οι κηπουροι τησ αυγησ

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

"....Τα παιδιά έτρεξαν γρήγορα στην ανηφόρα της Παγκάλου. Ενα ταξί, κόβοντας ταχύτητα, τους προσπέρασε ξυστά, κι αυτά συνέχισαν να βαδίζουν τρομαγμένα πλάι στο κράσπεδο. «Βρε μούλικα, από το Ζεφύρι σας κουβαλήσανε;» τους είπε αυτός φτύνοντας στην άσφαλτο. Για να πάρει μπρος η μηχανή, επανέφερε τη μίζα κι έκανε δυο απότομες μανιβελιές, έχοντας σε χαμηλή λειτουργία το γκάζι. Το λεωφορείο που περίμεναν τα παιδιά, σκορπίζοντας πυκνό καυσαέριο, όρμησε μπροστά για την επόμενη στάση, τον Αγιο Γεώργιο. Τα βήματα του Χασάν και της Αμινά αντήχησαν ίδια με τους χτύπους της καρδιάς τους πάνω στο πεζοδρόμιο...."

Από "ΤΑ ΝΕΑ"

"ΤΑ ΝΕΑ", 27/12/19
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΝΤΟΥΕΤΟ 
ΜΕ ΗΧΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

Του Γεράσιμου Δενδρινού


"Θάλασσα, μη στέλνεις τα κύματα εναντίον μας.
Είμαστε ξένοι, στ' ορκίζομαι"
(Τραγούδι του πρόσφυγα)


Κοντεύει χρόνος που είδα για τελευταία φορά στην πόλη μας τα δυο αδέλφια από το Χαλέπι της Συρίας, τον εντεκάχρονο Χασάν και την εννιάχρονη Αμινά. Εμεναν μαζί με τη μητέρα τους στο υπόγειο μιας παλιάς πολυκατοικίας στην οδό Ιωάννου Αγάθου - δρόμος χαραγμένος από τις ράγες του τρένου. Η οικογένεια είχε έρθει στην Ελλάδα στα τέλη του 2014 χωρίς τον πατέρα τους, τον Γιουσούφ, που είχε μεταβεί στην πόλη Ταρτούς, για να δει τη μητέρα και τα αδέρφια του. Ομως οι μάχες των κυβερνητικών με τους αντικαθεστωτικούς αλλά και εναντίον του ISIS που μαίνονταν στα περίχωρα είχαν κλείσει για μήνες τους κεντρικούς δρόμους και τα κρυφά περάσματα, με αποτέλεσμα ο Γιουσούφ να παραμείνει στη γενέτειρά του.

Ηδη από τις πρώτες κιόλας μέρες, οι βομβαρδισμοί στο Χαλέπι αχρήστεψαν το τηλέφωνο και το ηλεκτρικό, ανοίγοντας συγχρόνως τεράστιους λάκκους στις πλατείες και στους δρόμους, ενώ στις μικρές λίμνες που σχημάτισε το νερό από τους κατεστραμμένους σωλήνες, τα πιο τολμηρά παιδιά, σε ώρες κατάπαυσης του πυρός, έκαναν βουτιές. Ο εμφύλιος ανάγκασε τον πληθυσμό που απέμεινε στην πόλη και στη γύρω επαρχία να σχηματίσει ένα τεράστιο πλήθος ξεριζωμένων που κατευθυνόταν με τα πόδια προς το Κομπάνι, στα σύνορα της Τουρκίας, με κίνδυνο να συλληφθεί από τους φανατικούς ισλαμιστές. Υστερα από δίμηνη παραμονή σε καταυλισμό (όπου τα παιδιά εκεί τόσο πολύ είχαν εξοικειωθεί με τα μεγάλα φίδια της στέπας, ώστε να κόβουν το κεφάλι τους και να παίζουν σχοινάκι), μέσω της Σμύρνης, και με τους δουλεμπόρους να ζητούν αδρό αντίτιμο, η ακέφαλη οικογένεια οδηγήθηκε στη Σάμο, κι από εκεί στον Πειραιά.

Η μητέρα των παιδιών, τον πρώτο χρόνο καθάριζε σπίτια, ενώ αργότερα φρόντιζε στη συνοικία Λουζιτάνια του Ασπρόπυργου μια ηλικιωμένη, που οι δικοί της τής είπαν πως η Μαριάμ ήταν Ελληνοπόντια από το Μπατούμι της Γεωργίας και όχι μουσουλμάνα. Εξάλλου, μιλούσε σπαστά ελληνικά και, όποτε έμπαινε να συγυρίσει στο δωμάτιο με τις εικόνες (εκεί που η γιαγιά αποσυρόταν για δει τηλεόραση), έκανε όσο πιο πιστά μπροστά στο εικονοστάσι τον σταυρό της χωρίς να βγάζει το χιτζάμπ, τη μουσουλμανική μαντίλα της, που φοριέται και από χριστιανές.

Ενα απόγευμα είδα τα παιδιά και τη μητέρα τους στην παραλία «Βραχάκια», ανάμεσα στο εργοστάσιο «Τιτάν» και το διυλιστήριο «Petrola Hellas». Η Μαριάμ και η κόρη της, φορώντας μακριές ρόμπες και μαντήλες, καθισμένες δίπλα στο νερό, έπλεναν τα πόδια τους, ενώ ο Χασάν, μπρούμυτα στα ρηχά, κουνούσε πάνω-κάτω τα πόδια του και, κάνοντας αφρό, γελούσε ξέγνοιαστα - ένα μικρό διάλειμμα χαράς για αυτούς, μια αναλαμπή ελπίδας.

«Μα, δεν βλέπετε πως είναι μολυσμένη η θάλασσα; Τα νερά στον Φονιά είναι πιο καθαρά...» τους αποπήρε μια αδύνατη γυναίκα με ξεβαμμένο μπουρνούζι και ψάθινο καπέλο, δείχνοντας στο βάθος τη ρύπανση, ένα χρώμα σταχτί πάνω στην επιφάνεια του νερού.

«Ντύο φορά έκουμε ντει τάλασσα, κυρία... Μία στη Σάμο τα πνιγκόμαστε, ενώ εντό είναι καλή...» της είπε η Μαριάμ.

Από τα τέλη Νοεμβρίου η Ελευσίνα διακοσμήθηκε για τις γιορτές. Στην πλατεία Ηρώων, η φάτνη είχε τοποθετηθεί πλάι στο άγαλμα του άγνωστου στρατιώτη και το έλατο στη μέση του πλακόστρωτου, γεμάτο φωτάκια, μπάλες κι αστραφτερές κορδέλες. Στις διασταυρώσεις, οι φωτοσωλήνες στις κολόνες της ΔΕΗ σχημάτιζαν χρυσά και ασημένια άστρα, ευχές για τη νέα χρονιά κι έλκηθρα με τον Αγιο Βασίλη. Οι προσόψεις των παλιών εργοστασίων της παραλίας, του «Ελαιουργείου» και του «Κρόνου», είχαν διακοσμηθεί με μια θυσανωτή χρυσή κορδέλα, ενώ αντίστοιχα το φουγάρο της «Ιριδος» στόλιζε η ευχή «Καλή Χρονιά», γερτή από τον αέρα και τις βροχές. Ο περίβολος του αρχαιολογικού χώρου παρέμεινε ανέπαφος από την αυθαιρεσία της διακόσμησης και μόνο οι προβολείς εδάφους φώτιζαν τη νύχτα άπλετα τον χώρο του Τελεστήριου - η αρχαία θρησκεία είχε σώσει και αυτή τη χρονιά την παλιά της αίγλη. Σουρούπωνε, και με τον καιρό σύμμαχο, τα δυο αδέλφια βγήκαν για τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς. Περίμεναν να περάσει λίγο η ώρα, ώστε να εκπνεύσει για τα καλά το έθιμο και να παραμείνουν μακριά από τα βλέμματα των συμμαθητών και γνωστών. Στο πρόσωπό τους νόμιζες πως ήταν αποτυπωμένη εκείνη η στάχτη του πολέμου, που έπαιρνε μια κιτρινωπή απόχρωση κάτω από τα φώτα του δρόμου - σημάδι πως τα μάτια τους είδαν κάθε είδους ωμότητες. Φορώντας πεντακάθαρα ρούχα, είχαν μαζί τους ένα φορητό σιντί πλέιερ που τους αγόρασε η μητέρα τους από κινέζικο μαγαζί της Ελευθερίου Βενιζέλου με ηχογραφημένα κάλαντα, δικά μας και μικρασιάτικα.

Επινα καφέ στη βεράντα της καφετέριας «Ρόδον» (παλιό αρχοντικό, ανακαινισμένο και βαμμένο κακόγουστα με έντονο κόκκινο), και διάβαζα ένα άρθρο της εφημερίδας «Θριάσιο», σχετικό με την πιθανή μεταφορά των φυλακών Κορυδαλλού σε παλιές εγκαταστάσεις του ΝΑΤΟ στη θέση «Γήπεδο Αμερικανικής Ευκολίας». Η μουσική από τα γύρω μαγαζιά παρέμενε επίτηδες χαμηλή - τρεις ώρες απέμειναν μέχρι το ρεβεγιόν, τότε που η γιορταστική ατμόσφαιρα απαιτούσε τραγούδια στη διαπασών που έπνιγαν κάθε ευχή για το νέο έτος.

Τα δυο αδέλφια, μετά από έναν γύρο στα εστιατόρια και στα καφέ της παραλίας, περίμεναν το τοπικό «817 Ελευσίνα-Μάνδρα» στη στάση της πλατείας του Βασίλη Λάσκου, για το σπίτι. Οι ταβέρνες «Ο Διαμαντής» και το «Λιμανάκι» ίσως να τους είχαν προσφέρει τον μεγαλύτερο μποναμά, μιας που τ' αφεντικά τους είχαν τη φήμη των ανοιχτοχέρηδων.

Ενα σκούτερ άραξε απέναντί τους. Ο οδηγός, ένας φουσκωτός νεαρός με δερμάτινο μπουφάν και καφέ μπότες, τους φώναξε:

«Τι έγινε, ρε μπασμένα;... Τα 'κονομήσαμε κι εφέτος, τσιγγανάκια μου;».

Προσπαθώντας να στηρίξει τη μηχανή στο σταντ, η σχάρα βρήκε πίσω τη σκουπιδιάρα. Ενας ξερός μεταλλικός ήχος αντήχησε. Ο νεαρός, βλαστημώντας, ώθησε το σκούτερ πιο μπροστά.

«Θα μου κάνετε για φέτος το δωράκι μου;...».

Τα παιδιά έτρεξαν γρήγορα στην ανηφόρα της Παγκάλου. Ενα ταξί, κόβοντας ταχύτητα, τους προσπέρασε ξυστά, κι αυτά συνέχισαν να βαδίζουν τρομαγμένα πλάι στο κράσπεδο.

«Βρε μούλικα, από το Ζεφύρι σας κουβαλήσανε;» τους είπε αυτός φτύνοντας στην άσφαλτο. Για να πάρει μπρος η μηχανή, επανέφερε τη μίζα κι έκανε δυο απότομες μανιβελιές, έχοντας σε χαμηλή λειτουργία το γκάζι.

Το λεωφορείο που περίμεναν τα παιδιά, σκορπίζοντας πυκνό καυσαέριο, όρμησε μπροστά για την επόμενη στάση, τον Αγιο Γεώργιο.

Τα βήματα του Χασάν και της Αμινά αντήχησαν ίδια με τους χτύπους της καρδιάς τους πάνω στο πεζοδρόμιο.

-Ο Γεράσιμος Δενδρινός είναι συγγραφέας μυθιστορημάτων και ασχολείται με τη βιβλιοκριτική. Από το 2004 είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου