οι κηπουροι τησ αυγησ

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

ΑΦ΄ΕΝΟΣ: "...Η εσωτερική ισορροπία της συμφωνίας του 1977, που αφορά αποκλίσεις από τη μέση γραμμή και την αρχή της πλήρους επήρειας των νησιών και σέβεται τις εκκρεμείς οριοθετήσεις με άλλες γειτονικές χώρες (τριμερή σημεία), μεταφέρεται και στη συμφωνία του 2020. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Αν η Ελλάδα ζητούσε επαναδιαπραγμάτευση της οριοθετικής γραμμής, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί συμφωνία. Επρεπε όμως, κατά τη γνώμη μου, να περιληφθεί στη νέα συμφωνία ρητή δήλωση ότι οι αποκλίσεις που υπάρχουν στη συμφωνία του 1977 ως προς την πλήρη επήρεια των νησιών κατά τον καθορισμό της μέσης γραμμής οφείλονται στο γεγονός ότι η συμφωνία του 1977 είναι προγενέστερη της ισχύουσας Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Οι αποκλίσεις γίνονται σεβαστές από την Ελλάδα στο πλαίσιο της αρχής pacta sunt servanda, μεταξύ μάλιστκαι εταίρων στην Ε.Ε., αλλά η Ελλάδα θεωρεί τοα χωρών φίλων υς κανόνες αυτούς της μέσης γραμμής και της πλήρους επήρειας των νησιών ως ισχύοντες κατά το διεθνές δίκαιο. Η δήλωση αυτή δεν περιλαμβάνεται στη συμφωνία και στην κοινή δήλωση που υπεγράφησαν στις 9.6.2020, μπορεί όμως να διατυπωθεί στη φάση της κύρωσης και επικύρωσης...", ΑΦ' ΕΤΕΡΟΥ.: "...Εν κατακλείδι η χώρα μας βρίσκεται σε μια περίοδο έντονων διεθνών προκλήσεων και ρευστών ισορροπιών, κάτι που αφενός απαιτεί μια διπλωματική έκρηξη αλλά και αποκατάσταση με επείγουσες διαδικασίες των εκκρεμών υποθέσεων που αφορούν τη λειτουργικότητα και την επιχειρησιακή ικανότητα των Ενόπλων Δυνάμεων. Και σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας να υποστηρίζουν και να κινούνται σε μια κοινή γραμμή που θα εντάσσεται στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής..."

Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"

"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 14/06/20


ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ*
Με τη συμφωνία που υπέγραψαν στις 9 Ιουνίου 2020 η Ελλάδα και η Ιταλία, η οριοθετική γραμμή της διμερούς συμφωνίας του 1977 για την οριοθέτηση των υφαλοκρηπίδων των δύο χωρών θα χρησιμοποιείται πλέον και για την οριοθέτηση των άλλων θαλασσίων ζωνών στις οποίες οι δύο χώρες νομιμοποιούνται κατά το διεθνές δίκαιο να ασκούν κυριαρχικά δικαιώματα ή δικαιοδοσία. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι όταν η Ελλάδα ανακηρύξει αποκλειστική οικονομική ζώνη, γενικά ή μόνο στη συγκεκριμένη περιοχή, αυτή θα είναι ήδη οριοθετημένη και η έκτασή της θα ταυτίζεται με την έκταση της οριοθετημένης ήδη από το 1977 υφαλοκρηπίδας της. Το άρθρο 2 της συμφωνίας προβλέπει ότι αν ένα από τα αντισυμβαλλόμενα μέρη αποφασίσει να ανακηρύξει μια θαλάσσια ζώνη, πρακτικά ΑΟΖ, πρέπει να ενημερώσει σχετικά, το ταχύτερο δυνατό, το άλλο μέρος.

Η οριοθετική γραμμή της συμφωνίας του 1977, που συνήφθη υπό το καθεστώς τής τότε ισχύουσας Σύμβασης της Γενεύης του 1958 για το Δίκαιο της Θάλασσας (η ισχύουσα σήμερα σύμβαση του Μοντέγκο Μπέι, που εισήγαγε την έννοια της ΑΟΖ, συνήφθη το 1982), διατηρείται απολύτως αμετάβλητη. Δεν επεκτείνεται ούτε προς Βορρά (Αλβανία) ούτε προς Νότο (Μάλτα και Λιβύη) έως ότου συντελεστούν οι οριοθετήσεις με τις αντίστοιχες γειτονικές χώρες.

Η μετατροπή της συμφωνίας του 1977 για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας σε συμφωνία για την οριοθέτηση και της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας ήταν ένας στόχος της εξωτερικής μας πολιτικής που είχαμε ιδιαιτέρως αναδείξει από το 2013 και μετά. Θεωρώ, συνεπώς, επιτυχία το γεγονός ότι η συμφωνία αυτή υπεγράφη.

Βεβαίως, ο στόχος αυτός είχε τεθεί στο πλαίσιο μιας συνολικής πολιτικής για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, συνολική πολιτική που έχει κάποια μέτριας, κάποια μεγάλης και κάποια πολύ μεγάλης δυσκολίας κεφάλαια. Η οριοθέτηση με την Ιταλία εντάσσεται στην πρώτη κατηγορία, με την Αλβανία αλλά και με την Αίγυπτο στη δεύτερη, ενώ με την Τουρκία, τώρα δε πλέον και με τη Λιβύη, στην τρίτη.

Το 1977 η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή θεώρησε ότι η υπογραφή μιας συμφωνίας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας με την Ιταλία, μετά την ελληνοτουρκική κρίση του 1976 που ανάγκασε τη χώρα μας να προσφύγει και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και εντέλει στο να υπογράψει το πρωτόκολλο της Βέρνης και το μορατόριουμ ερευνών επί της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, είναι μια απτή απόδειξη ότι κάποιες γειτονικές χώρες στη Μεσόγειο μπορούν εύκολα να συμφωνήσουν σε οριοθέτηση με ειρηνικό και πολιτισμένο τρόπο.

Τότε η Ελλάδα, για να επιτευχθεί γρήγορα η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας με την Ιταλία, επέδειξε διπλωματική ευελιξία. Αποδέχθηκε μειωμένη επήρεια των Στροφάδων και των Διαποντίων Νήσων και αντιμεταθέσεις περιοχών, αντιμετώπισε συνεπώς με «δημιουργικό» τρόπο τον κανόνα της μέσης γραμμής, ενώ οι συντεταγμένες συμφωνήθηκαν με τρόπο που δεν θα ενοχλούσε τις γειτονικές χώρες (Αλβανία, Λιβύη, Μάλτα). Την περίοδο εκείνη η Ιταλία συνήψε σειρά συμφωνιών με γειτονικές χώρες για οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας.

Τώρα, 43 χρόνια μετά τη συμφωνία του 1977, 26 χρόνια μετά την κύρωση από την Ελλάδα της Συνθήκης του Μοντέγκο Μπέι για το Δίκαιο της Θάλασσας και επτά χρόνια μετά τη συστηματική αναζωπύρωση του θέματος το 2013, υπεγράφη η συμφωνία που ουσιαστικά οριοθετεί στο ίχνος της υφαλοκρηπίδας και την ΑΟΖ των δύο χωρών, μέσα στις γνωστές συνθήκες έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και μετά την υπογραφή, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, του λεγόμενου MOU Τουρκίας - Λιβύης.

Επαναλαμβάνω ότι πρόκειται για επιτυχή και θετική εξέλιξη. Επειδή, όμως, και το 1977 και το 2020 η Ελλάδα υπέγραψε συμφωνίες οριοθέτησης με την Ιταλία έχοντας στο νου της πρωτίστως την Τουρκία και την παραβατική και αντιπαραγωγική συμπεριφορά της, είναι νομικά, πολιτικά και εντέλει ιστορικά αναγκαίο να γνωρίζουμε επακριβώς την εσωτερική ισορροπία της συμφωνίας που υπεγράφη.

Κατ’ αρχάς, η εσωτερική ισορροπία της συμφωνίας του 1977, που αφορά αποκλίσεις από τη μέση γραμμή και την αρχή της πλήρους επήρειας των νησιών και σέβεται τις εκκρεμείς οριοθετήσεις με άλλες γειτονικές χώρες (τριμερή σημεία), μεταφέρεται και στη συμφωνία του 2020. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Αν η Ελλάδα ζητούσε επαναδιαπραγμάτευση της οριοθετικής γραμμής, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί συμφωνία. Επρεπε όμως, κατά τη γνώμη μου, να περιληφθεί στη νέα συμφωνία ρητή δήλωση ότι οι αποκλίσεις που υπάρχουν στη συμφωνία του 1977 ως προς την πλήρη επήρεια των νησιών κατά τον καθορισμό της μέσης γραμμής οφείλονται στο γεγονός ότι η συμφωνία του 1977 είναι προγενέστερη της ισχύουσας Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Οι αποκλίσεις γίνονται σεβαστές από την Ελλάδα στο πλαίσιο της αρχής pacta sunt servanda, μεταξύ μάλιστα χωρών φίλων και εταίρων στην Ε.Ε., αλλά η Ελλάδα θεωρεί τους κανόνες αυτούς της μέσης γραμμής και της πλήρους επήρειας των νησιών ως ισχύοντες κατά το διεθνές δίκαιο. Η δήλωση αυτή δεν περιλαμβάνεται στη συμφωνία και στην κοινή δήλωση που υπεγράφησαν στις 9.6.2020, μπορεί όμως να διατυπωθεί στη φάση της κύρωσης και επικύρωσης.

Η νέα συμφωνία έχει συναφθεί μεταξύ μιας χώρας με χωρικά ύδατα 12 ναυτικών μιλίων, την Ιταλία, και μιας χώρας με χωρικά ύδατα 6 ναυτικών μιλίων, την Ελλάδα. Είναι συνεπώς λογικό να αναγνωρίζει ως αυτονόητο το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει και αυτή τα χωρικά της ύδατα, έστω αναγνωρίζοντας ήδη από τώρα παραδοσιακά αλιευτικά δικαιώματα της Ιταλίας στη ζώνη 6-12 ν.μ., όχι μόνο στο Ιόνιο, αλλά και στο Αιγαίο. Αυτός, μάλιστα, ο διακανονισμός λαμβάνει τη μορφή νομικά δεσμευτικής κοινής πρότασης των δύο χωρών προς την Ε.Ε. για τροποποίηση του σχετικού ενωσιακού κανονισμού αλιείας. Ο διακανονισμός ισχύει, μάλιστα, και πριν από τη θέση σε ισχύ της νέας συμφωνίας.

Η Ελλάδα, στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής δήλωσης που υπεγράφη ταυτόχρονα με τη συμφωνία, θεωρεί προφανές ότι τα όρια των οικοπέδων (block) που έχει ορίσει στο Ιόνιο για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων θα είναι συμβατά με την οριοθετική γραμμή μεταξύ των δύο χωρών και όποιες προσαρμογές είναι αναγκαίες πρέπει να γίνουν πριν από την κύρωση, επικύρωση και θέση σε ισχύ της νέας συμφωνίας.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι με τη συμφωνία οι δύο χώρες αναγνωρίζουν τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (αν δεν συμφωνηθεί μεταξύ τους άλλο διεθνές δικαιοδοτικό όργανο) για την επίλυση διαφορών που δεν μπορούν να επιλυθούν διπλωματικά και πολιτικά, παρά τη σχετική προσπάθεια.

Στην εξωτερική πολιτική και στην πολιτική ασφαλείας οι επιτυχίες δεν είναι στιγμές και γεγονότα, αλλά καταστάσεις με διάρκεια, που απαιτούν προσοχή στις λεπτομέρειες και πρόβλεψη για τη δυναμική των καταστάσεων αυτών. Τίποτα δεν είναι απλό και δεδομένο.

Μπορούμε συνεπώς να συγκρατήσουμε δύο βασικά στοιχεία από τις συμφωνίες οριοθέτησης του 1977 και του 2020 με τη φίλη και εταίρο Ιταλία:

Πρώτον, οι συμφωνίες οριοθέτησης προϋποθέτουν διαπραγμάτευση και ευελιξία προκειμένου να επιτυγχάνεται ένας βασικός στόχος, πρωτίστως η ειρήνη και η σταθερότητα στην περιοχή και η πραγματική αξιοποίηση κυριαρχικών δικαιωμάτων και πλουτοπαραγωγικών πηγών που, όταν διακηρύσσονται ρητορικά για μακρύ χρονικό διάστημα χωρίς πρακτικά αποτελέσματα, απαξιώνονται ή μεταφέρονται στη σφαίρα των ψευδαισθήσεων.

Δεύτερον, το διεθνές δίκαιο δεν επιτρέπει οριοθέτηση και κατόπιν αξιοποίηση θαλασσίων ζωνών χωρίς διαβούλευση, διαπραγμάτευση και συμφωνία ή, σε περίπτωση που η συμφωνία δεν είναι εφικτή, χωρίς προσφυγή σε διεθνή δικαιοδοτική κρίση, με πιο έγκυρη την κρίση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.

Υπάρχει, όμως, και ένα τρίτο βασικό στοιχείο που αναδεικνύεται από τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών στη διεθνή αγορά ενέργειας, ένα στοιχείο που κατέστη πιο έντονο λόγω της πανδημίας: Ο χρόνος τρέχει πλέον πολύ γρήγορα και τα υποθαλάσσια αποθέματα ορυκτών καυσίμων κινδυνεύουν να απαξιωθούν.

Ολα αυτά, συνεπώς, οφείλουμε να τα συνεκτιμήσουμε στη διαμόρφωση της συνολικής πολιτικής μας για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών αλλά και για τη διαμόρφωση του διεθνούς και περιφερειακού πλαισίου μέσα στο οποίο θέλουμε να εξελιχθεί ο εθνικός μας βίος τις επόμενες πολλές δεκαετίες. Χωρίς εύκολες ρητορείες, αλλά με σεβασμό στην αλήθεια και ενδελεχή γνώση όλων των δεδομένων.

* Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, πρώην υπουργός Εθνικής Αμυνας.

"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 14/06/20

TOY EYAΓΓΕΛΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ*

Η Ανατολική Μεσόγειος είναι μία περιοχή μεγάλης στρατηγικής σημασίας καθώς βρίσκεται στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων. Η περιοχή αυτή φιλοξενεί καίριες θαλάσσιες γραμμές επικοινωνιών και σημαντικά στενά, όπως τη Διώρυγα του Σουέζ στα νοτιοανατολικά και τα Στενά του Βοσπόρου - Δαρδανελίων στα βορειοανατολικά. Η περιοχή είναι επίσης αρκετά ανομοιογενής από εθνοτικής και θρησκευτικής πλευράς, γεγονός που αποτελεί και την αιτία αρκετών διεθνών ζητημάτων. Η προοπτική ανακάλυψης νέων μεγάλων ενεργειακών κοιτασμάτων, που μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσει στην απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο, αποτελεί πεδίο νέων ανταγωνισμών.

Είναι προς το συμφέρον όλων των χωρών της περιοχής και όχι μόνο, η Ανατολική Μεσόγειος να αποτελεί θάλασσα ειρήνης και φιλίας. Για να γίνει όμως αυτό εφικτό θα πρέπει να υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής, που δεν είναι άλλος από το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες. Η κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί πρόσφατα επηρεάζει μια σειρά από υφιστάμενες διαφορές και επαναφέρει στο προσκήνιο την ανάγκη για γρήγορες ενέργειες.

Κυπριακό

Το Κυπριακό επηρεάζει μέχρι και σήμερα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αν και τυπικά, δεν αποτελεί ελληνοτουρκικό ζήτημα, αλλά ζήτημα μεταξύ της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας του νησιού. Για την Ελλάδα, το Κυπριακό αποτελεί ένα μείζον εθνικό θέμα και επομένως βασική παράμετρο της εξωτερικής της πολιτικής. Αν και πολλές ελληνικές κυβερνήσεις υιοθέτησαν την άποψη ότι η Κύπρος, ως ανεξάρτητο κράτος, πρέπει να αφεθεί ελεύθερη να διαπραγματευτεί τη δική της λύση, η Ελλάδα έχει δεσμευτεί σε όλα τα επίπεδα, ότι θα παρέχει υλική και ηθική βοήθεια στη Λευκωσία, μέχρι την οριστική εξεύρεση μιας μόνιμης, βιώσιμης και κοινά αποδεκτής λύσης. Η στάση λοιπόν της Ελλάδας και της ελληνοκυπριακής πλευράς στο Κυπριακό, είναι πάντοτε παραγωγική. Για την Τουρκία όμως, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο. Για την Αγκυρα, το Κυπριακό αποτελεί μέρος των αναθεωρητικών επεκτατικών βλέψεών της στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και στο Αιγαίο. Το ψευδοκράτος είναι ελεγχόμενο από την Τουρκία και εξαιτίας αυτού η στάση της τουρκοκυπριακής πλευράς σε όλες τις προσπάθειες και τα προτεινόμενα σχέδια επίλυσης του Κυπριακού, με λίγες μόνο εξαιρέσεις, είναι αδιάλλακτη και αντιπαραγωγική. Με την υποστήριξη διχοτομικών λύσεων και την εμμονή της Τουρκίας για παραμονή των κατοχικών στρατευμάτων στο νησί, είναι φανερό ότι η Αγκυρα δεν επιδιώκει μια βιώσιμη και ρεαλιστική λύση του Κυπριακού, αλλά τη διχοτόμηση του νησιού και τη σταδιακή ενσωμάτωση του κατεχόμενου τμήματος.

Αμφισβητήσεις Τουρκίας

Μετά το 1974 η Τουρκία έθεσε σε εφαρμογή μια πολιτική αμφισβητήσεων και ευρύτερων διεκδικήσεων, που σταδιακά περιέλαβε:

• Αμφισβήτηση, με απειλή πολέμου (casus belli), του νόμιμου και κυριαρχικού δικαιώματος της Ελλάδας, να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια. Η απειλή αυτή είναι καθόλα παράλογη αν αναλογιστούμε ότι η αιγιαλίτιδα ζώνη της Τουρκίας στη Μ. Θάλασσα και στα νότια παράλιά της εκτείνεται μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια.

• Αμφισβήτηση του εύρους του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου.

• Αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί νησιών (γκρίζες ζώνες).

• Αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων που ασκεί η Ελλάδα εντός του FIR Αθηνών βάσει αποφάσεων του ICAO που η Τουρκία έχει υπογράψει.

• Αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων της Ελλάδας σε θέματα έρευνας και διάσωσης εντός της περιοχής ευθύνης της.

• Απαίτηση της Τουρκίας για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.

Η Τουρκία, το τελευταίο διάστημα, έχει επιλέξει τον δρόμο της κλιμάκωσης, που οδηγεί σε αδιέξοδο. Η παραβατική της συμπεριφορά, σε συνάρτηση με την προκλητική ρητορική των Τούρκων αξιωματούχων, συντηρεί την πιθανότητα κλιμάκωσης της έντασης και αυξάνει την πιθανότητα ενός θερμού επεισοδίου ή ατυχήματος. Αλλωστε, όπως είναι γνωστό σε όλους, η ένταση μεταξύ των δύο χωρών αυξήθηκε σε επικίνδυνο βαθμό αρκετές φορές στο παρελθόν με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις τις κρίσεις στο Αιγαίο, το 1976, 1987 και 1996, την κρίση στην Κύπρο το 1997-98 και την περίπτωση Οτσαλάν το 1999.

Η αντίδραση της Ελλάδας

Η Ελλάδα είναι ανέκαθεν προσηλωμένη στον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και των κυριαρχικών δικαιωμάτων όλων των χωρών της περιοχής. Επιδεικνύει την ψυχραιμία και την αυτοσυγκράτηση που αρμόζει σε μια σοβαρή, δημοκρατική, ευρωπαϊκή χώρα, που σέβεται τους πολίτες της και τους γείτονές της. Προσπαθούμε να εμβαθύνουμε τη συνεργασία μας με τις χώρες της περιοχής όχι καιροσκοπικά, αλλά γιατί πιστεύουμε πραγματικά στη δύναμη αυτής της συνεργασίας και στις διπλωματικές λύσεις.

Η νηφάλια αυτή στάση της Ελλάδας δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως αδυναμία. Η χώρα μας είναι προετοιμασμένη σε όλα τα επίπεδα και δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει όλα της τα μέσα για την προάσπιση των εθνικών της συμφερόντων και των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Το αποδείξαμε άλλωστε πρόσφατα, με τη δυναμική μας αντίδραση στον εκβιασμό της Ευρώπης από την Τουρκία μέσω της εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού και της εκμετάλλευσης των δυστυχισμένων αυτών ανθρώπων.

Τουρκολιβυκά μνημόνια

Τα μνημόνια κατανόησης μεταξύ Τουρκίας - Σαράζ είναι άκυρα, ανυπόστατα και εντελώς εκτός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου, γεγονός που έχει σημειωθεί σε όλα τα διεθνή φόρα και έχει αναγνωριστεί διεθνώς σε όλα τα επίπεδα. Η πρόσφατη κοινή διακήρυξη Κύπρου, Γαλλίας, Αιγύπτου, ΗΑΕ και Ελλάδας, η σειρά ανακοινώσεων και επίσημων τοποθετήσεων Αμερικανών αξιωματούχων, η σαφής στάση της Ε.Ε., δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας των απόψεων που έχει η διεθνής κοινότητα. Η άποψη αυτή ταυτίζεται με την άποψη του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, που διακηρύσσει ότι το τουρκολιβυκό μνημόνιο δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Οσον αφορά την οριοθέτηση της ημέτερης ΑΟΖ είναι φανερό ότι θα πρέπει να σημειωθεί γρήγορα πρόοδος και στις συζητήσεις για την οριοθέτηση της ΑΟΖ τόσο με την Αλβανία όσο και με την Αίγυπτο. Η οριοθέτηση που ανακοινώθηκε ανάμεσα σε Ελλάδα και Ιταλία αποτελεί ένα καλό ξεκίνημα. Εάν ολοκληρωθεί και η οριοθέτηση με την Αλβανία, έστω και σαν πολιτική συμφωνία, με επακόλουθο την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Ιόνιο, θα έχει γίνει ένα πολύ καλό βήμα στην κατεύθυνση της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου (UNCLOS 1982) για τις υφιστάμενες διαφορές μας με την Τουρκία.

Λιβύη

Στη Λιβύη διεξάγεται ένας πόλεμος διά αντιπροσώπων. Τα δύο μέρη (GNA και LNA) απολαμβάνουν την υποστήριξη συγκεκριμένων κρατών, με ωμότερη όλων τη στρατιωτική υποστήριξη της Τουρκίας προς την κυβέρνηση GNA του Σαράζ. Ο Ερντογάν έχει επενδύσει πολλά στη Λιβύη. Μέσω της βοήθειας στον Σαράζ, εκτός από την υποστήριξη των Αδελφών Μουσουλμάνων (με τη βοήθεια του Κατάρ), επιχειρεί να υφαρπάξει και την ελληνική υφαλοκρηπίδα. Με τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, ο Σαράζ είναι πιόνι της Αγκυρας και δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα του λαού της Λιβύης. Η Λιβύη αποτελεί πλέον πεδίο δράσης μισθοφόρων και μαχητών του Ισλαμικού Κράτους. Η συνέχιση του πολέμου προκαλεί μεταναστευτικές ροές, οι οποίες αποτελούν πρόβλημα για την Ευρώπη.

Εν κατακλείδι η χώρα μας βρίσκεται σε μια περίοδο έντονων διεθνών προκλήσεων και ρευστών ισορροπιών, κάτι που αφενός απαιτεί μια διπλωματική έκρηξη αλλά και αποκατάσταση με επείγουσες διαδικασίες των εκκρεμών υποθέσεων που αφορούν τη λειτουργικότητα και την επιχειρησιακή ικανότητα των Ενόπλων Δυνάμεων. Και σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας να υποστηρίζουν και να κινούνται σε μια κοινή γραμμή που θα εντάσσεται στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής.


*Ο κ. Ευάγγελος Αποστολάκης είναι ναύαρχος ε.α., τέως υπουργός Εθνικής Αμυνας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου