οι κηπουροι τησ αυγησ

Τρίτη 27 Αυγούστου 2019

ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΜΠΡΑΜΟ, ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΦΗΣΕ...

Aπό "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", και...

"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΡΟΚΥΡΙΑΚΟ", 24-15/08/19
 ...από την "Εφ.Συν/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"

"Εφ.Συν/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 24-25/08/19
ΤΟΥ Γ. Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗ

Ο θάνατος κάθε ανθρώπου είναι ένα (μικρο)ιστορικό γεγονός. Ειδικότερα, όμως, ο θάνατος ενός δημιουργού αποτελεί ανάσχεση της δημιουργικότητάς του αλλά και αρχή της υστεροφημίας του. Η πρώτη έγκειται στο γεγονός ότι δεν θα μπορέσει να συνεχίσει το έργο του και να αφήσει στην ανθρωπότητα καινούργια καλλιτεχνικά προϊόντα. Η δεύτερη αφορά την απαθανάτιση του υπάρχοντος έργου του, καθώς ο χρόνος –που πλέον έχει αποπερατώσει και δη παγώσει τη δημιουργία–μένει να δείξει την αντοχή των υλικών.

Ο Γιώργος Μπράμος, που αποδήμησε στις 14 Αυγούστου, γεννήθηκε το 1952 στην Τρίπολη και σπούδασε Νομικά και Κινηματογράφο σε Αθήνα και Ιταλία. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου σε εφημερίδες και περιοδικά, όπως «Η Αυγή», «Η Καθημερινή», η «Ελευθεροτυπία», «Το Βήμα», ο «Σύγχρονος Κινηματογράφος», «Το Τέταρτο», το «Αντί» κ.ά. Διετέλεσε, μάλιστα, αρχισυντάκτης και μέλος της Συντακτικής Επιτροπής της «Αυγής» την περίοδο 1980-1988 και αργότερα υψηλόβαθμο στέλεχος στην ΕΤ 2, στην ΕΡΤ και στο MEGA, ενώ είχε και έντονη πολιτική δράση.

Ως δημιουργός μοιράζει τη δράση του ανάμεσα στον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία. Συμμετέχει στο σενάριο των ταινιών «Ηταν ένας ήσυχος θάνατος» (1986) της Φρίντας Λιάππα, «Καλή πατρίδα, σύντροφε» (1986) του Λευτέρη Ξανθόπουλου, «Κλοιός» (1987) του Κώστα Κουτσομύτη, «Ξένια» (1989) του Πατρίς Βιβάνκος, «Terra incognita» (1994) του Γιάννη Τυπάλδου, «Οι τρεις εποχές» (1996) της Μαρίας Ηλιού, ενώ γράφει δοκίμια για τον κινηματογράφο και μονογραφίες σκηνοθετών (Ναγκίσα Οσιμα, Φρίντα Λιάππα, Νάνι Μορέτι, Πιερ Πάολο Παζολίνι, Κλοντ Σαμπρόλ, Ζυλ Ντασσέν, Λουκίνο Βισκόντι, Μάνος Ζαχαρίας). Παράλληλα, το 1993 κατεβαίνει στη λογοτεχνική κονίστρα με τη συλλογή διηγημάτων «Βρεγμένο ρούχο» κι ακολουθούν άλλες δύο, τα «Ασπρα γένια» (2006) και «Ανάμεσα στους τοίχους» (2017), ενώ ενδιάμεσα εκδίδει δύο μυθιστορήματα, το «Οτσι τσιόρνιγια (Μαύρα μάτια)» (1999) και «Το ψέμα του λύκου» (2013), όλα στις εκδόσεις Καστανιώτη.

Τα λογοτεχνικά κείμενα του Γ. Μπράμου έχουν συνήθως στο κέντρο τους ανθρώπους (άνδρες) της καθημερινότητας, με τη ζωή τους να μη ρυτιδώνεται από βαθιά προβλήματα. Φαινομενικά. Και λέω «φαινομενικά», αφού αυτό το παρόν είναι το ήσυχο σημείο μετά από ένα άδηλο παρελθόν, που, όταν αποκαλυφθεί, προκαλεί ισχυρές αναταράξεις, ή πριν από μια σκόπιμη ανατροπή που θα ανατινάξει την ακινησία της ζωής, προκαλώντας μικρές σεισμικές δονήσεις (λ.χ. «Ανάμεσα στους τοίχους»).

Το παρελθόν έρχεται να αποκαλύψει τα μυστικά του, συνήθως στη δίνη ιστορικών-πολιτικών πληγών, οι οποίες ανέκαθεν υπήρχαν υποδόρια και την κρίσιμη στιγμή αιμορροούν. Ο Εμφύλιος λ.χ. είναι ο εθνικός διχασμός που χρόνια μετά το τέλος του προξενεί διχασμούς και μίση, εναλλάσσει τον ρόλο του θύτη μ’ αυτόν του θύματος και δείχνει ότι η πολιτική στα έργα του Γ. Μπράμου δεν είναι ένα ανέφελο πεδίο εξουσίας, αλλά μια δίνη κοινωνικών και προσωπικών κραδασμών. Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος (oanagnostis.gr, 28.7.2016) θεωρεί ότι ο συγγραφέας πιστεύει σε μια αδυσώπητη μοίρα, που δεν δίνει ποτέ τέλος στα χτυπήματα της Ιστορίας, η οποία τελικά μετατρέπει τον άνθρωπο σε Σίσυφο.

Η πολιτική είναι το βασικό μοτίβο που ενσφηνώνει το συλλογικό μέσα στο ατομικό. Στο «Ψέμα του λύκου», λ.χ., τα τραγικά διλήμματα της μεταπολεμικής Ελλάδας συμπλέκονται με τα ακραία ιδιωτικά πάθη, η πολιτική με τον έρωτα, η προδοσία με την εκδίκηση. Ο κλονισμός που υφίστανται οι χαρακτήρες του δείχνει όχι μόνο τις προσωπικές τους ανισορροπίες αλλά και τη ρευστή και ασταθή κοινωνικοπολιτική κατάσταση της Ελλάδας.

Η τραγωδία των προσώπων δεν είναι παρά η προσπάθειά τους να επουλώσουν τραύματα που έρχονται, όπως προείπα, από το παρελθόν και δεν αφήνουν αδιάφορο το φαινομενικά στρωμένο παρόν. Μικρές και μεγάλες προδοσίες, ανεκπλήρωτοι έρωτες, συλλογικές ήττες και ατομικές πίκρες (λ.χ. στα «Ασπρα γένια») ταλανίζουν τα πρόσωπα των διηγημάτων του κι ορθώνονται απειλητικά μπροστά στους χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του.

Γι’ αυτό, κάτω από την επιφάνεια του ρεαλιστικού αφηγήματος, που ενίοτε παίρνει και τον χαρακτήρα του αστυνομικού, στην ουσία κυριαρχεί η πατίνα του ψυχολογικού: το τραύμα που γίνεται δράμα, η μιζέρια που ζητά μια ανατίναξη, το ανικανοποίητο που ψάχνει μια βαλβίδα διαφυγής, ο έρωτας που δεν ευοδώθηκε ή ο έρωτας που έρχεται ως πέτρα στα λιμνάζοντα νερά, η απελπισία που έχει φωλιάσει στο καθημερινό, η μέση ηλικία που δεν έχει να προσφέρει άλλες συγκινήσεις…

Για να μεταδώσει όλο αυτό το ηλεκτρισμένο φορτίο στον αναγνώστη, ο λογοτέχνης διασπά τον ρεαλισμό του με ψήγματα εσωτερικού μονολόγου, κινηματογραφικό τρόπο αφήγησης, δόσεις ειρωνείας και στοιχεία αντιηρωισμού. Φτιάχνει δίπολα χαρακτήρων (άνδρες vs γυναίκες, διώκτες vs διωκόμενοι κ.ά.), σκιαγραφεί καίρια τους δευτερεύοντες χαρακτήρες και εμβαθύνει πίσω από τις πράξεις στα συναισθήματα που σαν σαράκι κατατρώγουν τα πρόσωπά του.

Sic itur ad astra.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου