους άλλους Ελληνες μόνο μια ηθική εκδήλωση αντιπαράθεσης με την ωμή βία των συνταγματαρχών.
Αποτέλεσε συνάντηση της συγκυρίας με το προδιαγεγραμμένο σχέδιο της προώθησής του στην πολιτική. Η μεγάλη στροφή της εισόδου του στην πολιτική ζωή είχε συντελεστεί.
Είχε εγκαταλείψει την επιστημονική του σταδιοδρομία για χάρη της ανόδου του στην εξουσία -τη μεγάλη Κίρκη. Και είχε ανιχνεύσει προσεκτικά τον δρόμο του προς την κατάκτηση της κορυφής της εξουσίας, που ήταν ο στόχος του. Οι φιλοδοξίες του δεν του επέτρεπαν να χαμηλώσει τον πήχη.
Το εκλογικό αποτέλεσμα τον δυσαρέστησε ως προς την προσέλκυση ψήφων από τον χώρο του Κέντρου, που ήταν χαμηλότερη από την αναμενόμενη. Δεν τον αιφνιδίασε όμως. Ηταν επόμενο ο γιος του αρχηγού της Ενωσης Κέντρου να υπονομεύεται και να συναντά αντιδράσεις από την πλευρά των κομματικών παραγόντων, που θα έβλεπαν ίσως στο πρόσωπό του έναν μελλοντικό ισχυρό ανταγωνιστή στην κούρσα της διαδοχής του προέδρου.
Είχε όμως και την ευνοϊκή πλευρά το αποτέλεσμα των εκλογών, η οποία ταυτόχρονα προϊδέαζε τον Ανδρέα για την κατεύθυνση που θα έπρεπε να ακολουθήσει.
Αντίθετα από ό,τι συνέβη με τους προερχόμενους από τον χώρο του Κέντρου ψηφοφόρους, το ΠΑΣΟΚ κατόρθωσε να προσελκύσει αξιόλογο τμήμα των οπαδών της Αριστεράς. Η Ενωμένη Αριστερά, κοινός εκλογικός συνδυασμός των δυνάμεων που προέρχονταν από τους ενιαίους παραδοσιακούς σχηματισμούς των κομμάτων της Αριστεράς πριν και μετά τον Εμφύλιο, είχε σημαντικές απώλειες ψήφων που είχαν μετατοπιστεί, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, στις κάλπες του ΠΑΣΟΚ.
Το συνολικό άθροισμα των ψήφων και των τριών σχημάτων που συμμετείχαν στην Ε.Α. (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσωτ. και ΕΔΑ) ήταν αισθητά χαμηλότερο από εκείνο της προηγούμενης εκλογικής αναμέτρησης.
Από αυτήν τη δεξαμενή έπρεπε να επιχειρήσει να αντλήσει δυνάμεις το ΠΑΣΟΚ. Εν σπέρματι η νέα τακτική υπήρχε πριν ακόμη από τα χρόνια της δικτατορίας στη σκέψη του Ανδρέα (1964). Την ολοκλήρωσε στο πλαίσιο της αντίστασης, πλειοδοτώντας σε αντιαμερικανισμό και διακηρύσσοντας την ανάγκη «δυναμικών, προωθημένων μορφών πάλης κατά της χούντας».
Πριν επιστρέψει στην Ελλάδα, η νέα τακτική του είχε ολοκληρωθεί: θα στρεφόταν προς το «ακροατήριο» της παραδοσιακής Αριστεράς προσπαθώντας να το εμβολίσει και να το αλώσει. Αλλωστε τον διευκόλυνε σε αυτό η κρίση που διερχόταν η Αριστερά (διάσπαση ΚΚΕ, σκληρή εσωτερική σύγκρουση, απομάκρυνση συμμάχων αλλά και μείωση της ακτινοβολίας του «υπαρκτού»).
Η νέα τακτική απέδωσε γρήγορα καρπούς. Τα αμυντικά ανακλαστικά της Αριστεράς είχαν εξασθενήσει με την κάθετη διαίρεσή της στα δύο Κ.Κ. που αδυνατούσαν να συσπειρώσουν τον χώρο.
Μόνο το σχήμα μιας ενωτικής ΕΔΑ, που θα συνέχιζε την ιστορική της διαδρομή είτε ως τυπικό νεοσύστατο αυτοτελές κόμμα, είτε ως ομοσπονδία παλαιών και νέων σχημάτων, ισότιμων, ακηδεμόνευτων, με άμεμπτες δημοκρατικές λειτουργίες, θα μπορούσε να διασώσει τον κορμό της ιστορικής Αριστεράς.
Πολιορκητικό κριό του Ανδρέα αποτέλεσε η ουσιαστική υιοθέτηση του προγράμματος της «Εθνικής Δημοκρατικής Αλλαγής», του προγράμματος της ΕΔΑ. Αυτό ήταν το περιεχόμενο -(η «αστικοδημοκρατική επανάσταση στην Ελλάδα» κατά την κομμουνιστική ορολογία, η «Αλλαγή» στην ΠΑΣΟΚική διάλεκτο)- της πολύκροτης «Διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη» (1974), ιδρυτικού κειμένου του ΠΑΣΟΚ (την οποία εγκατέλειψε πριν τερματιστεί η πρώτη τετραετία της διακυβέρνησής του).
Με αυτό τον οπλισμό ο Ανδρέας έδωσε τη μάχη για την άλωση της Αριστεράς. Και την κέρδισε.
Γράφει η Μαργαρίτα Παπανδρέου («Εφιάλτης στην Αθήνα», σελ.10): «Η άποψη του Λευκού Οίκου ήταν ότι προοδευτικά, μεταρρυθμιστικά κινήματα έπρεπε να υποστηρίζονται σαν το πιο αποτελεσματικό μέσο για την καταπολέμηση του κομμουνισμού».
Και ο αξέχαστος Πότης Παρασκευόπουλος σημειώνει: «Ο Ανδρέας Παπανδρέου επέτυχε αυτό που δεν κατάφεραν δύο εμφύλιοι πόλεμοι και ένα πλέγμα συνταγματικών και νομικών περιορισμών και διώξεων κατά της ελληνικής παραδοσιακής Αριστεράς: τον πολιτικό και ιδεολογικό αφοπλισμό της, που ήταν και η μόνιμη επιδίωξη της Δυτικής Συμμαχίας...»
Το αρχικό ερώτημα βρίσκει την απάντησή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου