οι κηπουροι τησ αυγησ

Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

"...Οι δεξιόστροφοι συνηθίζουν να υποτιμούν την εθνική διχόνοια και να της προσδίδουν μια υπερβατική/απολιτική χροιά - «το εγγενές ελάττωμα του ελληνικού έθνους» - ενώ οι αριστερόστροφοι «μεταφέρουν στην ανάλυση της κοινωνίας του 19ου αιώνα την ιδεολογία και τις ορολογίες του 20ού». Απέναντι στον πνευματικό μόχθο που απαιτεί η ενδελεχής μελέτη του 1821, δεν είναι τυχαία η διαχρονική αντίδραση όλων των κυβερνήσεων: σιωπή· ας ανάψουν τα πυροτεχνήματα...."

Από "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"

"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 24-25/08/19


ΒΟΥΣΤΡΟΦΗΔΟΝ,
του Πέτρου Τατσόπουλου


Το «1821» προβλήθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ το 2011. Ηταν μια παραγωγή ντοκιμαντέρ οκτώ επεισοδίων της εταιρείας ΑΝΕΜΟΝ (Ρέα Αποστολίδου & Γιούρι Αβέρωφ), πρωτόγνωρη για τα ελληνικά τηλεοπτικά δεδομένα. Γυρισμένη σε πέντε χώρες - Ελλάδα, Τουρκία, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία - προβαλλόταν κάθε Τρίτη στα όρια της prime zone (11 το βράδυ) και αξιώθηκε το τριπλάσιο από το μέσο ποσοστό τηλεθέασης του σταθμού εκείνον τον καιρό: σχεδόν ένα εκατομμύριο τηλεθεατές παρακολουθούσαν μια σειρά που φιλοδοξούσε ν' ασχοληθεί με την Ελληνική Επανάσταση, δίχως να αποσιωπήσει τις σκοτεινές της πλευρές και δίχως να καταφύγει σε ανέξοδα αγιογραφικά στερεότυπα. Η σειρά λοιδορήθηκε, συκοφαντήθηκε κι έδωσε την αφορμή για τη δημιουργία πολλών πικάντικων «αστικών μύθων», τόσο... βολικών για να ασχολείται και να σαχλαμαρίζει κανείς μαζί τους, αντί να έρχεται αντιμέτωπος με τα επίμαχα ερωτήματα που έθετε η ίδια η σειρά. Μας έδωσε επίσης την ευκαιρία να γνωρίσουμε ενδιαφέρουσες προσωπικότητες του νεοναζιστικού περιθωρίου - τον Ηλία Κασιδιάρη και τον Ηλία Παναγιώταρο μεταξύ άλλων - που μαζεύονταν έξω από τον σταθμό με εμπρηστική συνθηματολογία, παγκοσμίως έως τότε άγνωστοι. Είθε η πρόσφατη εκλογική τους αποτυχία να σημάνει και την επιστροφή τους στην ανωνυμία.

Ως παρουσιαστής εκείνης της σειράς οφείλω να σας ομολογήσω σήμερα, οκτώ χρόνια αργότερα, πως υποδέχτηκα μ' ένα μελαγχολικό μειδίαμα την πρόσφατη ανακοίνωση από τη νέα κυβέρνηση για τη σύσταση μιας επιτροπής επιφανών συμπολιτών μας, με αποστολή την παγκόσμια προβολή και τον ταρατατζούμ εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση που θα συμπληρωθούν το 2021. Είμαι κάτι παραπάνω από βέβαιος ότι η επιτροπή - που της εύχομαι κάθε επιτυχία - έχει πληροφορηθεί τα δικά μας «παθήματα» και θα αποφύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι καθετί που μπορεί και μόνο να κινήσει την υποψία ότι απομακρύνεται από τη δοκιμασμένη συνταγή της ατσαλάκωτης φουστανέλας. Πειράματα θα κάνουμε τώρα;


Μια μελέτη που έπεσε στα χέρια μου πριν από λίγες μέρες - οι «Αγωνιστές του 1821 μετά την Επανάσταση» (εκδόσεις Ασίνη, 2019) της ιστορικού Ελισσάβετ Τσακανίκα, ειδικευμένης στην περίοδο της Αντιβασιλείας (1832 - 1835) και της Βασιλείας του Οθωνα (1835 - 1862) - φωτίζει τις πρώτες μετεπαναστατικές δεκαετίες και καταδεικνύει ότι η απόπειρα αγιογράφησης του Αγώνα ξεκίνησε πολύ νωρίτερα από τότε που νομίζαμε οι περισσότεροι, μολονότι τα κίνητρα και οι επιδιώξεις των πρώιμων αγιογράφων δεν συμπίπτουν αναγκαστικά με τα κίνητρα και τις επιδιώξεις των κατοπινών. Ευθύς εξαρχής διίστανται οι απόψεις ως προς τον «σκοπό» ή «στόχο» της Επανάστασης. «Ορισμένοι έβλεπαν την Επανάσταση», γράφει η Τσακανίκα, «ως μια πανηγυρική διακήρυξη της επιστροφής του ελληνικού έθνους στην ευρωπαϊκή Δύση, κοιτίδα της οποίας υπήρξε η ελληνική αρχαιότητα, ενώ άλλοι περιόριζαν τις προθέσεις τους στην απελευθέρωση του χριστιανικού ποιμνίου από τον αλλόθρησκο κατακτητή και αντιμετώπιζαν την Επανάσταση αποκλειστικά ως μια κατάφαση της Ορθοδοξίας, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπαγόταν για τον καθένα - σύσφιγξη των σχέσεων με την ομόδοξη Ρωσία, τήρηση αποστάσεων από την αιρετική Δύση, ακόμη και αναβίωση των παραδόσεων του Βυζαντίου, η θεοκρατική δομή του οποίου ερχόταν σε ευθεία ρήξη με τον φιλελεύθερο και κοσμικό χαρακτήρα μιας εθνικής επανάστασης».

Ολες αυτές οι «τόσο διαφορετικές και, εν πολλοίς, αντιφατικές προσδοκίες και αξιώσεις που γέννησε η Επανάσταση μεταφέρονται στο νέο βασίλειο» και δυσχεραίνουν τις προσπάθειες για την επικράτηση ενός στρογγυλεμένου εθνικού αφηγήματος χωρίς ακίδες και ανακολουθίες. Μονάχα όταν «προϊόντος του χρόνου, η τάξη των Αγωνιστών εκλείπει», σημειώνει η Τσακανίκα, θα εκλείψει μαζί της «και το τελευταίο εμπόδιο στην επίτευξη της απόλυτης συναίνεσης γύρω από το '21· τότε ολοκληρώνεται η μνημειοποίηση της Επανάστασης, η οποία προϋποθέτει την ηρωοποίηση όλων ανεξαιρέτως των πρωταγωνιστών της». Μέχρι τότε, ωστόσο, οι πρωταγωνιστές και οι δευτεραγωνιστές της Επανάστασης θα αποδυθούν σε μια λυσσαλέα κοκορομαχία γύρω από το ποιος δικαιούται και ποιος δεν δικαιούται να φέρει τον τίτλο του Αγωνιστή. Φερέφωνό τους; Ο Τύπος της εποχής.

Το εξαιρετικά ενδιαφέρον στο βιβλίο της Ελισσάβετ Τσακανίκα είναι ότι αντλεί το πρωτογενές υλικό της από τις εφημερίδες εκείνων των ημερών. Φανταστείτε ένα εκδοτικό τοπίο στη μετεπαναστατική Ελλάδα τόσο όμοιο, όσο και διαφορετικό από το σημερινό. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς στη μελέτη του «Κοινωνική ανάπτυξη και κράτος. Η συγκρότηση του δημόσιου χώρου στην Ελλάδα» (εκδόσεις Θεμέλιο, 1981), «από το 1835 ως το 1862 κυκλοφόρησαν 156 εφημερίδες, ενώ έως το τέλος του αιώνα ο αριθμός τους έφτασε τις 789, από τις οποίες οι 402 ήταν αθηναϊκές. Ολα αυτά σε μια χώρα όπου οι εγγράμματοι ενήλικες δεν ξεπερνούσαν τους 100.000.

Σε κάθε 150-200 εγγράμματους κατοίκους, δηλαδή, αντιστοιχούσε και μία εφημερίδα - χωρίς να υπολογίσουμε τα περιοδικά». Μπροστά σε αυτό το ολιγάριθμο αναγνωστικό κοινό, οι πραγματικοί ή κατά φαντασίαν Αγωνιστές (συστηματικοί επιστολογράφοι, όταν δεν είναι συντάκτες ή και εκδότες της εφημερίδας οι ίδιοι) επιλέγουν κομματική παράταξη - είναι με το Ρωσικό Κόμμα, το Αγγλικό ή το Γαλλικό - και, αναλόγως, αγιογραφούν τους πολιτικούς τους συμμάχους/πάτρονες ή δαιμονοποιούν τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Εδώ, στις εφημερίδες - στον «Φίλο του Λαού», στην «Αθηνά», στον «Αιώνα», στην «Εθνοκρατία», στον «Ζέφυρο», στον «Θρίαμβο του Συντάγματος» κ.ο.κ. - παίρνουν σχήμα και μορφή τα κατοπινά μυθικά σύμβολα εθνικής ομοψυχίας: οι πατριώτες στρατιωτικοί εναντίον της Βαυαροκρατίας/Ξενοκρατίας, οι αυτόχθονες εναντίον των ετεροχθόνων, εκείνοι που πλούτισαν από την Επανάσταση εναντίον εκείνων που φτώχυναν, οι φέροντες τίτλους ευγενείας (που τους απένειμαν οι... Οθωμανοί!) εναντίον των φιλελευθέρων, οι Κοτζαμπάσηδες εναντίον των Φαναριωτών ή και ομού εναντίον όλων των υπολοίπων... 

Η μεγάλη απορία, περνώντας από τους διθυράμβους στους λιβέλους και τούμπαλιν, δεν είναι πώς αυτόν τον βιτριολικό αχταρμά διαδέχτηκε ένα ενιαίο εθνικό αφήγημα, με «τα πορτρέτα του Καποδίστρια και του Μαυροκορδάτου (δυο θανάσιμων πολιτικών αντιπάλων) να βρίσκονται δίπλα δίπλα σε έκθεση κειμηλίων της Ελληνικής Επανάστασης που έλαβε χώρα το 1884», αλλά πώς αυτά τα ιδεολογικά δίπολα, μεταλλαγμένα κατά περίσταση, άντεξαν στη φθορά του χρόνου και μεταφέρθηκαν μέχρι τις μέρες μας.


Ενα μέρος της απάντησης - μας λέει η Τσακανίκα - εμπεριέχεται στη δικαίωση/διαιώνιση των δίπολων από τους αντίστοιχους δεξιόστροφους ή αριστερόστροφους ιστοριογράφους. Οι δεξιόστροφοι συνηθίζουν να υποτιμούν την εθνική διχόνοια και να της προσδίδουν μια υπερβατική/απολιτική χροιά - «το εγγενές ελάττωμα του ελληνικού έθνους» - ενώ οι αριστερόστροφοι «μεταφέρουν στην ανάλυση της κοινωνίας του 19ου αιώνα την ιδεολογία και τις ορολογίες του 20ού». Απέναντι στον πνευματικό μόχθο που απαιτεί η ενδελεχής μελέτη του 1821, δεν είναι τυχαία η διαχρονική αντίδραση όλων των κυβερνήσεων: σιωπή· ας ανάψουν τα πυροτεχνήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου