οι κηπουροι τησ αυγησ

Τρίτη 17 Μαΐου 2022

Η μαρτυρία της Αναστασίας Ασπρίδου ουσιαστικά συμβάλλει στην επανοικείωση της ιστορίας υπό την οπτική της μικροϊστορίας. Τέτοιες ιστορίες συνθέτουν ψηφίδα-ψηφίδα το μωσαϊκό της μεγάλης εικόνας. Στη μαρτυρία της παρακολουθούμε τις συνέπειες της Γενοκτονίας και του ξεριζωμού μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού. Αποτελεί ένα ντοκουμέντο της Γενοκτονίας και μάλιστα αποκαλύπτει τον καταστροφικό μηχανισμό των πορειών του θανάτου, τον εκτοπισμό δηλαδή του άμαχου πληθυσμού προς το εσωτερικό, αυτό που ο αείμνηστος καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης Πολυχρόνης Ενεπεκίδης ονόμασε «Λευκή σφαγή». Περιγράφει δηλαδή με άλλα λόγια αυτό που σημειώνεται στο άρθρο 2, παράγραφος γ) της Σύμβασης για την Πρόληψη και Καταστολή της Γενοκτονίας του 1948. Δηλαδή συνιστά Γενοκτονία η πολιτική που προξενεί σκόπιμα στην ομάδα συνθήκες ζωής που υπολογίζονται να επιφέρουν τη φυσική τους καταστροφή εν όλω ή εν μέρει. Μέσα στο βιβλίο υπάρχουν αρκετές σκηνές που ακριβώς αποκαλύπτουν αυτή την πολιτική....

 

Από την παρουσίαση του βιβλίου στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της εκδηλώσεων της ΔΕΒΘ στις 29 Νοεμβρίου 2021: Από τα Αριστερά Θεοδόσης Κυριακίδης, Σεραφείμ Χ. Μηχιώτης, Παντελής Σαββίδης


Αναστασία Θρασ. Ασπρίδου
«Από τον Πόντο στην Ελλάδα:
Όσα έζησε, είδε και άκουσε ένα μικρό κορίτσι»


Του Θεοδόση Κυριακίδη

Το βιβλίο που έχουμε στα χέρια μας είναι ένα βιβλίο μνήμης. Τα τελευταία χρόνια η μνήμη έχει αναδειχθεί σε ένα καίριο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ταυτότητας και της ανθρώπινης δραστηριότητας. Όπως σημειώνει ο Ζακ Λε Γκοφ: «Η μνήμη αποτελεί ένα ουσιαστικό στοιχείο αυτού που θα αποκαλούμε στο εξής ατομική ή συλλογική ταυτότητα, η αναζήτηση της οποίας συνιστά μιαν από τις θεμελιώδεις δραστηριότητες των ατόμων και των κοινωνιών του σήμερα». 

Η συλλογική μνήμη δημιουργείται από ένα σύνολο κοινωνικών διεργασιών που διαμορφώνουν και μεταφέρουν από γενιά σε γενιά ορισμένες αφηγήσεις και αντιλήψεις για γεγονότα του παρελθόντος ως κοινά αποδεκτή πραγματικότητα που την μοιράζονται συλλογικότητες σε επίπεδο μικροκοινωνίας, λαοί σε επίπεδο έθνους, αλλά και παγκόσμια. Ιδιαίτερα η ανάδυση της μνήμης έπειτα από βίαια και μαζικά εγκλήματα συνιστά μια αναγκαιότητα, τόσο για την κοινωνία των θυμάτων, όσο και για την ίδια την ανθρωπότητα.

Κοινό χαρακτηριστικό στην μετά τη βία εποχή είναι πώς η τραυματική μνήμη οδηγεί μεταξύ άλλων σε δραστηριότητες όπως την παραγωγή βιβλίων και τη δημιουργία μνημείων, την αλληλεπίδραση με το ευρύ κοινό προσπαθώντας να ενημερώσει για ότι συνέβη, καθώς και στην προσπάθεια να οδηγήσει τους θύτες στη δικαιοσύνη. Αυτή η συλλογική μνήμη λοιπόν, κινητοποιεί τις προσπάθειες για τις επετειακές εκδηλώσεις μνήμης της γενοκτονίας και την προσπάθεια των επιζώντων στην αναζήτηση δικαιοσύνης

Στην Ελλάδα ήταν πολυτέλεια να ασχοληθεί κάποιος με το τραύμα του πρόσφυγα ή κάποιος φορέας να ενσκήψει σ’ αυτό. Όχι μόνο αναφερόμαστε σε άλλες εποχές κατά τις οποίες δεν είχαν αναπτυχθεί ιδιαίτερα οι συγκεκριμένοι ψυχοθεραπευτικοί τομείς, αλλά το ζητούμενο για τους πρόσφυγες ήταν η επιβίωση. Έτσι λοιπόν, το τραύμα θάφτηκε βαθειά για να επανέλθει πάλι, ως διήγηση στα παιδιά τους, πολύ συχνά την ώρα του βιολογικού τους τέλους, προκειμένου να μην σπάσουν την αλυσίδα της γνώσης, γιατί «ο κόσμος πρέπει να μάθει»

Οι πρώτες προσπάθειες αποτύπωσης αυτής της μεγάλης Καταστροφής από τους επιζήσαντες και πρόσφυγες πραγματοποιήθηκε πρώτα με βιογραφικές αναμνήσεις ή καταγεγραμμένες προφορικές συνεντεύξεις. Μέσα από αυτές τις προσωπικές τους μαρτυρίες, τις ημερολογιακές αναμνήσεις, τα αυτοβιογραφικά κείμενα, τις προφορικές συνεντεύξεις, δίνεται η δυνατότητα να αναπαραστήσουμε το παρελθόν χωρίς τη μεσολάβηση τρίτων και φίλτρων που μας επιβάλλει ο ιστορικός παροντισμός. Βέβαια η ίδια η αφήγηση των αυτόπτων μαρτύρων διαμεσολαβείται από τον υποκειμενικό ατομικό και κοινωνικό μικρόκοσμο. Οι μαρτυρίες όμως της πρώτης γενιάς των προσφύγων, των ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα της Καταστροφής και της Ανταλλαγής μας βοηθά να ανιχνεύσουμε το πώς επέδρασαν τα γεγονότα αυτά στην ψυχοσύνθεση τους και πώς διαμόρφωσαν τη μετέπειτα πορεία τους μετά την εγκατάσταση τους στην Ελλάδα.

Ακριβώς μια τέτοια περίπτωση αποτελεί το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα. Η μαρτυρία της Αναστασίας Ασπρίδου ουσιαστικά συμβάλλει στην επανοικείωση της ιστορίας υπό την οπτική της μικροϊστορίας. Τέτοιες ιστορίες συνθέτουν ψηφίδα-ψηφίδα το μωσαϊκό της μεγάλης εικόνας. Στη μαρτυρία της παρακολουθούμε τις συνέπειες της Γενοκτονίας και του ξεριζωμού μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού. Αποτελεί ένα ντοκουμέντο της Γενοκτονίας και μάλιστα αποκαλύπτει τον καταστροφικό μηχανισμό των πορειών του θανάτου, τον εκτοπισμό δηλαδή του άμαχου πληθυσμού προς το εσωτερικό, αυτό που ο αείμνηστος καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης Πολυχρόνης Ενεπεκίδης ονόμασε «Λευκή σφαγή». 

Περιγράφει δηλαδή με άλλα λόγια αυτό που σημειώνεται στο άρθρο 2, παράγραφος γ) της Σύμβασης για την Πρόληψη και Καταστολή της Γενοκτονίας του 1948. Δηλαδή συνιστά Γενοκτονία η πολιτική που προξενεί σκόπιμα στην ομάδα συνθήκες ζωής που υπολογίζονται να επιφέρουν τη φυσική τους καταστροφή εν όλω ή εν μέρει. Μέσα στο βιβλίο υπάρχουν αρκετές σκηνές που ακριβώς αποκαλύπτουν αυτή την πολιτική.

Το βιβλίο ξεκινά με τα πρώτα χρόνια της ζωής της Αναστασίας στο Κατήκιοϊ της Αμισού σε μια ευκατάστατη πολυμελή οικογένεια και σε μια όπως όλα έδειχναν ευχάριστη ζωή. Πολύ σύντομα όμως, όταν η συγγραφέας είναι 6 ετών ανατρέπεται όλη της η ζωή. Ξεκινούν οι πρώτοι διωγμοί, οι φυλακίσεις, τα αμελέ ταμπουρού. Το Δεκέμβριο του 1916 η μαρτυρία του μικρού τότε κοριτσιού αναφέρει ότι οι Τούρκοι άρχισαν να καίνε τα χωριά τους και πως με την πρόφαση ότι θέλει να τους μιλήσει ο δεσπότης τους συγκέντρωσαν και τους οδήγησαν σε στρατώνες, απ’ όπου την επόμενη μέρα ξεκίνησε η εξορία τους.

Να κάνω εδώ μια μικρή παρένθεση και να σημειώσω δυο πράγματα.

Το πρώτο είναι ότι ενώ η επίσημη δικαιολογία των αρχών για τους εκτοπισμούς ήταν ότι τους επιβάλλει η στρατιωτική αναγκαιότητα προκειμένου να μη συνεργατούν οι Έλληνες με κάποια πιθανή αποβίβαση συμμαχικού στρατού ή με τον προελαύνοντα τότε ρωσικό στρατό στα ανατολικά, βλέπουμε ότι δεν εξορίζονται οι μαχητές, οι άνδρες δηλαδή που θα ήταν σε μάχιμη ηλικία, αλλά όλη η οικογένεια, γέροι, γυναίκες και παιδιά. Και αυτή την απουσία στρατιωτικής ανάγκης πίσω από το μέτρο εκτοπισμού ολόκληρων οικογενειών σημειώνουν όλα τα διπλωματικά έγγραφα της περιόδου ακόμη και των συμμάχων των Τούρκων. Επιπλέον η εκτόπιση δεν αφορούσε 30 με 50 χλμ στο εσωτερικό όπως απαιτούσε η στρατιωτική αναγκαιότητα αλλά 300, 500 και πολλές φορές και 700 χλμ στο εσωτερικό φθάνοντας μέχρι τη Μαλάτεια και το Χαρπούτ. Συνεπώς αυτές οι πορείες ήταν σχεδιασμένες κατά τέτοιο τρόπο που θα προκαλούσαν την εξόντωση του εκτοπισμένου πληθυσμού.

Το δεύτερο που θέλω να αναφέρω εδώ είναι να δούμε τι συμβαίνει στην περιοχή την περίοδο που γράφει η συγγραφέας. Όπως σημειώθηκε παραπάνω η συγγραφέας αναφέρει το Δεκέμβριο του 1916 οι Τούρκοι άρχισαν να καίνε τα χωριά τους και τους συγκέντρωσαν προκειμένου να τους εξορίσουν. Σας διαβάζω μια μόνο μαρτυρία από διπλωματικό έγγραφο και συγκεκριμένα του πρέσβη της Αυστρίας στην Κωνσταντινούπολη που : "11 Δεκεμβρίου 1916 ελληνικά χωριά λεηλατήθηκαν και καίγονται. Οι κάτοικοι εκδιώχθηκαν. 12 Δεκεμβρίου 1916. Στα περίχωρα της πόλης, τα χωριά καίγονται. 14 Δεκεμβρίου 1916. Όλα τα χωριά καίγονται μαζί με σχολεία και εκκλησίες. 17 Δεκεμβρίου 1916. Στην περιοχή της Σαμψούντας, 11 χωριά κάηκαν. Η λεηλασία συνεχίζεται. Οι χωρικοί διώκονται. 31 Δεκεμβρίου 1916. Περίπου 18 χωριά έχουν καεί εντελώς, 15 εν μέρει. Περίπου 60 γυναίκες βιάστηκαν. Έχουν λεηλατήσει ακόμη και τις εκκλησίες”. Η παραπάνω μαρτυρία του αρχειακού υλικού μας δίνει να κατανοήσουμε καλύτερα την τραγική κατάσταση μέσα στην οποία εξελίσσεται η μαρτυρία του βιβλίου μας.

Από τη Σαμψούντα λοιπόν που τους έχουν πάρει, περνούν από το Καβάκ, -θα δούμε παρακάτω τι έγινε στο Καβάκ-, και από εκεί στη Μερζιφούντα και τέλος στο Ισκιλίπ. 

Όπως σημειώνει η συγγραφέας: 

«Όσοι δε μπορούσαν να περπατήσουν οι τσανταρμάδες που ήταν σαν άγρια θηρία τους κτυπούσαν και τους σκότωναν. Τα παιδιά δεν μπορούσαμε να περπατάμε συνέχεια και κλαίγαμε. Όσοι γονείς είχαν μαζί τους λεφτά νοικιάζανε κάρα και μας βάζαν σ’ αυτά. Θυμάμαι ήμασταν σ’ ένα κάρο εγώ, τα αδέλφια μου, η εξαδέλφη μου Δέσπω, τα παιδιά της θείας μου και ένας παππάς, πολύ γέρος που δεν μπορούσε να περπατήσει και τον βάλανε οι γονείς μου στο κάρο. Ήλθε ένας τσανταρμάς και του λέει να κατέβει και τον βάζουνε να τραβήξει αυτός τα άλογα. Αυτός δεν είχε κουράγιο ούτε να σταθεί και οι τσανταρμάδες χτύπησαν τα άλογα με το καμουτσί τους. Τα άλογα έτρεξαν, ο παππάς βρέθηκε κάτω από τα άλογα και σκοτώθηκε. Τον αφήσαμε εκεί και όλα αυτά τα θυμάμαι καθαρά και δεν μπορώ να τα ξεχάσω»

Οι προσπάθειες για την εξόντωση κατά την διάρκεια του εκτοπισμού ήταν πολλές. Μια από αυτές τις προσπάθειες που έχει διασωθεί και σε άλλες μαρτυρίες ήταν τα ζεστά λουτρά στα οποία υπέβαλλαν τους εκτοπισμένους οι αρχές προκειμένου με την έξοδο τους στη συνέχεια στο κρύο χιονισμένο τοπίο να παγώσουν και συνεπώς να πεθάνουν. Σε εκείνη την εξορία η Αναστασία χάνει τη μητέρα της Σοφία 27 ετών και τα αδέλφια της. Στο Ισκιλίπ έμεινε δυο χρόνια με τον πατέρα της και τον μοναδικό αδελφό της που επέζησε τον Γιάννη.

Με το τέλος του πολέμου ο πατέρας τους τους στέλνει με συνοδεία στη Σαμψούντα όπου και πάλι περνούν διάφορους κινδύνους. Κατά την επιστροφή τους βρίσκουν τα σπίτια τους χαλασμένα. Οι τουρκικές αρχές είχαν εγκαταστήσει εκεί τους μουσουλμάνους πρόσφυγες των Βαλκανίων και εκείνοι νομίζοντας ότι μέσα στους τοίχους υπήρχαν χρυσές λύρες τους γκρέμιζαν για να τις βρουν. Προσπαθούν σιγά-σιγά να ξαναχτίσουν τη ζωή τους ελπίζοντας ότι θα μπορέσουν με τη λήξη του πολέμου να ζήσουν φυσιολογικά ενώ στο μεταξύ είχε έρθει και ο πατέρας και η οικογένεια είχε επανενωθεί. Αυτές οι ευτυχισμένες μέρες όμως, όπως σημειώνει η συγγραφέας τελείωσαν γρήγορα. Πολύ σύντομα με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο και την άνοδο του Κεμάλ θα εκκινήσει ένα νέο κύμα εκτοπίσεων. Οι τσανταρμάδες συγκεντρώνουν τους άντρες, μεταξύ αυτών και τον πατέρα της Αναστασίας και τους εκτοπίζουν εκ νέου. 

Σε αυτή την δεύτερη πορεία φθάνοντας στο Καβάκ οι τσανταρμάδες ανοίγουν πυρ και αρχίζουν να εκτελούν μαζικά την αποστολή. Περίπου δεκαπέντε άνθρωποι μεταξύ των οποίων και ο πατέρας της Αναστασίας σώζονται αφού κρύβονται κάτω από τα πτώματα των εκτελεσμένων. Αντίστοιχα μια άλλη αποστολή εκτοπισμένων από τη Σαμψούντα τους οδήγησαν στο Καρατάγ, λίγο έξω από την πόλη, κοντά σε ένα ρέμα και εκεί τους έδεσαν και τους έσφαξαν όλους.

Οι εν ψυχρώ εκτελέσεις στο Καβάκ των εκτοπισμένων από την Σαμψούντα περιγράφονται και σε μαρτυρίες ιεραποστόλων και διασώζονται και στα ημερολόγια των αντιτορπιλικών πλοίων του αμερικανικού στόλου που ελλιμενίζονταν στη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί γίνεται αναφορά για συστηματική σφαγή όσων εκτοπίζονται τον Ιούνιο του 1921. Από δυο αποστολές δολοφονήθηκαν 660 και 530 με εν ψυχρό πυροβολισμό και στη συνέχεια σφαγιάζονται με μαχαίρια. Όπως σημειώνεται στη μαρτυρία τα γύρω χωριά είχαν ήδη πυρποληθεί, ενώ δεν είχε παραμείνει κανείς, ούτε γυναίκες και παιδιά. Υπήρχαν μαρτυρίες ότι είχαν σφαγιαστεί. Μια τρίτη ομάδα εκτοπισμένων σφαγιάστηκε στο Mahmour Dag πριν καν φτάσει στο Καβάκ. Σε άλλη μαρτυρία αναφέρεται ότι οι εν ψυχρώ δολοφονίες στο Καβάκ και στην ευρύτερη περιοχή έφτασαν στις 3000.

Στις παρακάτω σελίδες του βιβλίου αναφέρεται και η δράση του περιβόητου Τοπάλ Οσμάν, οι σφαγές και το πλιάτσικο που πραγματοποιούσε αυτός και οι άτακτοι που είχε υπό τις εντολές του. Μεταξύ άλλων στις σελίδες αυτών των κεφαλαίων αναδεικνύεται το ζήτημα των χαμένων παιδιών της Γενοκτονίας και εκείνα, τα λίγο μεγαλύτερα που μεγάλωσαν με κρυφή την ελληνική τους ταυτότητα ή εκείνα που όντας σε μικρότερη ηλικία δεν μπορούσαν να θυμούνται και ανατράφηκαν ως Τούρκοι. Περιγράφει η συγγραφέας πως η ίδια γλύτωσε από μια παρόμοια περίπτωση όπου οικογένεια Τούρκων ήθελε να την πάρει και να την μεγαλώσει ως δικό της παιδί. Κατάφερε τελικά μετά από σχετική φασαρία που έκανε να ξεφύγει. Το ζήτημα αυτό των χαμένων παιδιών αποτελεί άλλο ένα μη ερευνημένο κεφάλαιο αυτής της ιστορίας. Τελευταία γράφτηκε μια μελέτη από έναν απόγονο τον Μερτ Καγιά ή Μάρκο Αναστασιάδη, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος με θέμα: Ο Εξισλαμισμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας την περίοδο 1919-1925. Μια μελέτη μνήμης.

Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία στο επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου μετά την καταστροφή της Σμύρνης, όπου αποφασίζεται όσοι επέζησαν και εντός ορισμένης προθεσμίας να μεταφερθούν στην Ελλάδα. Εκεί για άλλη μια φορά, όπως βέβαια και σε όλη τη διήγηση αποτυπώνεται ο στενός δεσμός των δυο αδελφών και το πως η μικρή Αναστασία αν και τόσο μικρή σε ηλικία, προστάτευσε τον αδελφό της και δεν τον άφησε να χαθεί.

«Με το πρώτο πλοίο που ήλθε φύγανε όλοι οι πλούσιοι, μαζί και η θεία μου Ευανθία Τεολόγλου. Τα πλοία που ερχόντουσαν ήταν τούρκικα. Όλοι ήταν άνω κάτω η παραλία γεμάτη κόσμο. Πρώτα μας πήγαιναν στην Κωνσταντινούπολη. Ήθελα να φύγω με κάποια από τις θείες μου αλλά σε τέτοιες ώρες κανείς δεν γυρίζει να σε δει. Ο καθένας κοιτάζει την οικογένεια του.

Εμείς ήλθαμε στην παραλία με όλους τους άλλους για να μας πάρει το πλοίο που το λέγανε Κουρτσιμάλ. Όλοι οι μεγάλοι μπήκαν στο πλοίο αλλά εγώ και ο αδελφός μου μείναμε στην παραλία. Το πλοίο ετοιμαζόταν να φύγει και εμείς κλαίγαμε. Είχαμε ένα μπαούλο και ένα δέμα με τα στρώματά μας. Οι μεγάλοι μας σπρώχνουν και εμείς δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Μας βλέπει ένας Τούρκος αξιωματικός που ήταν με τον ιπποκόμο του. Μας ρωτά γιατί κλαίτε και εγώ του λέω έχουμε τα εισιτήρια μας, όλοι πήγαν στο πλοίο και εμάς όλοι μας σπρώχνουνε και δεν μπορούμε να πάμε. Υπάρχουν και καλοί άνθρωποι. Φωνάζει τον ιπποκόμο του και του λέει να πάρει το μπαούλο, αυτός παίρνει το δέμα με τα στρώματά μας, βρίσκει ένα βαρκάρη, τον πληρώνει και του λέει αυτά τα παιδιά θα τα πας στο πλοίο. Εγώ θα περιμένω εδώ μέχρι να γυρίσεις. Μας βάζουν στη βάρκα και μας πάνε στο πλοίο πού είχε σηκώσει την σκάλα. Ο βαρκάρης φωνάζει και λέει σε κάποιους στο πλοίο ότι αυτά τα παιδιά μου τα έδωσε ένας αξιωματικός και μου είπε ότι πρέπει να φύγουν με το πλοίο. Μας ανεβάζουν με το βίντσι, μαζί και τα πράγματά μας, εγώ και ο αδελφός μου αγκαλιασμένοι από το φόβο και φθάνουμε στο κατάστρωμα. Κανείς δεν ήρθε να μας προστατέψει. Πονούσε πολύ η κοιλιά μου και έκλαιγα και μαζί μου έκλαιγε και ο αδελφός μου. Ένας Τούρκος που ήταν σε καμπίνα ήλθε και με ρώτησε γιατί κλαίω και εγώ του είπα ότι πονάει η κοιλιά μου και εκείνος μας έκανε τσάι και μας έφερνε μαζί και φαγώσιμα και όλο με ρωτούσε πως είμαι»(...)


Με αφορμή αυτό το περιστατικό αξίζει να σημειώσουμε ότι σκοπός της Αναστασίας δεν είναι να ενοχοποιήσει συνολικά τους Τούρκους. Η ίδια καταθέτει στη μαρτυρία της και σε πολλά σημεία αναγνωρίζει τη βοήθεια που έλαβαν από τους καλούς Τούρκους. Έχουμε εδώ λοιπόν μια μνήμη που δεν είναι τυφλή. Αυτά τα περιστατικά των καλών Τούρκων που δεν ήταν λίγα[1] διασώζουν την ελπίδα μας για τον άνθρωπο, όπου ακόμη σε τόσο σκοτεινές περιόδους, υπάρχουν παραδείγματα ανθρώπων που δεν αποκτηνώνονται και σπεύδουν να βοηθήσουν ακόμη και με κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής το συνάνθρωπο τους. Αυτά τα περιστατικά των Δικαίων έχουν αναδειχθεί σε άλλες περιπτώσεις Γενοκτονίας. Στο Ολοκαύτωμα έχει καθιερωθεί ο θεσμός του Δικαίου των Εθνών. Στη δική μας περίπτωση έχουμε ξεκινήσει την καταγραφή τους στην Έδρα Ποντιακών Σπουδών του ΑΠΘ και σκοπός μας είναι να τους αναδείξουμε.

Πριν περάσουμε συνοπτικά στην περίοδο της ζωής με τον ερχομό τους στην Ελλάδα να σημειώσουμε πως παρά το γεγονός ότι σε όλη την περιγραφή αναφέρονται κυρίως μαρτυρίες από τις κακουχίες της εξορίας παρεμβάλλονται και λαογραφικά στοιχεία και συνήθειες από την καθημερινή ζωή ή κατά τις εορταστικές μέρες. Έτσι για παράδειγμα η συγγραφέας σημειώνει συνήθειες του Πάσχα.

Λέει για παράδειγμα:

«Οι Τούρκοι περνούσαν το πρωί και πουλούσαν σαλέπι και παντεσπάνι. Το είχαν σε ένα στρογγυλό ξύλο πάνω στο κεφάλι τους. Η μαμά μου μας έπαιρνε κάθε πρωί. Ένας Τούρκος το ήξερε και ερχόταν. Περνούσαμε γενικά πολύ καλά. Το Πάσχα κτυπούσαν οι καμπάνες και πηγαίναμε στην εκκλησία τα μεσάνυκτα. Πρόλαβα μία φορά που οι γονείς μου με πήραν μαζί τους. Τη Μεγάλη Πέμπτη είχαμε καλαθάκια και έβαζε η μαμά μου για όλους μας κόκκινα αυγά και ένα παραπάνω για την Παναγία και τα πηγαίναμε στην εκκλησία και ο παπάς τα διάβαζε. Το Πάσχα πηγαίναμε στη μεγάλη πλατεία και εκεί έκαναν την Ανάσταση.

Μόλις έλεγε ο παπάς το Χριστός Ανέστη όλοι είχαμε στην τσέπη ένα κόκκινο αυγό και ένα κουλουράκι και τσουγκρίζαμε τα αυγά. Την Κυριακή των Βαίων τα παιδιά πηγαίναμε στις θείες μας, τους λέγαμε βάγια, βάγια των βαγιών τρώμε ψάρι και χαμψί και την πάνω Κυριακή τρώμε κόκκινο αυγό και μας δίνανε γλυκά. Η εκκλησία ήταν στρωμένη με δάφνη και όλα τα παιδιά κρατούσαμε κρίνα. Το Πάσχα φορούσαμε καινούργια φουστάνια και παπούτσια»(...)


Ή πάλι σε άλλο σημείο από την Πρωτοχρονιά:

«Μετά από πολύ κούραση σε 3-4 μέρες φθάσαμε στη Χάβζα. Μία κωμόπολη που είχε ιαματικά λουτρά και πολλούς Χριστιανούς. Εκεί μας βάλανε κάπου, δεν θυμάμαι πού ακριβώς, τον ένα πάνω στον άλλο. Εμείς κλαίγαμε, άλλοι πέθαιναν και άλλες γεννούσαν. Θυμάμαι ότι εκείνο το βράδυ θα ήταν Πρωτοχρονιά και η μαμά μου είπε τώρα μπήκες στα εφτά. Εμείς το βράδυ της Πρωτοχρονιάς κάναμε στο σπίτι χαλβά με αλεύρι και αγνό βούτυρο. Το βράζανε και το καβουρντίζανε και το ανακάτευαν με ζάχαρη και γινόταν σαν κουραμπιές. Ήταν συνήθεια να βάζουν μέσα στο χαλβά λεφτά και μετά το μοιράζανε και σε κάποιον έπεφτε το κομμάτι με τα λεφτά. Μαζευόντουσαν όλοι οι συγγενείς και στολίζαμε το τραπέζι με ξερούς καρπούς και γλυκά. Ανάβαμε κεριά και μόλις γύριζε ο χρόνος αρχίζαμε να τρώμε και όλοι βλέπαμε την τύχη μας. Τη βασιλόπιττα την κόβαμε την άλλη μέρα.

Εκεί που είμασταν εκείνο το βράδυ στη Χάβζα ήταν μαζί μας μία αστεία γυναίκα. Μας λέει δεν θα κλαίμε συνέχεια. Πήγε έξω, βρήκε στάχτη, την έβαλε πάνω σε μία πέτρα και τη ζύμωσε. Μετά μας έφερε κομμάτια και μας λέει μην κλαίτε. Θα κάνουμε έτσι Πρωτοχρονιά. Ήταν το 1917. Βέβαια κανείς δεν μπορούσε να κοιμηθεί στην κατάσταση που είμασταν. Τα παιδιά, όμως, μπορέσαμε όπως μας είχαν οι γονείς μας στην αγκαλιά τους»(...)


Τα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου αναφέρονται για τη ζωή της στην Ελλάδα. Πως κατάφερε με πολλές κακουχίες και με πολλούς κινδύνους να χωριστούν τα αδέλφια και να ανατραφούν από άλλες οικογένειες να ορθοποδήσουν τελικά και με τον ερχομό και του πατέρα τους στην Ελλάδα να καταφέρουν να χτίσουν μια νέα οικογενειακή εστία στην Καβάλα με τον πατέρα τους να ξαναφτιάχνει τη ζωή του νυμφευόμενος εκ νέου. Γλαφυρές είναι οι περιγραφές, προφανώς σημαντικά στοιχεία για την εξέλιξη της προσωπικής της ζωής, για την προσπάθεια πολλών νεαρών να την προσεγγίσουν και να την αρραβωνιαστούν και πως τελικά ο μετέπειτα σύζυγος της Χαράλαμπος μετά από πολλές δυσκολίες και χάρη στην επιμονή του κατάφερε να την κερδίσει και να την παντρευτεί.

Θα νόμιζε κανείς ότι τελείωσαν τα βάσανα των ανθρώπων αυτών που πέρασαν τόσα δεινά και ότι η ζωή που τόσα τους στέρησε τους έδειχνε το αισιόδοξο πρόσωπο της. Δυστυχώς δεν εξελίχθηκαν έτσι τα πράγματα. Ο πατέρας της πεθαίνει στα χέρια της σε ηλικία 57 ετών την Πρωτοχρονιά του 1931, η ίδια κλονίζεται σοβαρά και αρρωσταίνει ενώ στην πορεία χάνει και το πρώτο της παιδί που ήταν πέντε μηνών. Όλες αυτές οι κακουχίες και οι απώλειες δημιουργούν ένα πλαίσιο δυστυχίας το οποίο με πολύ κόπο και η πρωταγωνίστρια μας, αλλά και όλοι οι πρόσφυγες κατάφεραν να ξεπεράσουν.

Με άλλα λόγια η διήγησή της για τα χρόνια στην Ελλάδα αποτελεί μια φωτογραφική αποτύπωση της προσφυγικής Ελλάδος την περίοδο του μεσοπολέμου και της περιόδου της γερμανικής κατοχής, με την πείνα και τις εκτελέσεις. Για αυτή την περίοδο της γερμανικής κατοχής εισφέρει τις εμπειρίες του και ο γιος της Αναστασίας, ο οποίος έζησε τα γεγονότα σε νεαρή ηλικία και χάρη στην επιμέλεια του οποίου εκδόθηκαν στο παρόν βιβλίο οι σημειώσεις της μητέρας του.

Η ίδια κλείνει την περιγραφή της με το παρακάτω:

«Εδώ τελειώνω με τις περιπέτειες μου και μαζί μ’ αυτά που γράφω βάζω και μία φωτογραφία με όλους τους συμπατριώτες μας που ήταν αντάρτες στα βουνά του Πόντου. Ήταν και πολλοί άλλοι αλλά δεν γλυτώσανε από τους Τούρκους. Από την Σαμψούντα ήλθαν λίγοι άντρες και γυναικόπαιδα. Ήμασταν με τους περισσότερους στη φωτογραφία συγγενείς και ανάμεσά τους είναι και ο Χαράλαμπος. Αυτοί που γλύτωσαν τραβήξανε μαρτύρια με όνειρό τους την Ελλάδα, ενώ με το ίδιο όνειρο σφαχτήκανε, κρεμαστήκανε, σκοτώθηκαν και πέθαναν στις εξορίες χιλιάδες Πόντιοι. Εύχομαι τα παιδιά μας που γεννήθηκαν στην Ελλάδα να τη δουν όπως εμείς την ονειρευόμασταν»(...).

Το γεγονός ότι η Αναστασία συνέγραψε τις σημειώσεις αυτές σε προχωρημένη ηλικία αποκαλύπτει και κάτι ακόμη που το γνωρίζουμε και από άλλες μαρτυρίες. Ότι υπάρχει ένας καημός να ακουστεί η ιστορία τους και ν’ αναγνωριστεί το τραύμα που υπέστησαν. Ακόμη και σε εκείνους τους πρόσφυγες που στο αρχικό στάδιο υπήρχε η άρνηση διηγήσεων σχετικών με τη Γενοκτονία γεγονός πολύ συχνό, όσο πλησίαζαν στο βιολογικό τους τέλος, εκμυστηρεύονταν τα γεγονότα στα παιδιά τους, επιθυμώντας να διατηρηθεί η ιστορική μνήμη. Το τραύμα αυτό λοιπόν της πρώτης γενιάς, διαγενεακό πια, καθώς μεταφέρθηκε απ’ τη μια γενιά στην άλλη, παραμένει και δεν έχει επουλωθεί πλήρως. Επηρεάζει τη μνήμη, τη ζωή και την ταυτότητα των προσφύγων.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ολιγωρία ή και η άρνηση για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας και η μη έμπρακτη μεταμέλεια του θύτη αποτελεί σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα για τη λύτρωση από το συγκεκριμένο τραύμα. Η άρνηση με άλλα λόγια δεν είναι απλώς η απουσία της αλήθειας, είναι διαδικασία διαιώνισης και εμβάθυνσης του τραύματος. Το παρόν βιβλίο παρά τις συγκλονιστικές δυσκολίες και τους θανάτους που περιέχει στις σελίδες του, συμβάλλει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο να γίνει αντιληπτό από τη μια το βαθύ αυτό προσφυγικό τραύμα, αλλά και από την άλλη πλευρά, ότι η σκληρή προσπάθεια, ο μεγάλος τους κόπος και η ιώβεια υπομονή αυτών των ανθρώπων τους κατέστησαν αξιοθαύμαστα παραδείγματα για το πως πρέπει να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες της ζωής μας.

Συγχαίρω λοιπόν και τον υιό, Θρασύβουλο Χαρ. Μητσίδη, που επιμελήθηκε τις σημειώσεις της μητέρας του αλλά και τον εκδότη της «Κασταλίας», Σεραφείμ Χ. Μηχιώτη, που προέβησαν στην έκδοση του παρόντος βιβλίου.


[1] Βλ. στις εξής σελίδες του βιβλίου 15, 41, 47, 52, 55, 56.


Οι Εκδόσεις «ΚΑΣΤΑΛΙΑ» σάς προσκαλούν στην εκδήλωση επίσημης παρουσίασης του βιβλίου της Αναστασίας Θρασ. Ασπρίδου, συζ. Χαραλάμπου Μητσίδου «ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΝΤΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Όσα έζησε, είδε και άκουσε ένα μικρό κορίτσι», επιμέλειας Θρασυβούλου Χαραλ. Μητσίδη, η οποία πραγματοποιείται ανήμερα της επετείου γενοκτονίας των Ποντίων.

Στην εκδήλωση, η οποία θα διεξαχθεί την Πέμπτη, 19 Μαίου 2022 και ώρα 20:00-21:00 στο χώρο εκδηλώσεων του Παζαριού Βιβλίου στην Πλατεία Κλαυθμώνος στην Αθήνα (Οδός Σταδίου), ομιλητές θα είναι οι:

-Ιωάννης Ερμόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής Σχολής Πολιτικών Μηχανικών ΕΜΠ και μέλος ΔΣ της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών

-Σοφία Κ. Μωραΐτη, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας, Φιλόλογος, Γενική Γραμματέας Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

-Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας ΕΚΠΑ

Την εκδήλωση θα συντονίσει ο επιμελητής της έκδοσης, Θρασύβουλος Μητσίδης

 Εκδοτικός-Εμπορικός Οίκος «ΚΑΣΤΑΛΙΑ»
 Σταδίου 33- Αθήνα- ΤΚ 10559
E-Mail: info@kastaliaeditions.gr
Τηλ: 210/3215280-3247945 Φαξ: 210/3215281-3315176



Από τις "ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ"
 του συναδέλφου Παντελή Σαββίδη


1.-ΓΕΝΙΚΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ


Έρχονται στιγμές που η ανάγκη αναφοράς στο παρελθόν είναι έντονη.

Μαρσέλ Προύστ: το ταξίδι δεν σημαίνει καινούρια μέρη αλλά να έχεις καινούρια ματιά.

2.-ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Η Αναστασία Ασπρίδου Μητσίδου, γράφει και περιγράφει όλα όσα έζησε από την παιδική ηλικία ως το τέλος της ζωής της.

Το βιβλίο είναι ένα ταξίδι. Αυτό το ταξίδι θα κάνετε όσοι το διαβάσετε.

Μια περιδιάβαση της ζωής στις χαμένες πατρίδες του Πόντου.

Τόπος γέννησης το προάστιο της Άνω Αμισού (Κατήκιοι)στην Αμισό (Σαμψούντα), με παρουσία Ελλήνων από την αρχαιότητα ως το 1923

Η Ανάστα ακολουθεί τα μέλη της οικογένειας στην εξορία και διανύει μαζί με όλους όσοι καταφέρνουν να επιζήσουν 228 χιλιόμετρα μέσα από τα βουνά του Πόντου.

Βιώνει την κακουχία, τη στέρηση, την πανδημία, τον θάνατο.

Με την περιγραφή των δεινών του Πόντου τελειώνει η πρώτη φάση της ζωής της.

Η δεύτερη φάση δεν είναι άμοιρη νέων δεινών σε διαφορετικό τόπο αυτήν τη φορά.

Από τον Πόντο στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στον ελλαδικό χώρο.

Και εδώ αναδύονται οι ευθύνες του ελλαδισμού. Οι ευθύνες όσων έχουν την αντίληψη της μικράς Ελλάδος.

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε θεματικές ενότητες που αναφέρονται στα μέρη της εξορίας.

Όταν επέστρεψαν μετά από χίλια βάσανα από την πρώτη εξορία, νέες συμφορές ανέτρεπαν τα πάντα.

3.-ΛΙΓΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η Αμισός ιδρύθηκε κάπου το 562-564 π.χ. από εμπόρους της Μιλήτου.

Οι Έλληνες αποίκισαν τον Πόντο ως δεύτερο αποικιακό χώρο. Οι πρώτες αποικίες έγιναν στα παράλια της Μικράς Ασίας. Και από εκεί, οι άποικοι αποίκισαν και νέες περιοχές.

Για ένα διάστημα ο Αμισός λεγόταν και Πειραιάς. Όπως και η δική μας πόλη λέγεται Τρίπολη.

Οι Μιλήσιοι ήταν άποικοι από την Αθήνα.

Σήμερα η Αμισός (Σαμψούντα) λέγεται Καράσαμψον.

4.-Η ΑΦΗΓΗΣΗ

Αμελέ Ταμπουρου

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1916 τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα. Τα παλικάρια έφευγαν στα βουνά και με λεφτά που έστελναν οι δικοί μας στην Ελλάδα, τους έστελναν όπλα από την Ελλάδα.

Οι άντρες του Τοπάλ Οσμάν πήγαιναν στα σπίτια των πλούσιων Ελλήνων τους έσφαζαν και έπαιρναν τα χρήματα και τα χρυσαφικά τους.

Στο σπίτι που είχαν καλέσει τον Τοπάλ Οσμάν, φέρανε το βράδυ έναν σημαντικό Έλληνα που τον είχαν φυλακή. Για διασκέδαση τον βασάνισαν, του βγάλανε τα μάτια και τα δόντια και ενώ ήταν ζωντανός τον έβαλαν σε τσουβάλι και τον πέταξαν στη θάλασσα.

Το Κατήκιοι ή Άνω Αμισός κατοικούνταν αποκλειστικά από Έλληνες. Φαίνεται ότι αποτέλεσε τον πρώτο στόχο μετά την σφαγή των Αρμενίων.

Είναι απίστευτο πως ένα παιδάκι 6 ετών και ο αδελφός της ηλικίας 3 ετών περπάτησαν μια απόσταση 228 χιλιομέτρων.

Μετά την εξορία των κατοίκων της Αμισού, ακολούθησαν συλλήψεις και απαγχονισμοί προκρίτων της Αμισού. Να εξαφανισθεί η ηγεσία ενός λαού.

Υπήρξε και δεύτερη φάση από το 1919, όταν έφθασε στην Σαμψούντα ο Κεμάλ μέχρι το 1922.

Νέες εξορίες ανδρών, εκτελέσεις, απαγχονισμοί. Κάψιμο χωριών σφάξιμο των κατοίκων τους κυρίως από τους άτακτους τσέτες του άθλιου υποκειμένου Τοπάλ Οσμάν.

Είναι αξιοσημείωτο ότι στο βιβλίο, και σε άλλες μαρτυρίες αναφέρονται και η βοήθεια που παρείχαν καθημερινοί Τούρκοι.

Παρουσιάζεται, ακόμη, παραστατικά μια εικόνα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων.

Με την καταστροφή της Σμύρνης όλα ανατρέπονται.

Ο Πόντος παύει να υπάρχει για τους Έλληνες και τα δύο παιδιά, η Αναστασία και ο αδελφός της, μόνα και ορφανά, ακολουθούν τη μοίρα τους.

Αγοράζουν εισιτήρια για την Κωνσταντινούπολη.

Οι μεγάλοι απασχολημένοι με τις οικογένειές τους τα προσπερνούν.

Ένας Τούρκος αξιωματικός τα βοηθά.

Και ένας άλλος μέσα στο πλοίο τα προσφέρει φαγητό.

(Σε λαϊκό επίπεδο υπήρχαν και καλοί Τούρκοι. Ποιοι, όμως, και πόσοι ήταν από αυτούς Τούρκοι;)

Όπως όλοι αυτής της γενιάς η Ανάστα συνέχισε να αγωνίζεται για την καθημερινότητά της μέσα σε ένα περιβάλλον, πολλές φορές, εχθρικό, ακόμη και στην Πατρίδα.

Συνηθισμένο φαινόμενο. Όπως και η εγκατάλειψή τους ακόμη και από τους συγγενείς τους. Οι στιγμές είναι δύσκολες. Ο σώζων εαυτόν…

Η Αναστασία παραθέτει, απλώς, τα γεγονότα. Δεν τα αξιολογεί. Ίσως να μην μπορεί, ίσως να μην θέλει. Θέλησε να τιμήσει την οικογένεια και τους φίλους της. Να πει την αλήθεια όπως την έζησε. Θα ένοιωσε και ένα χρέος στον εαυτό της.

«Εδώ τελειώνω με τις περιπέτειές μου και μαζί με αυτά που γράφω βάζω και μια φωτογραφία με όλους τους συμπατριώτες μας που ήταν αντάρτες στα βουνά του Πόντου. Ήταν και πολλοί άλλοι αλλά δεν γλυτώσανε από τους Τούρκους.

Από τη Σαμψούντα ήρθαν λίγοι άντρες και γυναικόπαιδα. Ήμασταν με τους περισσότερους στη φωτογραφία συγγενείς και ανάμεσά τους είναι και ο Χαράλαμπος.

Αυτοί που γλύτωσαν τράβηξαν μαρτύρια με όνειρό τους την Ελλάδα, ενώ με το ίδιο όνειρο σφαχτήκανε, σκοτώθηκαν και πέθαναν στις εξορίες χιλιάδες Πόντιοι.

Εύχομαι τα παιδιά μας που γεννήθηκαν στην Ελλάδα να την δουν όπως εμείς την ονειρευθήκαμε».

5.-ΜΕΡΙΚΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η Ανάστα είχε έναν θείο πολύ κωμικό. Τον έλεγαν Καραγιάννη. Ήταν θείος της Μάρθας Καραγιάννη.

Άξια τέκνα του Κατίκιοι: Κρομυδόπουλος, διευθυντής στα τρένα.

Θεόδωρος Γαροφαλίδης, διάσημος ορθοπεδικός και καθηγητής Πανεπιστημίου, παντρεύτηκε την αδελφή του Ωνάση.

6.-ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ

Η ηγεσία των νεότουρκων είχε αποφασίσει να διαμορφώσει ένα εθνικά ομοιογενές κράτος. Και αυτό περνούσε μέσα από την εκκαθάριση των χριστιανικών λαών της Ανατολής. Ελλήνων, Αρμενίων, Ασσυρίων. Ή τον εκτουρκισμό τους.

Στο τουρκικό κράτος είναι ζήτημα αν το 1/3 είναι Τούρκοι. Οι υπόλοιποι είναι διάφορες μικρασιατικές λαότητες που εκτουρκίσθηκαν με τη βία. Δυστυχώς, και Ρωμιοί.

Τους εξόντωναν, απλώς, και μόνο επειδή ήταν Έλληνες.

Ο ρόλος της Γερμανίας ήταν καταστροφικός.

Οι Γερμανοί έδωναν ιδέες στους Τούρκους.

Ο ανθελληνικός διωγμός το 1914 πρώτος σταθμός στην μετεξέλιξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Η σατανική μέθοδος των αμελέ ταμπουρου

Ο Βενιζέλος κατάλαβε ότι θα εξόντωναν τον ελληνικό πληθυσμό. Ήταν ένας απ τους λόγους που πραγματοποίησε την Μικρασιατική Εκστρατεία.

Η Ελλάδα δεν μπόρεσε να υπερασπίσει τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας.

7.-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η Αναστασία είναι η γυναίκα που έζησε την καταστροφή του ελληνισμού της Ανατολής. Γι αυτό κι η ιστορία της είναι αληθινή. Η αφήγησή της ανήκει στην μικροϊστορία, την οποία μπορεί να αξιοποιήσει κατάλληλα ο ιστορικός.

Ανήκει, όμως, και στο σώμα όλων εκείνων των ανθρώπων που έζησαν την τραγωδία και θέλουν να την διηγηθούν. Γιατί; Γιατί δεν μπόρεσαν να πιστέψουν ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει τέτοιο θηρίο. Δεν χωράει το μυαλό τους ότι μπορεί να υπάρξει κάποιος τύπος σαν τον Τοπάλ Οσμάν. (Σαν αυτόν είναι πολλοί στο τουρκικό βαθύ κράτος)

Ο προορισμός του ανθρώπου δεν είναι πια ένα μέρος αλλά ένας καινούριος τρόπος να βλέπω τα πράγματα», έγραψε ο Ελύτης.

Αυτός ο καινούριος τρόπος θέασης της πραγματικότητας είναι διάχυτος στο βιβλίο.

Το καλό και το κακό, το φως και το σκοτάδι, η ζωή και ο θάνατος εναλλάσσονται.

Μάχιμη η ηρωϊδα μέχρι το τέλος.

Προφανώς και η ίδια, όπως όλοι όσοι ήρθαν μαζί της από τον Πόντο, όταν αναφέρονται στον Πόντο χρησιμοποιούν την λέξη Πατρίδα. Αλλά και όταν αναφέρονται στην κυρίως Ελλάδα μιλούν για Πατρίδα.

Οι Πρόσφυγες έχουν την δύσκολη μοίρα να έχουν δύο πατρίδες. Που στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου ήταν και είναι μία και ενιαία.

Η ιστορία, ίσως και οι άνθρωποι δεν φρόντισαν ή δεν τα κατάφεραν να περιλάβουν σε μια πατρίδα το σύνολο του ελληνισμού.

Αυτή είναι η ελληνική τραγωδία την οποία βιώνουν πολλοί και σήμερα. Και αναζητούν μια νέα μεγάλη ιδέα. Όχι πολεμική και κατακτητική. Μια Μεγάλη Ιδέα που θα δώσει πνοή στον ελληνισμό. Θα δώσει πνοή σε έναν λαό που φέρει βαρύ πολιτισμικό φορτίο.

Η Αναστασία γεννήθηκε στην Αμισό το 1910 και πέθανε στην Αθήνα το 1995. Σε ηλικία 85 ετών. Θυμόταν, τουλάχιστον, την ηλικία της. Υπήρχαν και άλλοι, λίγο μεγαλύτεροι που δεν γνώριζαν καν πότε γεννήθηκαν ούτε βρέθηκε κανείς να τους το πει.

Έγραψε αυτές τις σημειώσεις που έγιναν βιβλίο λίγα χρόνια πριν το τέλος της ζωής.

Το χειρόγραφο το βρήκε ο γιός της Θρασύβουλος Μητσίδης και θέλησε να το εκδώσει.

Σε ένα δικό του σημείωμα στην αρχή του βιβλίου ο γιός αναρωτιέται πως η μητέρα του κατάφερε να το γράψει ενώ δεν ήξερε γράμματα. Και εδώ είναι το ερώτημα: ποια εσωτερική δύναμη, ποια ανάγκη έκανε αυτήν- μάλλον και αυτήν- την γυναίκα, να θέλει να πει την τραγική ιστορία της;

Στο σημείωμα του γιού υπάρχει μια αξιοσημείωτη παρατήρηση. Γράφει:

«Γνωρίζω ότι έχουν γραφεί πολλά για τον Πόντο και τους Πόντιους και τα δεινά και μαρτύρια που έχουν υποστεί. Γι αυτό και όταν ξαναβρήκα το χειρόγραφο δεν το χρησιμοποίησα ευρύτερα γιατί θεώρησα ότι δεν θα προσέφερε πολλά. Επειδή, όμως, συνεχίζεται να αμφισβητούνται ή να παρουσιάζονται με διαφορετικό τρόπο τα γεγονότα που σημάδεψαν τους Πόντιους την περίοδο 1914-1924, αποφάσισα να το δημοσιοποιήσω».

Στην αφήγηση της Ανάστας δεν υπάρχουν σκοπιμότητες όπως στα έργα πολλών ιστορικών. Δυστυχώς, πολλοί που ασχολούνται με το θέμα υποκύπτουν σε ιδεολογικές ή κομματικές σκοπιμότητες.

Από την ανάγνωση του βιβλίου θα μάθετε τα γεγονότα ωμά. Χωρίς καμιά σκοπιμότητα. Μια γυναίκα που έζησε την τραγωδία που αφηγείται θέλει να πει μόνο την αλήθεια. Και αν δεν θέλουμε να διαμορφώνουμε ψευδαισθήσεις από τις αναγνώσεις μας, τέτοια βιβλία δεν μπορεί να τα αφήνουμε απαρατήρητα.

Συνάμα με τη Γενική Ιστορία, η Μικροϊστορία έχει να προσφέρει πολλά στην προσέγγιση του δραματικού ζητήματος της Ποντιακής Γενοκτονίας. Τα “όσα έζησε, είδε και άκουσε ένα μικρό κορίτσι η Αναστασία -Ασπριδου Μητσίδου σε ηλικία 6 ετών, προσφέρουν την αμεσότητα και τη βιωματικότητα που έχει ως πλεονέκτημα η μικροϊστορική αφήγηση. Η ψηφίδα μνήμης της μητέρας του που φέρνει στο φως ο Θρασύβουλος Μιτσίδης έρχεται να προστεθεί σε μία (σχετικά μικρή) σειρά τέτοιων προσωπικών αφηγήσεων της ποντιακής γενοκτονίας όπως εκείνες τις Ταμάμα και της Σάνο Χάλο. Ιι προσωπικές αυτές καταθέσεις μνήμης βάζουν τον αναγνώστη στο κλίμα της εποχής και από παθητικό γνώστη και συλλέκτη πληροφοριών τον μεταβάλλουν σε ενεργό “αυτόπτη” των συγκλονιστικών προ- γεγονότων μεταφέροντας τον τέλος νοερά από τον Πόντο στην Ελλάδα. Άλλωστε, ο καλύτερος τρόπος για να προσεγγίσεις το τραύμα της μικρασιατικής καταστροφής και να λογαριαστείς με τα ακραία γεγονότα της είναι να χρησιμοποιήσεις μεταφορικά μέση φωνή και υβριδικές μορφές ιστορίας, μνήμης και λογοτεχνίας που έχουν τον χαρακτήρα αναπαράστασης και οι οποίες βρίσκονται συναισθηματικά πλησιέστερα προς την τραυματική πραγματικότητα”.

Είναι ένα δύσκολο, στενάχωρο ταξίδι. Αλλά ας αναλογιστούμε αν δικαιούμαστε να ξεχάσουμε.

Μεγαλώσαμε με τις ιστορίες της γιαγιάς και το κρυφό δάκρυ που κυλούσε στα μάτια της όσο εξιστορούσε την τουρκική βαρβαρότητα. Δεν ξέρω για την επόμενη γενιά, αλλά η δική μας δεν δικαιούται να ξεχάσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου