οι κηπουροι τησ αυγησ

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

ΔΥΟ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΟΥ "ΒΗΜΑΤΟΣ" ΣΚΙΑΓΡΑΦΟΥΝ ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ ΓΙΑ ΤΗ ΧΩΡΑ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΠΟΥ ΜΠΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ-ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΛΛΑΓΗ ΣΕΛΙΔΑΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ 8 ΧΡΟΝΙΑ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ...

Από "ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ"

"ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ", 30-31/12/17
 1. «Καθαρή είσοδος» χωρίς ψευδαισθήσεις

ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ*
Αποχαιρετούμε το 2017 και υποδεχόμαστε το 2018 με τον κίνδυνο να επικρατήσει μια βαθιά εσφαλμένη αντίληψη για το βασικό ζήτημα της νέας χρονιάς σε σχέση με την Ελλάδα. Η κυβέρνηση έχει θέσει ήδη ως στόχο της χρονιάς την «καθαρή έξοδο» από το τρίτο μνημόνιο που λήγει τον Αύγουστο. Ως τέτοια ορίζει την απουσία προληπτικής πιστωτικής γραμμής στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, αλλά τον σχηματισμό ταμειακών διαθεσίμων ασφάλειας (cash buffer) με κεφάλαια που θα εκταμιεύσει ο ΕΜΣ από αυτά που μένουν αδιάθετα από το τρίτο μνημόνιο. Αυτό λοιπόν αρκεί, κατά την κυβέρνηση, για να πανηγυρίσουμε την «καθαρή έξοδο» από το τρίτο μνημόνιο έχοντας ήδη ψηφίσει σκληρά δημοσιονομικά μέτρα για το 2018 και κυρίως το 2019 και το 2020 και έχοντας ήδη συμφωνήσει σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και, κατά μέσο όρο, 2,4% για τη μακρά περίοδο μέχρι το 2060.

Με άλλη διατύπωση, ως «καθαρή έξοδος» από το τρίτο μνημόνιο ορίζεται, κατά την κυβέρνηση, η ήδη ψηφισμένη είσοδος στο τέταρτο μνημόνιο της περιόδου 2019-2022 που εκτείνεται ως προς το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2060 και περιλαμβάνει δημοσιονομικά μέτρα και στόχους καθώς και μηχανισμούς εποπτείας, αλλά δεν περιλαμβάνει ευρωπαϊκό επικουρικό μηχανισμό κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας. Ο ευρωπαϊκός αυτός μηχανισμός δεν θα υποκαταστήσει την πρόσβαση στις αγορές, αλλά η ύπαρξή του μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση και διατήρηση των επιτοκίων δανεισμού από την αγορά σε επίπεδα τέτοια που διασφαλίζουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.

Είναι προφανές ότι η επιλογή των ευρωπαίων εταίρων μας είναι να αποφύγουν την προληπτική πιστωτική γραμμή που ανοίγει έναν νέο κύκλο συζητήσεων και αποφάσεων στα κοινοβούλια των κρατών-μελών και τα όργανα της ΕΕ. Προτιμούν να κινηθούν έως την οροφή της χρηματοδοτικής βοήθειας που προβλέπεται στο τρίτο πρόγραμμα (λαμβανομένων υπόψη και των δεδομένων του χρηματοπιστωτικού συστήματος) και να μεταφέρουν κατά τα λοιπά τον κίνδυνο στην Ελλάδα που μπορεί να δει να αυξάνεται το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της.

Αλλωστε η ουσιώδης δημοσιονομική συζήτηση εν όψει της λήξης του τρίτου προγράμματος τον Αύγουστο δεν είναι το επικοινωνιακό πρόσχημα της δήθεν καθαρής εξόδου χωρίς ευρωπαϊκό μηχανισμό κάλυψης, αλλά οι πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές στο χρέος που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του και θα κρατούν στο επιθυμητό επίπεδο τους τόκους, τα χρεολύσια και άρα τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες. Η συζήτηση όμως αυτή θα διεξαχθεί τώρα με ήδη συμφωνημένες τις ελληνικές δεσμεύσεις ως προς το επιδιωκόμενο πρωτογενές πλεόνασμα. Ενα καίριο δε σημείο της σχετικής συζήτησης είναι η κατανομή του κόστους των παρεμβάσεων μεταξύ των εταίρων και της Ελλάδας, όταν οι παρεμβάσεις αυτές δεν είναι ουδέτερες για τον ΕΜΣ και τους χρηματοοικονομικούς χειρισμούς του στην αγορά. Το κόστος των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος που αποφασίστηκαν πέρυσι (μετατροπή κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά) αναλήφθηκε από την Ελλάδα.

Το να διατείνεται η κυβέρνηση, εν έτει 2018, ότι συνιστά επιτυχία η είσοδος στο τέταρτο μνημόνιο χωρίς προληπτική γραμμή αλλά με ταμειακά διαθέσιμα ασφαλείας, σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο θα έβγαινε η χώρα από το δεύτερο μνημόνιο στις αρχές του 2015, αν δεν είχε μεσολαβήσει η κυβερνητική αλλαγή, συνιστά κορυφαίο παράδειγμα ανιστόρητου θράσους. Ο καθένας αντιλαμβάνεται πια πού θα βρισκόταν η χώρα σήμερα, αν είχε συνεχιστεί η δυναμική του 2014. Η χώρα μπήκε στην περιπέτεια της περιόδου 2015-2018 και στη δευτερογενή κρίση που αυτή προκάλεσε, με τη φενάκη της απαλλαγής από τα μνημόνια χάρη στο «ριζοσπαστικό σθένος» της αντιμνημονιακής αριστεροδεξιάς. Είδαμε τα αποτελέσματα. Τώρα η φενάκη αυτή κινδυνεύει να αναζωπυρωθεί ως «καθαρή έξοδος» από το τρίτο και υπερήφανη είσοδος στο τέταρτο μνημόνιο χάρη στη «διαχειριστική επάρκεια» των ίδιων ανθρώπων που υποτίθεται ότι μεταλλάχθηκαν με ένα θαύμα της πολιτικής βιολογίας.

Η συζήτηση για τους κινδύνους και τις προτεραιότητες του 2018 πρέπει συνεπώς να εστιασθεί όχι στις εσωτερικές εντυπώσεις ή στις βραχυπρόθεσμες αντιδράσεις μιας ακόμη ρηχής αγοράς ομολόγων που λειτουργεί συμπληρωματικά, αλλά στα διαρθρωτικά στοιχεία που αξιολογούν τόσο οι αγορές όσο και οι πολίτες. Αυτά αφορούν την ανταγωνιστικότητα, το επενδυτικό περιβάλλον, το βάθος της φοροδοτικής ικανότητας των νοικοκυριών, το τραπεζικό σύστημα και τη δυνατότητά του να λειτουργήσει ως μηχανισμός στήριξης των επενδύσεων και της ανάπτυξης, το απολύτως συναφές ζήτημα της μη εξυπηρετούμενης έκθεσης, τη δυνατότητα να υπάρχει ξανά εθνική αποταμίευση, τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Κυρίως όμως αφορούν την υιοθέτηση του μεταρρυθμιστικού προτάγματος από μια κοινωνία που, κουρασμένη και απογοητευμένη, ανθίσταται και αντιδρά φοβικά και ισοπεδωτικά.

Το 2018 η Ευρώπη δεν θεωρεί βασικό της πρόβλημα την ελληνική οικονομία. Την ενδιαφέρει η Ελλάδα περισσότερο ως πύλη εισόδου προσφύγων και μεταναστών σε μια ΕΕ στην οποία δοκιμάζεται σκληρά η κοινοτική αλληλεγγύη. Σε μια ΕΕ που βλέπει σε αρκετά πια κράτη-μέλη να τίθεται ζήτημα κράτους δικαίου, ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, κρίσης των ευρωπαϊκών αξιών. Τα επείγοντα θέματα είναι τώρα η σταθερότητα της επόμενης γερμανικής κυβέρνησης, οι εκπλήξεις που μπορεί να κρύβουν επικείμενες εκλογές σε αρκετά κράτη-μέλη, οι διαπραγματεύσεις για το Brexit, η διαφύλαξη της πολιτικής οντότητας της Ενωσης εν όψει των επόμενων μεγάλων διεθνοπολιτικών κρίσεων, η διαχείριση των ευρω- αμερικανικών σχέσεων.

Μέσα στο κλίμα αυτό θα συνεχιστούν ο προβληματισμός και η ζύμωση για το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, σε πρώτη φάση δε για την οικονομική διακυβέρνηση της ευρωζώνης. Με τις εκλάμψεις του πολιτικού βολονταρισμού να συγκρούονται με εθνικές αντιστάσεις, με τους μεσαίους και μικρούς παίκτες να διεκδικούν τον ρόλο τους, με κοινωνικές δυνάμεις που έως τώρα θεωρούνται πυλώνες της ευρωπαϊκής προοπτικής να φλερτάρουν με αντισυστημικές επιλογές. Το ζητούμενο για την Ελλάδα είναι συνεπώς να μπορεί να κινηθεί μέσα στους νέους συσχετισμούς με βάση τις δικές της προτεραιότητες, χωρίς ψευδαισθήσεις, αλλά με επίγνωση και στρατηγική. Αυτή θα ήταν μια «καθαρή είσοδος» στο 2018.



*Πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, πρώην υπουργός Οικονομικών και Εξωτερικών.
"ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ", 30-31/12/17
 2.Ετος-ορόσημο για επαναφορά στην ομαλότητα

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑ*

Οταν η Ελλάδα έγινε μέλος της ΟΝΕ, οι οιωνοί ήταν αίσιοι και οι προσδοκίες μεγάλες. Στα χρόνια που ακολούθησαν η οικονομική ανάπτυξη ήταν μεν ταχεία, στηρίχθηκε όμως αποκλειστικά στην εγχώρια ζήτηση, η οποία τροφοδοτήθηκε από τον δανεισμό, δημόσιο και ιδιωτικό. Δημιουργήθηκαν, έτσι, τα μεγάλα δίδυμα ελλείμματα του Δημοσίου και των εξωτερικών συναλλαγών και διευρύνθηκε το χρέος. Με την έλευση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης ήταν πλέον φανερό ότι για να επιβιώσει η οικονομία έπρεπε να εφαρμοστεί ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο για: α) τη μείωση του δημοσίου ελλείμματος, β) τον έλεγχο της δυναμικής του χρέους και γ) την πραγματοποίηση εκτεταμένων διαρθρωτικών αλλαγών, που θα οδηγούσαν την οικονομία σε ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης. Αυτοί ήταν και οι στόχοι των προγραμμάτων που συνομολογήθηκαν με τους εταίρους το 2010, το 2012 και το 2015 και εφαρμόστηκαν με τη χρηματοδοτική τους στήριξη.

Το 2018 ολοκληρώνεται τυπικά η μακρά περίοδος προσαρμογής και, μετά τη λήξη του παρόντος προγράμματος, η Ελλάδα - μέσα σε νέες συνθήκες - θα πρέπει να ακολουθήσει ένα δικό της μακρόπνοο σχέδιο για την ανάπτυξη. Σταθερή βάση για την επανεκκίνηση όσα, πολύ σημαντικά, επιτεύχθηκαν τα τελευταία χρόνια με τα προγράμματα στήριξης:

  • Η ολοκλήρωση της δημοσιονομικής προσαρμογής.
  • Η ανάκτηση των απωλειών ανταγωνιστικότητας
  • Η εξάλειψη του ελλείμματος του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών .
  • Οι μεταρρυθμίσεις σε πολλούς τομείς, με αποτελέσματα που έχουν αρχίσει να είναι ορατά.
  • Ο σταδιακός αναπροσανατολισμός της παραγωγής προς ένα νέο, πιο εξωστρεφές, πρότυπο ανάπτυξης.
Ολα τα παραπάνω πραγματοποιήθηκαν με μεγάλες θυσίες του ελληνικού λαού και αυτή τη φορά οι θυσίες δεν πρέπει να πάνε χαμένες. Πρέπει τώρα να χτίσουμε πάνω σε αυτά που κατακτήσαμε και να αποφύγουμε τα λάθη του παρελθόντος, που κατέστησαν αναγκαία την επώδυνη πορεία ή παρέτειναν τη διάρκειά της. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στις αλόγιστες, επεκτατικές πολιτικές, που οδήγησαν στην κρίση, αλλά και στην αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων να συγκλίνουν σε ένα κοινό σχέδιο αλλαγών και μεταρρυθμίσεων για την υπέρβασή της.

Το 2018 θα πρέπει να σηματοδοτήσει το τέλος της περιόδου των «μνημονίων», την επαναφορά στην ομαλότητα, την έξοδο από την κρίση και την ανάπτυξη. Η κατάσταση της οικονομίας σήμερα επιτρέπει να προβλέψουμε ότι μια τέτοια εξέλιξη είναι εφικτή. Οι προκλήσεις όμως που πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι πολλές.

Κυρίαρχο ζήτημα τους επόμενους μήνες είναι η διεύρυνση και εμπέδωση της εμπιστοσύνης και η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, που θα επιτρέψει την επάνοδο στις χρηματοπιστωτικές αγορές, με διατηρήσιμους όρους, μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018. Τα βήματα που θα συμβάλλουν αποτελεσματικά προς την κατεύθυνση αυτή είναι:

Πρώτον, η αδιατάρακτη συνέχιση και ολοκλήρωση του προγράμματος. Είναι επιτακτική ανάγκη να υλοποιηθούν ομαλά και σύμφωνα με το προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα οι μεταρρυθμίσεις και αποκρατικοποιήσεις, να νομοθετηθούν εγκαίρως και να εφαρμοστούν τα μέτρα που συμφωνήθηκαν στην τρίτη αξιολόγηση και να γίνει επαρκής προετοιμασία για την έγκαιρη ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης, που θα σηματοδοτήσει το τέλος του προγράμματος.

Δεύτερον, η εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους. Αυτό θα καταστήσει δυνατή την πρόσβαση της χώρας στις αγορές ομολόγων με βιώσιμους όρους και, δευτερευόντως, θα διευκολύνει την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Τρίτον, η πλήρης άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, σε συνάρτηση με τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών.

Αυτά θα συμβάλουν οπωσδήποτε στην ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης. Βαρύνουσα σημασία θα έχει, ωστόσο, να περιγραφεί με σχετική ακρίβεια το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα κινηθεί η ελληνική οικονομία. Ειδικότερα, θα πρέπει να αποσαφηνιστούν, πρώτον, η μορφή της εποπτείας στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής και, δεύτερον, αν θα υπάρξει και με ποιους όρους χρηματοδοτική στήριξη των εταίρων μετά την ολοκλήρωση του παρόντος προγράμματος.

Οσον αφορά το πρώτο, είναι ήδη γνωστό ότι, σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο που ισχύει για τη ζώνη του ευρώ, η Ελλάδα θα βρίσκεται σε καθεστώς εποπτείας, το οποίο θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι να αποπληρώσει πλήρως το 75% των επισήμων δανείων που έχει λάβει από χώρες της ευρωζώνης, τον ΕΤΧΣ (EFSF) και τον ΕΜΣ (ESM).
Δεν είναι ακόμα γνωστή η μορφή της χρηματοδοτικής στήριξης που ενδεχομένως θα αποφασιστεί. Εκτιμάται πάντως ότι, για να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει να εγγυάται την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου σε χρηματοδότηση από τον ΕΜΣ (ESM), εάν και εφόσον χρειαστεί, μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018. Αυτό παρέχει πρόσθετη ασφάλεια, που θα τονώσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας και θα διευκολύνει την έξοδο στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.

Ολα τα παραπάνω είναι αναντικατάστατες (sine qua non) προϋποθέσεις, που απαιτούνται για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης. Σημαντικότερο, όμως, απ' όλα είναι να διαμορφώσουμε σήμερα ένα δικό μας σχέδιο για το μέλλον. Ενα σχέδιο για την ανάπτυξη, το οποίο θα τηρεί την αιρεσιμότητα που θα υπάρχει, σε συνάρτηση με τις ρυθμίσεις για το χρέος, την εποπτεία και τη χρηματοδοτική στήριξη, αλλά δεν θα περιορίζεται μόνο σε αυτό. Θα αφορά το σύνολο της ελληνικής οικονομίας με βασικές κατευθυντήριες γραμμές

  • Τις μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα και στις αγορές, για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της οικονομίας
  • Την άρση των εμποδίων που αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη
  • Τη βελτίωση της ποιότητας και τη διασφάλιση της ορθής λειτουργίας των θεσμών.
  • Τη δημιουργία νέων θέσεων παραγωγικής εργασίας.
  • Τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού συστήματος.
Χρειαζόμαστε ένα αναπτυξιακό σχέδιο που θα πείθει και θα κινητοποιεί.
Θα πείθει ότι έχουμε οριστικά απομακρυνθεί από πρακτικές του παρελθόντος, έχουμε διδαχθεί από τα λάθη μας και έχουμε επανέλθει σε τροχιά σύγκλισης με τις άλλες χώρες της Ευρώπης σε όλα τα επίπεδα: στο οικονομικό, στο πολιτικό και στο κοινωνικό.
Θα κινητοποιεί τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας που παραμένουν αργές και θα προσελκύει ξένες επενδύσεις.
Ενα τέτοιο σχέδιο μπορεί να στηριχθεί στις διακηρυγμένες στοχεύσεις και στις υπάρχουσες συγκλίσεις των πολιτικών δυνάμεων, που δεν αμφισβητούν την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και εκφράζουν τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού. Αν η υπόρρητη αυτή συναίνεση εκφραστεί ενεργητικά και η σύγκρουση δώσει τη θέση της στη συνεννόηση, είμαι βέβαιος ότι το 2018 μπορεί πράγματι να αποτελέσει ορόσημο στην πρόσφατη ιστορία μας.
*Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.


"ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ", 30-31/12/17
 3. Κίνδυνοι και προκλήσεις της νέας εποχής

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗ*

Κοινή είναι η πεποίθηση πως το νέο έτος θα σημάνει το τέλος μιας δραματικής περιόδου της νεότερης οικονομικής ιστορίας, που ξεκίνησε πριν από οκτώ χρόνια με τον αποκλεισμό της χώρας από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, την απειλή εθνικής χρεοκοπίας και τον κίνδυνο εξόδου από το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, με ανυπολόγιστο γεωπολιτικό και κοινωνικό κόστος.

Η έξοδος από τη μακρά και κοπιώδη αυτή περίοδο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής τον Αύγουστο του 2018 θα είναι αναμφίβολα μια σημαντική εθνική επιτυχία, που δημιουργεί ελπίδα και αισιοδοξία για τις οικονομικές προοπτικές της χώρας, καθώς και την πεποίθηση πως οι μεγάλες θυσίες του ελληνικού λαού αποδίδουν καρπούς. Οφείλει όμως κανείς απέναντι στις μεγάλες αυτές θυσίες να σταθεί με εντιμότητα και ειλικρίνεια και να επισημάνει έγκαιρα τους κινδύνους που ελλοχεύουν, καθώς και τις προκλήσεις που αναδεικνύει η νέα εποχή στην οποία εισέρχεται η χώρα, ώστε να αποφευχθούν λάθη του παρελθόντος και να προστατευθεί η δύσκολα ανακτηθείσα οικονομική σταθερότητα ως κόρην οφθαλμού.

1. Η δημοσιονομική αξιοπιστία κατακτάται δύσκολα, αλλά χάνεται εύκολα.

Η τήρηση των στόχων του προϋπολογισμού του κράτους κατά τα έτη 2015, 2016 και 2017 συνέβαλε σημαντικά ώστε να εμπεδωθεί διεθνώς η πεποίθηση πως η χώρα αφήνει οριστικά πίσω της μια πολύ μακρά περίοδο μη ορθολογικής διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών. Η εμπέδωση αυτή της αξιοπιστίας στην άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής οδήγησε, με τη σειρά της, στην άρση της αβεβαιότητας, στη βελτίωση των οικονομικών προσδοκιών και στην ταχεία αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, που σήμερα βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο των ετών 2001-2008 και μας επιτρέπει να σχεδιάζουμε την επιστροφή της χώρας στις διεθνείς αγορές με τρόπο βιώσιμο.

Οι ίδιες όμως διεθνείς αγορές θα παρακολουθούν στο εξής με προσοχή την πορεία των δημόσιων οικονομικών και θα αξιολογούν κατά πόσο τα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόζονται είναι συμβατά με την τήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας. Συστηματικές αποκλίσεις που προκύπτουν από, πολλές φορές δικαιολογημένα, αιτήματα αύξησης των δαπανών ή μείωσης των φορολογικών εσόδων χωρίς αντιστάθμιση είναι πιθανόν να κλονίσουν τη νεοαποκτηθείσα αξιοπιστία της χώρας και να οδηγήσουν σε αύξηση του κόστους δανεισμού και σε κίνδυνο νέου οικονομικού εκτροχιασμού με καταστροφικές συνέπειες. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που η δέσμευση για άμεση, μεγάλη μείωση των φορολογικών βαρών από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ανεδαφική και επικίνδυνη. Η αναγκαία μείωση των φορολογικών βαρών και η αναγκαία στοχευμένη αύξηση των πρωτογενών δαπανών σε κρίσιμους τομείς του Δημοσίου οφείλουν να γίνονται σταδιακά και με ασφάλεια, ώστε να προστατευθεί το δημόσιο αγαθό της αξιοπιστίας της χώρας.

2. Το τέλος των προγραμμάτων προσαρμογής αποτελεί αναγκαία αλλά όχι επαρκή συνθήκη για τη διατηρήσιμη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας.

Στη διάρκεια της κρίσης, η Ελλάδα απώλεσε σημαντικό μέρος του παραγωγικού της δυναμικού, που τα επόμενα χρόνια οφείλει να αναπληρώσει, ώστε η προϊούσα κυκλική οικονομική ανάκαμψη να μετατραπεί σε διατηρήσιμη μεγέθυνση. Κρίσιμες παρεμβάσεις δημόσιας πολιτικής στην κατεύθυνση αυτή έχουν ήδη υλοποιηθεί, αλλά αρκετές άλλες παραμένουν ανολοκλήρωτες και προϋποθέτουν ένα εθνικό σχέδιο θεσμικών τομών για την περίοδο που ακολουθεί το τέλος των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής. Στόχος των θεσμικών αυτών τομών θα πρέπει να είναι η μείωση του κενού παραγωγικότητας με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο μέσω της προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων, καθώς και η επανένταξη των ανέργων στην παραγωγική δραστηριότητα μέσω της ανάπτυξης νέων προγραμμάτων ενεργών πολιτικών απασχόλησης.

3. Η προετοιμασία για την αντιμετώπιση της επόμενης οικονομικής κρίσης πρέπει να ξεκινήσει τώρα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως, αργά ή γρήγορα, η ευρωπαϊκή οικονομία θα γνωρίσει έναν νέο κύκλο ύφεσης. Για τον λόγο αυτόν, έχει ήδη ξεκινήσει σε επίπεδο υπουργών Οικονομικών η συζήτηση για την καλύτερη προετοιμασία της ηπείρου έναντι μελλοντικών οικονομικών κλονισμών, καθώς και για τις θεσμικές τομές που θα πρέπει να τη συνοδεύουν. Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τις μορφές ολοκλήρωσης της τραπεζικής ένωσης, της μετατροπής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας σε έναν μόνιμο μηχανισμό πρόληψης και διαχείρισης κρίσεων, καθώς και της δημιουργίας ενός κοινού δημοσιονομικού εργαλείου σταθεροποίησης. Οι διαφορές όμως μεταξύ των κρατών-μελών είναι μεγάλες και η ηγεμονία των κομμάτων του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος δεν εγγυάται την ευνοϊκή κατάληξη των συζητήσεων σε κατεύθυνση που ευνοούν τα συμφέροντα της Ελλάδας. Η επόμενη ύφεση όμως θα έλθει και η οικονομική μοίρα των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας με υψηλό χρέος, όπως η Ελλάδα, θα είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στην κρίση των διεθνών αγορών. Για τον λόγο αυτόν είναι σκόπιμο να ξεκινήσει σύντομα η συζήτηση για τη δημιουργία εθνικών εργαλείων δημοσιονομικής σταθεροποίησης που δεν επιβαρύνουν περαιτέρω το δημόσιο χρέος, αντλώντας διδάγματα από την εμπειρία των ταμείων σταθεροποίησης άλλων μικρών ανοικτών οικονομιών.

Το οφείλουμε στις θυσίες που κατέβαλε η μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού.

*Αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών.

"ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ", 30-31/12/17
4. Ετος-κλειδί το 2018 για την οικονομία

ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΡΑΚΟΥΣΗ

Η κυβέρνηση διατυμπανίζει τη δημοσιονομική «επιτυχία» της και αισιοδοξεί χαρακτηριστικά, μεταδίδοντας ότι όλα πάνε κατ' ευχήν, ότι η χώρα βρίσκει βηματισμό, κερδίζει το στοίχημα της ανάπτυξης, ολοκληρώνει το πρόγραμμα και υπόσχεται μετά πάθους ότι το 2018 τελειώνουν τα μνημόνια, η οικονομία ελευθερώνεται από τα δεσμά της επιτροπείας και η ανάπτυξη εγκαθίσταται για τα καλά, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια νέα εποχή προόδου και ευημερίας.

Αυτό είναι το μήνυμά της και αυτή η προσδοκία του κ. Τσίπρα και των επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου, οι οποίοι προαναγγέλλουν νέες εξόδους στις αγορές, αναβαθμίσεις από την πλευρά των οίκων αξιολόγησης και διαμόρφωση προϋποθέσεων για επαναρύθμιση του χρέους, την οποία αντιμετωπίζουν ως βασική προϋπόθεση για την οριστική έξοδο της χώρας από την κρίση.

Παράλληλα οι κυβερνώντες εξωραΐζουν τα προβλήματα ανάπτυξης της χώρας, δεν πολυσυζητούν τις επιδράσεις της έντασης που διαρκώς ανατροφοδοτούν οι ίδιοι στο πεδίο της πολιτικής και καλύπτουν τις παρενέργειες της οικονομικής καχεξίας, τη φτώχεια και την επιμένουσα υψηλή ανεργία με την προβληματική επιδοματική πολιτική που έχουν εισαγάγει.

Ωστόσο, παρά την κυβερνητική αισιοδοξία τίποτε ακόμη δεν εγγυάται την έξοδο από την κρίση. Αποκρύπτεται επιμελώς η διαχείριση πλήθους στρατηγικών διαρθρωτικών θεμάτων και προβλημάτων, χωρίς τη δραστική αντιμετώπιση των οποίων δεν μπορεί να προσβλέπει κανείς σε άνθηση της ελληνικής οικονομίας που τόσο έχει ανάγκη ο τόπος.

Κακά τα ψέματα, το 2018 είναι έτος-κλειδί για την πορεία της οικονομίας και της χώρας. Στη διάρκειά του θα κριθεί το μείζον θέμα των τραπεζών, η εξέλιξη του οποίου είναι κρίσιμη και αποφασιστική. Αν δεν επιτύχουν διαχειρίσιμα αποτελέσματα, αν τα στρες τεστ δεν αποδώσουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα στη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και απαιτηθούν νέες ισχυρές ανακεφαλαιοποιήσεις, η ανασφάλεια θα επιταθεί και η διαβρωτική αβεβαιότητα θα συνεχίσει να κατατρώγει τις όποιες προσδοκίες προόδου και ευημερίας.

Επίσης πολλά θα κριθούν την επόμενη χρονιά από τη δομή και τον χαρακτήρα της νέας γερμανικής κυβέρνησης. Και αυτό γιατί από το σχήμα που θα κυβερνήσει τη Γερμανία, την ηγέτιδα χώρα της Ευρώπης, θα εξαρτηθούν η έκταση και τα οφέλη της υπεσχημένης, από δανειστές και εταίρους, επαναρύθμισης του χρέους. Οσο πιο γενναία θα είναι αυτή τόσο ευχερέστερη θα αποδειχθεί η επανένταξη της χώρας στο διεθνές οικονομικό σύστημα.

Η σύνθεση της νέας γερμανικής κυβέρνησης και οι πρόνοιες που θα υποστηρίξει για το ελληνικό χρέος θα επιδράσουν καθοριστικά στην προετοιμασία της Ελλάδας για την οριστική επάνοδό μας στις αγορές.

Οσοι παρακολουθούν από κοντά τις ελληνικές οικονομικές υποθέσεις γνωρίζουν ότι για να ελευθερωθεί η χώρα μας από τα προγράμματα στήριξης θα πρέπει στη διάρκεια του νέου έτους να δημιουργήσει χρηματοδοτικό απόθεμα ασφαλείας ύψους 20 δισ. ευρώ, ώστε να δύναται να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες τουλάχιστον δυόμισι ετών.
Αλλά ακόμη και αν εξασφαλισθούν τα παραπάνω, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί το μέλλον χωρίς ισχυρή οικονομική ανάπτυξη. Αν παραμείνει καχεκτική και αναιμική στα επίπεδα του 1,5% και 2%, η όποια πρόοδος θα είναι πρόσκαιρη και επισφαλής.

Ολοι, ακόμη και όσοι αναμεταδίδουν με θέρμη τα αισιόδοξα κυβερνητικά μηνύματα για το ευτυχές 2018, γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει η δέουσα και διεκδικούμενη αναπτυξιακή ορμή. Και αυτό γιατί οι επενδυτές παραμένουν επιφυλακτικοί και καχύποπτοι, δεν πείθονται από τις κυβερνητικές εκκλήσεις, δεν αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, ούτε ρίσκο, εμποδίζονται από την περιρρέουσα αντιαναπτυξιακή ρητορική και πρακτική, από τα πολλά εμπόδια που ορθώνουν η γραφειοκρατική διοίκηση και οι συνδεόμενοι με την κυβέρνηση τοπικοί και άλλοι κομματικοί παράγοντες.

Επιπλέον, η παρατηρούμενη αύξηση της κατανάλωσης στα όρια του 1,3% δεν είναι αποτέλεσμα της αύξησης του διαθεσίμου εισοδήματος, χρηματοδοτείται από τις πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων και από την απόσυρση καταθέσεων, δηλαδή από τα αποθέματα του παρελθόντος. Δεν πρόκειται δηλαδή για υγιή κατανάλωση, κοινώς η ελληνική κοινωνία τρώγει από τα έτοιμα, δεν παράγει, δεν δημιουργεί, το παραγόμενο εισόδημα είναι αρνητικό.

Κοινή είναι η πεποίθηση ότι η αποταμίευση είναι αρνητική και οι εξαγωγές, παρότι αυξημένες, παραμένουν μικρές και ως εκ τούτου ανίκανες να στηρίξουν την ανάπτυξη που έχει ανάγκη η χώρα. Οπως επισημαίνουν επιχειρηματίες και τραπεζίτες, η Ελλάδα, στον βαθμό που η αποταμίευσή της είναι αρνητική και η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων δυσχερής, δεν θα βρει τη διέξοδο που αναζητεί χωρίς έναν συνδυασμό πολιτικών και συνθηκών ικανών να αλλάξουν την ατμόσφαιρα.

Για να βγει η Ελλάδα από την κρίση χρειάζεται προπάντων άλλο κλίμα, άλλη ατμόσφαιρα, υγιείς τράπεζες, επαρκή ρευστότητα, χαμηλότερα επιτόκια, λιγότερους φόρους και ένα πλήθος αντισυμβατικών πολιτικών και μέτρων που θα επιτρέψουν την προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων, ικανών να στηρίξουν την οικονομική δραστηριότητα και να προσθέσουν ικανό διαθέσιμο εισόδημα στον ευρύ κύκλο των εργαζομένων που θα ενισχύσει την κατανάλωση και θα ευνοήσει τη δημιουργία νέου πλούτου.

Οι επαΐοντες μιλούν για ένα ολοκληρωμένο σύστημα προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, που θα μπορεί να κινητοποιεί κεφάλαια ύψους 10 δισ. ευρώ τον χρόνο. Ουσιαστικά προκρίνουν ένα δυναμικό σχήμα που θα διευκολύνει τις επενδύσεις σε συγκεκριμένες ζώνες, όπως αυτές της αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου, του οργανωμένου τουρισμού, της ηλεκτροπαραγωγής, της ανώτατης εκπαίδευσης και άλλων.

Και μαζί μιλούν για την επιλογή και τον καθορισμό συγκεκριμένων γεωγραφικών επενδυτικών ζωνών, απαλλαγμένων από γραφειοκρατικά και άλλα εμπόδια, όπως αυτά της αρχαιολογίας και της δασονομίας που είδαμε να καθυστερούν συστηματικά την επένδυση του Ελληνικού.

Η ανάγκη για τέτοιες αντισυμβατικές φιλοεπενδυτικές επιλογές υπέρ των ξένων πηγάζει από την αποδεδειγμένη αδυναμία των Ελλήνων να κάνουν επενδύσεις, κυρίως επειδή δεν διαθέτουν τα κεφάλαια, ούτε την πρόσβαση σε αυτά.

Οι καιροί και οι συνθήκες απαιτούν πλέον άλματα, δεν αρκούν πια τα μικρά βήματα. Αν επιμείνουμε στη λογική των μικρών βημάτων είναι βέβαιο ότι θα παγιδευτούμε σε μια συνθήκη μίζερης και αναιμικής ανάπτυξης που δεν μπορεί να εγγυηθεί το μέλλον, παρά μόνο τη διαιώνιση της τρέχουσας ανασφάλειας.

Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι ποιος θα αναλάβει το βάρος και την ευθύνη μιας δυναμικής αντισυμβατικής επενδυτικής πολιτικής.

Ποια πολιτική δύναμη θα αναλάβει να υποστηρίξει και να οργανώσει τη μεγαλύτερη επιχείρηση προσέλκυσης ξένων επενδύσεων στην ελληνική ιστορία.

Αυτό είναι το ερώτημα και αυτή η πρόκληση. Με τη διαφορά ότι αυτή η πρόκληση ξεπερνά κατά τα φαινόμενα το τρέχον πολιτικό σύστημα. Εκτός και αν γίνει κάποιο θαύμα το 2018...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου