οι κηπουροι τησ αυγησ

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

ΠΩΣ ΝΑ ΒΓΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ, ΟΤΑΝ ΑΣΧΟΛΟΥΜΑΣΤΕ ΕΠΙΜΟΝΑ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΚΑΙ ΚΥΝΗΓΑΜΕ ΑΔΙΑΚΟΠΑ ΤΗΝ ΟΥΡΑ ΜΑΣ...

Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" και "ΤΑ ΝΕΑ"


                                                      "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 29/03/17


Κυνηγώντας το παρελθόν

Του Αλέξη Παπαχελά

Δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά για να ανακαλύψουμε τι μας κάνει «ιδιαίτερη περίπτωση» τα τελευταία χρόνια και γιατί δεν μπορούμε να βγούμε από την καταραμένη κρίση. Η χώρα σέρνεται στο τέλμα της και ο δημόσιος διάλογος περιστρέφεται γύρω από τον Μπελογιάννη. Είναι παράλογο να ζούμε στο παρελθόν, να προσπαθούμε να λύσουμε θέματα που δεν πρέπει να απασχολούν σύγχρονες κοινωνίες το 2017. Και όμως...

Η Αριστερά θέλει, βεβαίως, να συνεχίσει την ιδεολογική της ηγεμονία, και στα ιστορικά σύμβολα. Ισως μάλιστα να νιώθει ότι όσο κυβερνάει, τόσο χάνει την «καθαρότητα» που της έδωσαν οι διώξεις πριν από το 1974 και η απουσία από τα θεσμικά κέντρα εξουσίας κατόπιν. Πιάνεται λοιπόν από σύμβολα του παρελθόντος για να ακουμπήσει πάνω τους. Μόνο που η κοινωνία, στην πολύ μεγάλη πλειονότητά της, δεν έχει ιδέα και δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτά. Η γενιά που μεγαλώνει με τα iPhone δεν έχει τον Τσε σε αφίσα στα δωμάτιά της. Καμία σχέση. Από την άλλη έχουμε ένα Κέντρο και μια Δεξιά που σχεδόν ζητούν συγγνώμη επειδή κέρδισαν τον εμφύλιο και δεν άφησαν την Ελλάδα να γίνει Βουλγαρία ή Αλβανία. Ηταν και αυτό μια αρρώστια της μεταπολίτευσης που πρέπει κάποτε να τελειώσει.

Αλλά ούτε και γι’ αυτό ενδιαφέρεται σήμερα η κοινή γνώμη. Η κρίση, η έλλειψη παιδείας, η λατρεία προς τις θεωρίες συνωμοσίας και η ανασφάλεια τα έχουν βάλει όλα μέσα σε ένα μεγάλο μίξερ: Γερμανούς και Αμερικανούς, τον Τσώρτσιλ και τον Σόιμπλε. Είναι όλοι κομμάτια ενός μεγάλου εθνικού παραμυθιού, σύμφωνα με το οποίο όλοι μάς κυνηγούν και εμείς αντιστεκόμαστε σθεναρά. Τώρα πώς βρεθήκαμε να ανήκουμε στα πιο κλειστά κλαμπ του κόσμου (Ε.Ε., ΝΑΤΟ, Ευρωζώνη) και στις 50 πιο πλούσιες χώρες στον πλανήτη κανείς δεν μας το εξηγεί.

Είμαστε η μόνη χώρα που δεν βγήκε από την κρίση γιατί ασχολούμαστε επίμονα με το παρελθόν και κυνηγάμε αδιάκοπα την ουρά μας. Ούτε μια στιγμή δεν σκεφθήκαμε ψυχρά, πρακτικά, πώς θα τραβήξουμε μπροστά διορθώνοντας τα κακώς κείμενα. Αναζητούσαμε συνεχώς εχθρούς, συνωμοσίες και δράκους για να δικαιολογήσουμε τη δική μας αδυναμία να ξαναστήσουμε τη χώρα μας στα πόδια της. Γύρω μας, όμως, έχουμε χώρες που ζήλευαν τη μοίρα μας, θα ήθελαν πολύ να έχουμε ανταλλάξει θέση μαζί τους το 1945. Βίωσαν από πρώτο χέρι τι θα πει ανελευθερία και αγνάντευαν από την άλλη πλευρά του συρματοπλέγματος την τύχη της πατρίδας μας.

Εκείνοι τραβούν μπροστά για να μας φτάσουν. Εμείς ασχολούμαστε με τον Μπελογιάννη και είμαστε καθηλωμένοι στον καθρέφτη που βλέπει μόνο πίσω. Εκείνοι πάνε με χίλια, εμείς με όπισθεν. Κάποια στιγμή θα μας προσπεράσουν. Ισως τότε αρχίσει να λειτουργεί το ελληνικό φιλότιμο.
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 29/03/17

Μια σκέψη του Σεφέρη το ’47
Του Ηλία Μαγκλίνη
​Από το ξεκίνημα της κρίσης, το εμφυλιοπολεμικό πνεύμα βρίσκεται σε μια, σχεδόν, ημερήσια διάταξη. Αλλοτε ως ρητορική (πόλωσης, τοξικότητας, μίσους ακόμα: «γερμανοτσολιάδες», «εθνοπροδότες», «γουναράδικα» κ.ά.) άλλοτε ως ευθεία αναφορά σε πρόσωπα και συμβάντα εκείνης της ταραγμένης περιόδου. Ολο αυτό ενέχει μια θλίψη, συχνά μια μιζέρια, συχνότερα ακόμα μιαν ανησυχία. Αυτές τις μέρες, τη συζήτηση (και την αφοριστική παραφιλολογία στα κοινωνικά δίκτυα) μονοπώλησε η υπόθεση Νίκου Μπελογιάννη, με τα εγκαίνια του ομότιτλου μουσείου απ’ τον πρωθυπουργό.

Στο βιβλίο του «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι» (εκδ. Ικαρος, 1988) ο Μάνος Χατζιδάκις διηγείται πώς γνώρισε τον Γιώργο Σεφέρη καταμεσής του Εμφυλίου. «Η Γερτρούδη Στάιν είχε πρωτομιλήσει για μένα στον Σεφέρη», γράφει ο Χατζιδάκις. «Οταν επέστρεψε απ’ το Λονδίνο στην Αθήνα, θέλησε να με γνωρίσει, και τη συνάντηση ανέλαβε ο Κατσίμπαλης. Ενα δείπνο στο σπίτι της Αγγελικής Χατζημιχάλη. Μα ξέσπασε ο εμφύλιος – ήταν Δεκέμβριος του 1945 (σ.σ.: εδώ πρέπει να υπάρχει τυπογραφικό λάθος και να εννοεί τον Δεκέμβριο του 1944) και υποχωρούσα προς την Καστοριά μαζί με τον στρατό του ΕΛΑΣ (σ.σ.: ο Χατζιδάκις υπήρξε μέλος της ΕΠΟΝ). Ετσι καθώς υποχωρούσαμε, διάβαζα με απορία το “Μυθιστόρημα” (σ.σ.: την εμβληματική ποιητική σύνθεση του Σεφέρη). Τέλος, τον γνώρισα το 1947. Θέλησα να μου εξηγήσει όλα τα σχετικά με την “Ερημη χώρα” (σ.σ.: την κορυφαία ποιητική σύνθεση του Τ. Σ. Ελιοτ, που είχε επηρεάσει τον Σεφέρη και που ο τελευταίος έμελλε να γυρίσει στα ελληνικά το 1949). - Τι θέλετε να μάθετε; μου λέει. - Ποια είναι; τον ρωτώ. Μου απαντά: - Ο τόπος μας. Προσπαθήστε να τον γνωρίσετε. Δεν έχω άλλο να σας πω».

Ποια είναι η έρημη χώρα, λοιπόν; Η Ελλάδα. Ποια όμως; Η Ελλάδα του 1947 (του Εμφυλίου, δηλαδή), η Ελλάδα της σημερινής κρίσης ή (ακόμα χειρότερα) η Ελλάδα διαχρονικά; Μεγάλη κουβέντα· τολμώ μια προσωπική εντύπωση: παρότι η συνάντηση γίνεται πάνω σε μια στιγμή που ο Εμφύλιος φουντώνει (και, βέβαια, έχουν προηγηθεί η Κατοχή, τα Δεκεμβριανά, τα Τάγματα Ασφαλείας, η ΟΠΛΑ, οι Χίτες κτλ.), ο ποιητής μοιάζει να υπαινίσσεται πως μιλάει για την Ελλάδα ως μια διαχρονικά «έρημη χώρα».

Ανεξάρτητα ωστόσο από το τι ακριβώς σκεφτόταν ο Σεφέρης, φοβάμαι πως με έναν μαζοχιστικό τρόπο ακκιζόμαστε με το να βλέπουμε την Ελλάδα (τους εαυτούς μας, με άλλα λόγια) ως «έρημες χώρες»: ηττημένοι, «πάντα γελαστοί και πάντα γελασμένοι» (από τις ξένες δυνάμεις συνήθως· από τον Αλλο γενικώς), παραιτημένοι στη γλυκόπικρη ζάλη μιας «ποίησης της ήττας» (με την ευρύτερη έννοια, όχι μόνον με αυτή της γνωστής γενιάς στα φιλολογικά). Πρόκειται για μια στάση που υπερβαίνει ιδεολογίες, αν και η ελληνική Αριστερά έχει ειδική σχέση με αυτή: η ήττα το ’49, οι εξορίες και τα εκτελεστικά αποσπάσματα (όπως του Μπελογιάννη) ανακυκλώνονται μέσα από μια άγονη επανάληψη γεμάτη διδακτισμό, όπου μάλιστα η ήττα αυτή λογίζεται (εντελώς αυθαίρετα) σαν ήττα «όλων των Ελλήνων».

Μήπως ο Σεφέρης υπονοούσε μια θυματολαγνεία εις τον αιώνα των αιώνων γεμάτη ηρωικώς πεσόντες (για τη Δεξιά) και ηρωικώς εκτελεσθέντες (για την Αριστερά); Μήπως ο ποιητής των «σπασμένων αγαλμάτων» έβλεπε σε αυτή την ιεροποίηση της ήττας, τη στειρότητα, την αντιπαραγωγική νοοτροπία – συνεπώς, μια μόνιμη «έρημη χώρα» γεμάτη ηττοπαθείς πολίτες; Η ήττα, βλέπετε, βολεύει· η νίκη σε θέτει ενώπιον των ευθυνών σου.

Δεν θα τολμούσαμε να βάλουμε ξένα λόγια στο στόμα του μεγάλου ποιητή. Να κρατήσουμε μονάχα ατόφια τα δικά του: «Ο τόπος μας. Προσπαθήστε να τον γνωρίσετε. Δεν έχω άλλο να σας πω».

"ΤΑ ΝΕΑ", 29/03/17


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου