οι κηπουροι τησ αυγησ

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

Τα «Παράσιτα» φαίνονται ως μια ευανάγνωστη ταινία, αλλά δεν είναι καθόλου. Η ταξική διάσταση είναι ουσιώδης αλλά και επιφανειακή ταυτόχρονα. Ο Μπονγκ Τζουν Χο σκάβει πολύ βαθύτερα, στα άπατα της ανθρώπινης ψυχής όπου κατοικούν η παραφροσύνη, η αναίδεια, ο αμοραλισμός, ο φθόνος, ο τυφλός ρεβανσισμός, τα κρυφά σκοτάδια που κάποτε αναδύονται προκαλώντας ακατανόητα εγκλήματα. Οι Παράσιτοι είναι παντοτινοί....

Από "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"

"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 22-23/02/20


ΠΡΟΑΣΤΙΑΚΟΣ,
του Γιώργου Σκαμπαρδώνη


Αν και θεωρήθηκε εξαιρετικά πρωτότυπο το θέμα - σενάριο της σημαντικής ταινίας «Παράσιτα» του Νοτιοκορεάτη Μπονγκ Τζουν Χο, πρέπει ωστόσο να θυμίσουμε πως πρώτος συνέγραψε ένα σώμα επιστολών ο εκ Συρίας έλληνας ρήτορας Αλκίφρων, τον 3ο αι. μ.Χ. για τους Παράσιτους που άκμασαν ως τάξη, ή μάλλον ως επάγγελμα κατά τον 4ο κυρίως αιώνα π.Χ. στην αρχαία Αθήνα.

Οι Παράσιτοι βέβαια είναι απέθαντοι, πάντα θα υπάρχουν, όχι μόνο ως υπο-κατηγορία μιας τάξης που πασκίζει να επιβιώσει και να ανέλθει κοινωνικά, αλλά και ως ένα διαταξικό είδος ανθρώπων που σιτίζονται λάθρα, διορίζονται, ιδιοποιούνται με τον εισοδισμό, το ψέμα και την απάτη, πλαστογραφούν, καταχρώνται την ανοχή, υπεξαιρούν, απομυζούν τα αγαθά των άλλων διά της προσκολλήσεως. Εξάλλου αυτή είναι και η πρωτοτυπία της ταινίας: δεν αθωώνει και δεν μυθοποιεί μεσσιανικά τους φτωχούς απλώς επειδή είναι φτωχοί, αλλά, μέσα από μια ανεστραμμένη οπτική, δείχνει μεν την ανάγκη επιβίωσης, όμως και τη βαθύτερη μοχθηρία, τον κυνισμό και τα δολοφονικά ένστικτα που επωάζει συχνά η φτώχεια - αλλά και τη χαρωπή αφέλεια της αστικής τάξης που τους εγκολπώνεται ανυποψίαστη χωρίς να νιώθει πως έχει υιοθετήσει την καταστροφή της. Ισως να είναι και μια καλυμμένη παραβολή που υπαινίσσεται τη σιωπηρή, εκ των ένδον απειλή μιας σταλινικής εξουσίας τύπου Βόρειας Κορέας που αντιμετωπίζει η Νότια Κορέα και όχι μόνον.

Ο Αλκίφρων γράφει για τους Παράσιτους της αρχαίας Αθήνας που είναι φτωχοί γελωτοποιοί, τους οποίους οι άρχοντες καλούν στα συμπόσιά τους για να τους διασκεδάζουν με αντάλλαγμα φαγητό και χαρτζιλίκι, ενώ εκείνοι, επωφελούμενοι, κλέβουν και αντικείμενα, ασημένιους κύλικες, άλλα σκεύη, κ.λπ. Χορεύουν, τραγουδούν, κάνουνε μιμήσεις, αστειεύονται, αποδέχονται να τους δέρνουν οι οικοδεσπότες, να τους κλωτσούν, να τους προσβάλλουν, και αυτοί υπομένουν τα πάντα για λίγα ψιχία και χρήματα. Οι Παράσιτοι, τότε, είναι θεσμός. Οπως καλούν μιαν ορχήστρα, καλούνε κι αυτούς στα συμπόσια - δεν τους σέρνουνε με το ζόρι, παρά είναι μια τάξη ενδεών, που έχουν αποδεχτεί αυτή την αναξιοπρεπή και ταπεινωτική σχέση και τη έχουνε αναγάγει σε επάγγελμα, σχεδόν σε Τέχνη. Είναι θεσμικοί διακονιάρηδες που ζητιανεύουν κάνοντας φτηνές ατραξιόν. Τραγικοί, βέβαια, αδικημένοι και αξιολύπητοι, αλλά και όχι εντελώς αθώοι, απ' τη στιγμή που έχουν συμβιβαστεί συνειδητά με τον ρόλο της αμειβόμενης ταπείνωσης. Βολεύονται φυτοζωώντας και υποφέροντας μέσα στην ολέθρια αυτή σχέση ως γελωτοποιοί, κακολογούν διαρκώς εκείνους που τους προσκαλούν στα συμπόσια, τους κουτσομπολεύουν, φανερά τους κολακεύουν και κρυφά τους κατακλέβουν, τους φθονούν και τους καταριούνται. Υφίστανται αδιαμαρτύρητα κάθε προσβολή, ραπίσματα και ξυλοδαρμούς αρκεί να φάνε λίγα απ' τα περισσέματα των πλούσιων γευμάτων - ο Αλκίφρων, μέσα από αυτές τις επιστολές που υποτίθεται έστειλαν διάφοροι Παράσιτοι μεταξύ τους, σατιρίζει ευρύτερα την τότε αττική κοινωνία, τα ήθη, τους φιλοσόφους, τους ηθοποιούς, τους πλουσίους και τους φτωχούς, την αναλγησία, την πορνεία και την υποκρισία

Με τους Παράσιτους είναι σκληρός, αλλά δείχνει και τις ανθρώπινες πλευρές τους, το αίσθημα εξευτελισμού και συντριβής που βιώνουν, χωρίς όμως να απλοποιεί το σύνθετο ηθικό - κοινωνικό πρόβλημα που ενσαρκώνουν ή να αποσιωπά τη δική τους προσωπική ευθύνη. (Κατά Σωκράτη.) Τους δίνει παιγνιώδη - απαξιωτικά παρανόμια που έχουν κυρίως σχέση με την απληστία και τη λαιμαργία τους, την ακόρεστη πείνα και τα απωθημένα τους: Τρεχέδειπνος (αυτός που τρέχει στα δείπνα), Αρτεπίθυμος, Κνισσόζωμος, Οινοπνίκτης, Κοτυλοβρόχθισος, Ψιχοκλάστης, Λειχοπίναξ (Τσανακογλύφτης), Γνάθων, Τραπεζολείκτης, Ψιχοδιαλέκτης, Στεμφυλοχαίρων, Τραπεζοχάρων, Λαχανοθαύμαστος, Εθελογλύπτης, Καπνοσφράντης, Λαιμοκύκλωψ, Εύκνισσος, Χωνοκράτης, Χυτρολείκτης, Κυπελλιστής, Θαμβοφάγος, Οινόλαλος, Ποτηριοφλύαρος, Λιμέντερος, Αμάσητος, Χασκοβούκης, Υπνοτράπεζος, Πινακοσπόγγισος και άλλα σχετικά.

Ο Αλκίφρων εκτός των «Παρασίτων» έγραψε επίσης επιστολές Αλιευτικές, Αγροτικές και Εταιρικές, δηλαδή μεταξύ γυναικών - εταίρων και δεν γνωρίζω αν έχει μεταφραστεί στα νιοτιοκορεάτικα, οπότε να ενέπνευσε και τον σκηνοθέτη Μπονγκ Τζουν Χο, κάτι που είναι μάλλον απίθανο, αλλά ποτέ δεν ξέρεις, μιας και ο Νοτιοκορεάτης σπούδασε και κοινωνιολογία εκτός του σινεμά. Πάντως ο Αλκίφρων προηγήθηκε κατά δεκαοχτώ αιώνες όσον αφορά την κεντρική ιδέα της ταινίας, αλλά υπάρχουν και ομοιότητες στο ύφος - στη δημοτική τον μετέφρασε ο Τάσος Βουρνάς.


Στην ταινία του Νοτιοκορεάτη που ανακαλεί, επίσης, σιωπηλά και τις «Δούλες» (Les Bonnes) του Ζαν Ζενέ (μετάφρ. Οδυσσέα Ελύτη), η φτωχή οικογένεια διεισδύει στην πλούσια φαμίλια με απάτη, ψέματα και πλαστογραφίες. Επιπλέον εκδιώκει άλλους εργαζομένους με δόλο και σκληρότητα, όπως τον οδηγό της φαμίλιας και την οικονόμο. Το πράγμα οδηγείται τελικά σε έκρηξη κατά τη διάρκεια μιας γιορτής γενεθλίων (τυχαία η σύμπτωση με τα αρχαία συμπόσια;) με τη δολοφονία μελών της πλούσιας οικογένειας και κυρίως του ευγενικού κι ανεκτικού πατέρα, χωρίς ουσιώδη λόγο, αλλά μάλλον από μοχθηρία. Επιπλέον ο διωκόμενος φονιάς που είναι πατέρας της φτωχής οικογένειας εγκαθίσταται κρυφά στα υπόγεια της πλούσιας βίλας, περιμένοντας τη στιγμή που οι δικοί του θα μπορέσουν να πάρουν, κάποτε, την πλούσια οικία (ως Χειμερινά Ανάκτορα;) για να εμφανιστεί, κι αυτό είναι συμβολικά το φρικαλεότερο. Οπότε είναι φανερό πως εδώ έχουμε μια ανεστραμμένη οπτική. Η προσέγγιση πάει εκείθεν της απλοϊκής, μεσσιανικής κοινωνικο-πολιτικής οπτικής (πλούσιοι - φτωχοί) και αναδεικνύει τη βαθύτερη αγριότητα των ψυχών, τον σκοπό που αγιάζει τα μέσα, τη φονικότητα των απωθημένων, την αγνωμοσύνη, το ανεξέλεγκτο μίσος όσων δεν τα κατάφεραν και που αναφαίνεται μόλις εγκατασταθούν στον ξενιστή ή στο πεδίο της εξουσίας. (Θέλουν «να πάρουν όλους στους αρμούς», όπως κάποιοι άλλοι;)


Τα «Παράσιτα» φαίνονται ως μια ευανάγνωστη ταινία, αλλά δεν είναι καθόλου. Η ταξική διάσταση είναι ουσιώδης αλλά και επιφανειακή ταυτόχρονα. Ο Μπονγκ Τζουν Χο σκάβει πολύ βαθύτερα, στα άπατα της ανθρώπινης ψυχής όπου κατοικούν η παραφροσύνη, η αναίδεια, ο αμοραλισμός, ο φθόνος, ο τυφλός ρεβανσισμός, τα κρυφά σκοτάδια που κάποτε αναδύονται προκαλώντας ακατανόητα εγκλήματα. Οι Παράσιτοι είναι παντοτινοί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου