οι κηπουροι τησ αυγησ

Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

"...Η ιστορία διακόπτεται εδώ. Στο ντοσιέ που ανακάλυψα στο πατάρι δεν βρήκα άλλο ντοκουμέντο για να μάθω εάν ο θείος της πόλης ανάγκασε τον θείο του χωριού να μοιράσει δίκαια το ελαιόλαδο. Το λάδι, έτσι κι αλλιώς, των πρωταγωνιστών του δράματος έχει σωθεί προ πολλού, αναπαύονται και οι τρεις στους τάφους τους. Και όμως, ζουν μέσα μας. Επιβιώνουν στις ψυχές μας το μεγαλείο και η μικρότητά τους. Με διαφορετικό ίσως τρόπο, σε άλλη κλίμακα, η ουσία παραμένει η ίδια. «Και σίδερα να ήμασταν, θα 'χαμε σπάσει…». Δεν ήταν σίδερα, δεν έσπασαν. Μεταγγίστηκαν στα παιδιά και στα εγγόνια τους...."

Από "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"

"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 24-25/08/19


ΑΣΤΑΘΜΗΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΝ
του Χρήστου Χωμενίδη


ου γράφω από το κρεβάτι. Είμαστε άρρωστοι μαζί με τη θεια σου, από γρίπη και εντερίτιδα. Αυτό είναι το επισφράγισμα μιας εξαντλητικής κούρασης, ενός ξεθεώματος που λέγεται ελαιομάζωμα. Πώς είναι δυνατόν δύο άτομα να μάσουμε τόσα ελιόδεντρα; Τη μέρα δουλειά και τη νύχτα η φροντίδα των παιδιών και των ζώων. Και σίδερα να ήμασταν, θα 'χαμε σπάσει. Καμιά σαρανταριά εργάτες πέσανε σε όλη την περιφέρεια. Ποιος να τους πρωτοαρπάξει; Με χίλια βάσανα άρπαξα κι εγώ τέσσερις, δυο γυναίκες και δυο άντρες, για τέσσερις ημέρες. Ασε τα φαγητά και με τον καφέ στο μαξιλάρι. Αλλοι παίρνανε κάνα γύφτο, οι γύφτοι όμως κι αν τους γέλαγαν, φεύγανε από το μεσημέρι, μέθαγαν και κόντευες να βρεις και τον μπελά σου…».

Ο θείος από το χωριό απευθύνεται στην ανιψιά, η οποία σπουδάζει στην Αθήνα και - ορφανή γαρ - του έχει εμπιστευτεί τη φροντίδα των κτημάτων της και να μοιράζονται το λάδι, «μισακά». Ο θείος είναι πονηρός και εύγλωττος. Διεκτραγωδεί τον μόχθο του προκειμένου να αυξήσει το ποσοστό του. Στη δεύτερη σελίδα της επιστολής, τις περιγραφές διαδέχονται οι λογαριασμοί - ο θείος μαγειρεύει τα νούμερα, φουσκώνει τα έξοδα και τελικά κρατάει για τον εαυτό του τη μερίδα του λέοντος.

Ποιανού λέοντος; Μιλάμε για παραγωγή δύο τόνων σκάρτα, με σημερινές τιμές επτάμισι χιλιάδες ευρώ, από τα οποία πρέπει να πληρωθούν και η καλλιέργεια και η συλλογή του καρπού και το ελαιοτριβείο. Και το μισό απ' ό,τι περισσέψει να ταΐσει πέντε στόματα.


Δεν έχει ο θείος άλλα εισοδήματα; Και τώρα εάν πας στο χωριό, θα καταλάβεις. Ενας κάμπος στενός, κυκλωμένος από βουνά, μακριά από τη θάλασσα. Η γη τεμαχισμένη σε μικρές ιδιοκτησίες. Οι άνθρωποι έβγαζαν τότε από τη μύγα ξίγκι. Εβοσκαν αμνοερίφια για το κρέας τους. Περιποιούνταν κάνα αμπέλι για το κρασί τους. Οικιακή οικονομία. Απ' το μπακάλικο στο κοντινό κεφαλοχώρι ψώνιζαν μακαρόνια, όσπρια και τσιγάρα χύμα.

Πότε τότε; Αυτό κι αν είναι σοκαριστικό. Η επιστολή έχει ημερομηνία 09/1/1973. Τέσσερα χρόνια αφότου πατήθηκε το φεγγάρι, δύο αφού διαλύθηκαν οι Μπιτλς, στην ελληνική ύπαιθρο μετακινούνταν με γαϊδούρια, είχαν το αποχωρητήριο εκτός σπιτιού, οι άντρες έλιωναν στο καφενείο - στην πρέφα - το γαμπριάτικο κοστούμι τους.

Ο θείος βρίσκεται στην πιο άχαρη θέση. Δεν είναι εύπορος - με τα μέτρα έστω της κοινωνίας του -, μα ούτε κι άκληρος ώστε να φύγει μετανάστης. Φθονεί κατά βάθος το κορίτσι που το 'σκασε για την πρωτεύουσα και μάλιστα ως φοιτήτρια. Τη ρίχνει άρα δίχως τύψεις. Παλιός αριστερός, κάνει κάτι χειρότερο από το να αποκηρύσσει τη νεανική του δράση. Την υποτιμά. «…Μπρος στο μαρτύριο της ελιάς», αναφέρει παρακάτω, «ωχριά η Αλβανία και η Μακρόνησος που έχω πάει…».

Χτυπάει την ευαίσθητη χορδή της ανιψιάς του. Κρυφό καμάρι, ψυχικό στήριγμα έχει εκείνη, εν μέσω χούντας, τους απροσκύνητους γονείς της, που πέθαναν χωρίς να υπογράψουν δήλωση μετανοίας. Αντιπαρέρχεται ό,τι άλλο διαλαμβάνει η επιστολή, δεν στέκει πουθενά αλλού. «…Εκείνοι που άφησαν τα κόκαλά τους στην Αλβανία θα σου απαντούσαν αν μιλούσαν», τρέμει το χέρι της από ιερή οργή. «Το ίδιο και για τα ξερονήσια που μαρτύρησαν οι άνθρωποι…».

Λαμβάνοντας την απάντησή της, ο μπάρμπας προφανώς γελάει κάτω απ' τα μουστάκια του. Οι λογαριασμοί του πέρασαν στο ντούκου, δεν αμφισβητήθηκαν. Η ανιψούλα ενέκρινε σιωπηλά τα κουμάντα του. Χάρη στον αντιπερισπασμό της Μακρονήσου, οι ντενεκέδες με το λάδι έμειναν στα χέρια του.


Τον επίλογο γράφει ο έτερος θείος, φιλόλογος εν Αθήναις, άτυπος κηδεμόνας της φοιτήτριας. «Κύριε εξ αγχιστείας εξάδελφε» του απευθύνεται όσο πιο δηκτικά μπορεί. «Ελαβον γνώσιν της ωραίας και σφόδρα υπολογιστικής επιστολής σου προς την ανιψιάν μας. Ο δικηγόρος μου θα σου απαντήσει επί της ουσίας. Εγώ εις ανταπόδοσιν της συμπεριφοράς σου σε πληροφορώ ότι η προσφορά μου να σου δωρίσω ένα βιολί καλό για να περνάς τις ώρες σου δεν ισχύει πλέον. Να μην υποβληθής λοιπόν σε άδικο κόπο και έξοδα ερχόμενος για να το παραλάβης…».

Η ιστορία διακόπτεται εδώ. Στο ντοσιέ που ανακάλυψα στο πατάρι δεν βρήκα άλλο ντοκουμέντο για να μάθω εάν ο θείος της πόλης ανάγκασε τον θείο του χωριού να μοιράσει δίκαια το ελαιόλαδο.

Το λάδι, έτσι κι αλλιώς, των πρωταγωνιστών του δράματος έχει σωθεί προ πολλού, αναπαύονται και οι τρεις στους τάφους τους. Και όμως, ζουν μέσα μας. Επιβιώνουν στις ψυχές μας το μεγαλείο και η μικρότητά τους. Με διαφορετικό ίσως τρόπο, σε άλλη κλίμακα, η ουσία παραμένει η ίδια. «Και σίδερα να ήμασταν, θα 'χαμε σπάσει…». Δεν ήταν σίδερα, δεν έσπασαν. Μεταγγίστηκαν στα παιδιά και στα εγγόνια τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου