οι κηπουροι τησ αυγησ

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

"...Ενα καλλιτεχνικό έργο κρίνεται σε σχέση με τον ενδογενή εαυτό του κι όχι για το πόσο σχετίζεται με ποια «πραγματικότητα» και πώς - εκεί αρχίζουν οι ιδεολογικές αξιολογήσεις που είναι πάντα έωλες. Η μόνη πραγματικότητα είναι εκείνη που περιέχει στα σπλάχνα της μια ταινία και πώς αυτή έχει τελικά δομηθεί. Ενα καλλιτεχνικό έργο αναλάμπει, ή όχι, εν εαυτώ. Οχι γιατί υποστηρίζει τη μια ή την άλλη πλευρά ιδεολογικά - ειδικώς αν ξεκινάει ο σκηνοθέτης απ' αυτή την πρόθεση της άμεσης, ή της έμμεσης προπαγάνδας, είναι χαμένος από χέρι. (Αν και, όχι πάντα, αλλά συνήθως). Διότι και να θες απ' την αρχή να αποδείξεις κάτι, αυτό πρέπει να συμβεί με υψηλούς καλλιτεχνικούς όρους και με την προϋπόθεση της περιπλοκότητας, της αμφιρρέπειας, της βασάνου και της εσωτερικής αλήθειας των ηρώων κάθε πλευράς και της πολλαπλής αισθητικής αρτιότητας της εν γένει αφήγησης. Και πρέπει πολύ διακριτικά να εξυπονοείται μια αμφίβολη εκδοχή και ποτέ να μη λέγεται ως προφανής διδαχή - εξαιρετικό παράδειγμα ο «Ψεύτης ήλιος» του Μιχαλκόφ. Ο καλλιτέχνης, ο σκηνοθέτης προβληματίζει δια της βαθιάς απόλαυσης και των ερωτήσεων που θέτει, δεν είναι ενοριακός κατηχητής, ρήτορας, ή συνοικιακός ινστρούχτορας με πρετ-α-πορτέ απόψεις. Ούτε λαμπαδάριος (αριστερός ψάλτης) στον Αγιο Φανούριο...."

Από "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"

"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 26-27/10/19


ΠΡΟΑΣΤΙΑΚΟΣ,
του Γιώργου Σκαμπαρδώνη,


Τα κριτήρια με τα οποία κρίνουμε μια ταινία (ή, ένα άλλο έργο τέχνης) δεν οφείλουν να είναι ιδεολογικά, αλλά κατεξοχήν αισθητικά. Αλλιώς πέφτουμε στην υπεράσπιση του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», αλλά από την ανάποδη που είναι ακριβώς το ίδιο. Βέβαια υπάρχουν σκηνοθέτες που ποτέ δεν είχαν το τάλαντο να κάνουν σινεμά αισθητικών αξιώσεων, γι' αυτό και προσέφυγαν στην ιδεολογία ώστε να έχουν την αποδοχή από την κυρίαρχη τάση. Πούλησαν αυτό που ζητούσε η ιδεολογική αγορά (όπως ζητιέται ο κολιός τον Αύγουστο) και επιβραβεύτηκαν, μερικοί ακόμα και με Οσκαρ.

Τα χαρακτηριστικά μιας όχι πολιτικής, αλλά προπαγανδιστικής ταινίας είναι τα εξής: προγραμματικά θέλει να αποδείξει ιδεολογικά κάτι, ποιοι είναι οι καλοί και ποιοι οι κακοί. Οι χαρακτήρες είναι σχηματικοί (Ο καλός, ο κακός, κι ο άσχημος) και είναι καλοί διότι βρίσκονται από την «καλή» ιδεολογική μεριά, και «κακοί» επειδή είναι απ' την άλλη όχθη, που είναι δαιμονολογικά κι εκ φύσεως καταδικαστέα. Εξ υπαρχής και αξιωματικά. Οι χαρακτήρες δεν είναι περίπλοκοι, δεν έχουν αμφιβολίες, διλήμματα, εσωτερικό σπαραγμό, υπαναχωρήσεις, αλλοιώσεις, μεταστροφές, παρά είναι μονοκόμματοι, ομιλούσες κεφαλές που υποστηρίζουν το «κακό» ή το «καλό». Κατά το κάνε με προφήτη να διαδώσω τον λόγο σου.

Αυτού του είδους το κανονιστικό σινεμά είναι μια ποικιλία ιδεολογικού γουέστερν. Δεν ανατέμνει, δεν εκφράζει κανενός είδους βαθύτερη ανθρώπινη κατάσταση, εσωτερική ή κοινωνική-ιστορική πολυπλοκότητα, κρίση συνείδησης, επιλογή, ευθύνη, δεν περιέχει καμιά σημαντική απόχρωση, αλλά παράγει εντεταλμένους ήρωες, μονοφυσίτες, εγκάθετους της δράσης, κουρντισμένους να αποδείξουν ποιοι είναι οι Κακοί και γιατί εμείς πρέπει να είμαστε με τους καλούς, δηλαδή με την ιδεολογική ξυλόβιδα του σκηνοθέτη, ή με κάποια επικαιρική πολιτική «ορθότητα».


Απ' αυτή την πρακτική έφαγε επί δεκαετίες ψωμί πολύς κόσμος. Πολλοί «ακαλαίσθητοι», κατά τον Αλεξανδρινό, κέρδισαν βραβεία, φήμη και υπόσταση. Οχι γιατί πήγανε πιο πέρα τις αισθητικές αναζητήσεις του σινεμά, ή επειδή δημιούργησαν προσωπικό ύφος, αλλά επειδή με ακαδημαϊκό, τετριμμένο τρόπο, πούλησαν αυτό που περίμεναν οι ιδεολογικά συγγενείς για να τους δοξάσουν. Και βγήκαν αμφότεροι κερδισμένοι. (Κάτι που εν μέρει συνεχίζεται).

Ταινίες βαρετές, αφόρητες, αν τις δεις τώρα, με βασικά αφηγηματικά λάθη, κακό ρυθμό, άθλιες μεταβάσεις, προκάτ, μονοδιάστατους χαρακτήρες, προτηγανισμένη ιδεολογία, χωρίς χιούμορ, ειρωνική αντίληψη (με τη βαθύτερη, τραγική έννοια), χωρίς διέσεις, υπορροές, με άθλιους φωτισμούς, με κραυγαλέα μουσική, χωρίς βαθύτερη ποίηση, αίσθηση πλάνου και ροής, δοξάστηκαν σε μια εποχή γιατί ποντάρισαν στην ιδεολογική αποδοχή από τους «συντρόφους». Ηταν προπαγανδιστικές, όχι καλλιτεχνικές, αλλά αρκούσε το ομόδοξον της κριτικής για να έχουν θερμή υποδοχή. Παίξανε ρόλο και οι καιροί. Η πολιτική συγκυρία - αλλά τώρα, βέβαια, δεν βλέπονται. Κι εμείς τις βλέπαμε κάποτε με θαυμασμό, ενεοί και αφελείς, παρασυρμένοι απ' το πνεύμα των ημερών και την ανεπάρκεια της νεότητας. Αλλά τώρα δεν μπορείς να τις ανεχθείς. Τις παρακολουθείς νυσταλέα, νιώθοντας κατάθλιψη, κάνοντας άσκηση αντοχής. Ηταν κακές ταινίες. Ηταν τσιτάτα. Κακότεχνες συσκευές παραγωγής επιφανειακού μεσιανισμού.

Ενώ αν δεις, τώρα δα, ενδεικτικά, παλιές ταινίες του Φελίνι, του Βισκόντι, του Παζολίνι, του Καζάν, του Ταρκόφσκι (απ' την εποχή του «Αντρέι Ρουμπλιόφ») νιώθεις πως συνεχίζουν να σου προσφέρουν βαθύτερη αισθητική απόλαυση, ευφορία, συγκίνηση, καγχασμό, δάκρυα, συγκλονισμό, γέλιο, μαγεία - εκείνη την ασύγκριτη μαγγανεία της πολλαπλής ψυχοπνευματικής αποπλάνησης. Περιέχουν εγκάρσια, εγγενώς, αυτογενώς, εκείνα τα καλλιτεχνικά στοιχεία που τις αναβιβάζουν στην περιωπή του υψηλού έργου τέχνης. Δεν είναι προφανείς μπροσούρες υπέρ, ή κατά κάποιου, ή κάποιων.

Μην ξεχνούμε πως σε εποχές ψυχραιμίας επιστρέφουμε πάντα στην αισθητική αξίωση. Υπάρχουν διάσημες ταινίες ιδεολογικά μη-κορέκτ, όπως ας πούμε ο «Νονός», που δοξάζουν το Κακό, τη Μαφία, χωρίς αυτό να αφαιρεί τίποτε από την αξία τους. Και υπάρχει και ολόκληρη κατηγορία «Καταραμένων ποιητών», από τον Βιγιόν ως τον Ζαν Ζενέ, τον Απολινέρ, ίσως ακόμα και τον Καβάφη (για κάποιους), που έκαναν πολύ υψηλή τέχνη - ενώ από ουκ ολίγους θεωρείται πως η πιο σημαντική τομή στη νεότερη ιστορία του πνεύματος υπήρξε ο καταραμένος Μαρκήσιος ντε Σαντ. Αυτός έκανε τη μεγάλη ρωγμή, άνοιξε τις πύλες στην ψυχανάλυση, στον σουρεαλισμό και τη συζήτηση για τη σχετικότητα της ηθικής. (Δες και Σαρτρ: «Ο Αγιος Ζενέ»). Ο μαρκήσιος έδειξε το χάος της ψυχής και το πώς κατόπιν δομούνται οι ηθικολογίες κάθε μορφής. Μετά τον Ντε Σαντ, τίποτε πια δεν είναι το ίδιο στη Σκέψη και στην Τέχνη. Ανοιξαν οι θύρες της Κολάσεως.


Ενα καλλιτεχνικό έργο κρίνεται σε σχέση με τον ενδογενή εαυτό του κι όχι για το πόσο σχετίζεται με ποια «πραγματικότητα» και πώς - εκεί αρχίζουν οι ιδεολογικές αξιολογήσεις που είναι πάντα έωλες. Η μόνη πραγματικότητα είναι εκείνη που περιέχει στα σπλάχνα της μια ταινία και πώς αυτή έχει τελικά δομηθεί. Ενα καλλιτεχνικό έργο αναλάμπει, ή όχι, εν εαυτώ. Οχι γιατί υποστηρίζει τη μια ή την άλλη πλευρά ιδεολογικά - ειδικώς αν ξεκινάει ο σκηνοθέτης απ' αυτή την πρόθεση της άμεσης, ή της έμμεσης προπαγάνδας, είναι χαμένος από χέρι. (Αν και, όχι πάντα, αλλά συνήθως). Διότι και να θες απ' την αρχή να αποδείξεις κάτι, αυτό πρέπει να συμβεί με υψηλούς καλλιτεχνικούς όρους και με την προϋπόθεση της περιπλοκότητας, της αμφιρρέπειας, της βασάνου και της εσωτερικής αλήθειας των ηρώων κάθε πλευράς και της πολλαπλής αισθητικής αρτιότητας της εν γένει αφήγησης. Και πρέπει πολύ διακριτικά να εξυπονοείται μια αμφίβολη εκδοχή και ποτέ να μη λέγεται ως προφανής διδαχή - εξαιρετικό παράδειγμα ο «Ψεύτης ήλιος» του Μιχαλκόφ. Ο καλλιτέχνης, ο σκηνοθέτης προβληματίζει δια της βαθιάς απόλαυσης και των ερωτήσεων που θέτει, δεν είναι ενοριακός κατηχητής, ρήτορας, ή συνοικιακός ινστρούχτορας με πρετ-α-πορτέ απόψεις. Ούτε λαμπαδάριος (αριστερός ψάλτης) στον Αγιο Φανούριο.

Με κάποιες απ' αυτές τις προϋποθέσεις ίσως πρέπει να αντιμετωπιστεί και η γνωστή ταινία του Κώστα Γαβρά. Οπότε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου