οι κηπουροι τησ αυγησ

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021

Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να γοητεύεται από τον ρόλο του αριστερού «επιτήδειου ουδέτερου» για τη χώρα. Αλλά κάτι τέτοιο προϋποθέτει υψηλού βαθμού εθνικό ρεαλισμό και «κυνισμό», που κανείς δεν μπορεί να ανιχνεύσει σε ξεπερασμένες συλλογιστικές του περασμένου αιώνα...

Από το ημερολόγιό μου στο fb

προ εννέα ετών




ΜΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΑΣ ΑΔΑΜ ΑΠΟ ΤΟΝ "ΕΠΕΝΔΥΤΗ"













Το κείμενο εξωτερικής πολιτικής που παρουσίασε η Κουμουνδούρου είναι ένα ακατέργαστο μείγμα αποσπασματικών απόψεων και τάσεων, που παραπέμπουν κατά κόρον σε αντιλήψεις διεθνούς πολιτικής του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, αλλά δεν έχουν καμιά σχέση με τις πολύπλοκες και σύνθετες ανάγκες που εξυπηρετεί η εξωτερική πολιτική του 21ου αιώνα για κάθε δομημένο κράτος (με τον περιορισμό της συνέχειας και όχι ασυνέχειας της διπλωματίας όσον αφορά την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων του)

.Ο αναχρονισμός των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύεται από μία και μόνη παρατήρηση: από το κείμενο του λείπει οποιαδήποτε αναφορά -ούτε μια λέξη- στην οικονομική διπλωματία της χώρας, που σε αυτόν τον αιώνα αποτελεί την κινητήριο δύναμη, τη «λοκομοτίβα» της εξωτερικής πολιτικής κάθε χώρας, από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, την προσφι¬λή στον ΣΥΡΙΖΑ Λατινική Αμερική, την Κίνα, την Ινδία κ.ο.κ. Κι όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως σύγχρονη δύναμη της ευρωπαϊκής Αριστεράς, που διαθέτει στελέχη με μακρόχρονη θητεία σε διεθνείς οργανισμούς, όφειλε όχι μόνον να έχει προωθημένες θέσεις επί του θέματος, αλλά και νά ασκήσει δημιουργική κριτική στο «παλιό σύστημα», που χρησιμοποίησε την οικονομική διπλωματία της χώρας αποσπασματικά, άτσαλα, με ασυνέχειες και πενιχρά αποτελέσματα.

Ο εύκολος δρόμος

Το κόμμα της σύγχρονης ευρωπαϊκής Αριστεράς, λοιπόν, επέλεξε την ασφαλή μέθοδο των κομμάτων του «παλιού συστήματος» και δεν μπήκε καν στον κόπο να δώσει απάντηση στο πλέον πιεστικό ερώτημα: ποιος είναι ο ρόλος της χώρας μέσα στο σημερινό γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό πλαίσιο της περιοχής και γιατί η Ελλάδα είναι ή δεν είναι μια σημαντική χώρα για φίλους και εχθρούς.

Είναι απορίας άξιο γιατί από την «ανάλυση» του ΣΥΡΙΖΑ απουσιάζει παντελώς η διάσταση της ενεργειακής πολιτικής, αφού η χώρα εκ των πραγμάτων είναι διαμετακομιστικός κόμβος αγωγών μεταφοράς υδρογονανθράκων, είτε από την ξηρά (αγωγοί μεταφοράς υδρογονανθράκων από τη Ρωσία και τις χώρες της Κασπίας) είτε από τη θάλασσα (αγωγοί μεταφοράς αερίου από τα κοιτάσματα Ισραήλ και Κύπρου προς την Ευρώπη). Είναι ηλίου φαεινότερον ότι το μέλλον και η δύναμη της χώρας θα εξαρτηθούν εν πολλοίς από το ενδιαφέρον που θα επιδείξουν τα επόμενα χρόνια στα θέματα αυτά τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα συμφερόντων: ο γερμανορωσικός άξονας στην ενέργεια, έναντι του αμερικανικού. Μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα αναγκαστεί να διαμορφώσει ταχύτατα θέση στο βασικό αυτό θέμα.

Προσεκτικός ο ΣΥΡΙΖΑ, κάνει λόγο για την οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ σε συμφωνία κατ' ανάγκην με τις γειτονικές χώρες και όχι μονομερώς. Αλλά γιατί δεν βρήκε ούτε μια λέξη για τον νόμο Μανιάτη (που αυτοβούλως περιορίζει την ελληνική ΑΟΖ στα χωρικά ύδατα των ανατολικών περιοχών του Αιγαίου), τη στιγμή που έχει την πρόθεση να... πάρει σβάρνα ποικίλους νόμους, διμερείς και διεθνείς συμφωνίες του «προηγούμενου καθεστώτος»;

Παπανδρέϊσμός

Το κείμενο εξωτερικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ διαπνέεται από έναν βαθύ και καχέκτυπο «παπανδρείσμό». Του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1980, εγκαταλείποντας τα σχέδια εξόδου από το NATO και την Ε.Ε., πειραματίστηκε για ένα διάστημα με τη Διαβαλκανική Συνεργασία, την Πρωτοβουλία των Πέντε για την ειρήνη και τον αφοπλισμό, πάντα στο όνομα των λαών, της ειρήνης, της διεθνούς αλληλεγγύης κ.λπ.'Ολα τα εγχειρήματα αυτά εξαφανίστηκαν ως πομφόλυγες από το διεθνές προσκήνιο με το πέρασμα του χρόνου, χωρίς να αποφέρουν κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα για τη χώρα.

Οι ίδιες νεφελώδεις και απλοϊκές σκέψεις για διαβαλκανική συνεργασία, για συνεργασία κρατών από όλο τον πλανήτη, για περιφερειακό πρωταγωνιστή θετικών αλλαγών στις διεθνείς και διακρατικές σχέσεις κ.λπ. φιγουράρουν αφελώς στο κείμενο του ΣΥΡΙΖΑ, που δανείζεται απλόχερα και άνευ νοήματος φράσεις κλισέ του Γ. Παπανδρέου για «ανάληψη διεθνών πρωτοβουλιών» ή για οικολογικούς χάρτες, προστασία περιβάλλοντος του πλανήτη κ.λπ.

Την ίδια γενικόλογη φρασεολογία («πρωτοβουλίες-διάλογο») του «ύστερου ΠΑΣΟΚ» (με το οποίο συνοδοιπόρησε λυσσαλέα, αν και ανεπιτυχώς, υπέρ του Σχεδίου Ανάν στην Κύπρο ο τότε Συνασπισμός) επιλέγει ο τωρινός ΣΥΡΙΖΑ ως βασικό άξονα της πολιτικής απέναντι στην Τουρκία. Από το κείμενο φαίνονται σαφέστατα η αδυναμία και η ολιγωρία του ΣΥΡΙΖΑ να εκτιμήσει συνολικώς τη γειτονική χώρα και την εφαρμοζόμενη πολιτική Ερντογάν.

Ελληνοτουρκικά

Από όλη αυτή την τουρκική πολιτική και το δόγμα Νταβούτογλου, ο ΣΥΡΙΖΑ επιλεγεί πρόχειρα να υπερτονίσει την παρούσα διένεξη Τουρκίας - Ισραήλ, για να αιτιολογησει την επιδίωξη ανάδειξης της Τουρκίας σε ηγεμονική δύναμη. Αλλά και ο πλέον ανενημέρωτος αναγνώστης γνωρίζει ότι η Τουρκία έχει διεισδύει για τα καλά -με βάση την οικονομική διπλωματία της-στα Βαλκάνια, έχει ισχυροποιήσει τον άξονα Μόσχας - Άγκυρας στον ενεργειακό τομέα, συμμετέχει ενεργώς στη διεθνή διένεξη με το Ιράν και τη Συρία, επιχειρεί να βάλει πόδι στα κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου και έχει ισχυροποιήσει σε βάρος της Ελλάδας τη στρατηγική θέση της στο NATO, ενώ είναι μέλος του G20 κ.ο.κ. Το κενό, δηλαδή, που αφήνει η Ελλά¬δα υποχωρώντας το καλύπτει αμέσως η Τουρκία, σε βάρος εθνικών, οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων της χώρας μας στην περιοχή.

Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει παντελώς απροετοίμαστος να αντιμετωπίσει ως σύγχρονο κόμμα εξουσίας το μεγάλο πρόβλημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που -αν και θεωρεί ότι «βρίσκονται σε κρίσιμη καμπή»-τους αφιερώνει μόνον έξι αράδες στο κείμενο. Ευτυχώς, αποσύρθηκαν εγκαίρως από την κυκλοφορία οι ιδέες... στιγμιαίας ευφορίας περί «μορατόριουμ» Ελλάδας-Τουρκίας στον τομέα των εξοπλισμών. Ενα τέτοιο ενδεχόμενο θα ίσχυε μόνον για την Ελλάδα, που αντιμετωπίζει την απειλητική συμπεριφορά της Τουρκί¬ας στο Αιγαίο καθημερινώς. Όχι όμως για την Τουρκία, που μπορεί κάλλιστα να αυξήσει τους εξοπλισμούς της στα άλλα μόνιμα ανοιχτά μέτωπα της, π.χ. Κουρδικό, και να τους «μεταφέρει» -αν χρειαστεί- προς την πλευρά της Ελλάδας.

Μετά το NATO, τι;

Στο θέμα του NATO, ο ΣΥΡΙΖΑ επιλεγεί το μετέωρο βήμα του πελαργού. Δεν επιθυμεί την παραμονή της χώρας στην Ατλαντική Συμμαχία, αλλά δεν τολμά να απαριθμήσει και τις βαριές συνέπειες για τη χώρα από μια πιθανή αποχώρηση, αντίστοιχη με εκείνη τη στιγμιαία αποχώρηση του Κ. Καραμανλή του... πρεσβύτερου από το στρατιωτικό σκέλος τρεις δεκαετίες πίσω, για την οποία η χώρα ακόμα τραβάει τα μαλλιά της και έχει μπει σε έναν φαύλο κύκλο στρατιωτικών δαπανών.

Το παράδοξο στην όλη υπόθεση είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί να τραβήξει η χώρα άλλο δρό¬μο από αυτόν των γειτονικών χωρών. Τη στιγμή που όλες οι βαλκανικές χώρες επιθυμούν -με βαριές συνέπειες- να ενταχθούν διακαώς στο NATO και -πολύ περισσότερο- στην Ευρωπαϊκή'Ενωση ή άλλες χώρες να αυξήσουν τα οφέλη τους με το καθεστώς συνδεδεμένων χωρών, ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι το μέλλον της χώρας είναι εκτός διεθνών οργανισμών, υπερτονίζοντας την «ενεργό συμμετοχή» στον ΟΗΕ, που εκ των πραγμάτων περιορίζεται απλώς σε ετήσιες παρουσίες της Ελλάδας ως μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Κοντολογίς, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να γοητεύεται από τον ρόλο του αριστερού «επιτήδειου ουδέτερου» για τη χώρα. Αλλά κάτι τέτοιο προϋποθέτει υψηλού βαθμού εθνικό ρεαλισμό και «κυνισμό», που κανείς δεν μπορεί να ανιχνεύσει σε ξεπερασμένες συλλογιστικές του περασμένου αιώνα...

Ειναι να απορεί κανείς, που οι παλαιομοδίτικες θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ γιά τα θέματα της εξωτερικής και της αμυντικής πολιτικής της χώρας, θέσεις οι οποίες συνιστούν τελικώς δυνάμει κίνδυνο εις βάρος των εθνικών συμφερόντων της χώρας, δεν έχουν συγκεντρώσει ακόμη την απαιτούμενη κριτική των ΜΜΕ και τελικώς την ανησυχία των Ελλήνων πολιτών. Από την άποψη αυτή, το άρθρο του π. Δημάρχου Αθνών και Υπουργού θα έπρεπε να είναι ένα από τα πολλά. Τόσοι Υποιυργοί Εθνικής Άμυνας τα τελευταία χρόνια, τόσοι Επίτιμοι Αρχηγοί Γενικών Επιτελείων, τόσοι στρατιωτικοί αναλυτές, πώς επιτρέπουν εις εαυτούς να σιωπούν; Οι πειραματισμοί πρέπει να σταματούν εις το επίπεδο αυτών που τους επιχειρούν, να μην βλάπτουν όλους τους υπόλοιπους.

Γιά την αντιγραφή

Σεραφείμ Χ. Μηχιώτης



Kαι η τότε κριτική του Νικήτα Κακλαμαμάνη



ΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΘΥΜΑΤΑΙ τις δραματικές ημέρες του Δεκεμβρίου του 2008, όταν η πρωτεύουσα της χώρας κάηκε από κάποιους -ελληνόφωνους και μη- βανδάλους, οι οποί¬οι θεώρησαν πως η τραγική δολοφονία ενός μικρού παιδιού θα έπρεπε να οδηγήσει στην κατάλυση του κράτους, της ασφάλειας και του δικαιώματος ιδιοκτησίας χιλιάδων συμπολι-τών μας ανά την επικράτεια και ιδιαιτέρως στην όμορφη πόλη μας;

Ποιος δεν θυμάται πως εκείνες τις δύσκολες ώρες, όταν η Ελλάδα δοκιμαζόταν τόσο ως προς την ανθεκτικότητα της δημοκρατίας της όσο και ως προς την αξιοπιστία της κρατικής της μηχανής, υπήρξαν κάποιοι εκ του πολιτι¬κού φάσματος οι οποίοι, ρίχνοντας λάδι στη φωτιά, στην ουσία έδωσαν συγχωροχάρτι σε όλους εκείνους οι οποίοι θεώρησαν την Αθήνα λάφυρο προς απόκτηση; Ποιος θα ξεχάσει τον κύριο Τσίπρα, δυνητικό πρωθυπουργό της χώρας, πιθανό εταίρο ενός κυβερνητικού σχηματισμού ή ηγέτη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με φόντο μια φωτογραφία του Τσε Γκεβάρα, στην ουσία να υποστηρίζει τους επιδρομείς και να υπογραμμίζει πως για όλα φταίει η... Δεξιά;

ΑΠΟ ΤΟΤΕ δεν πέρασε πολύς καιρός και οι δραματικές εξελίξεις στη χώρα μας ανάγκασαν, διότι περί εξαναγκασμού πρόκειται, τον ΣΥΡΙΖΑ να υποδυθεί πως αποτελεί κόμμα εξουσίας και όχι διαμαρτυρίας. Η εκτίναξη δε του συγκεκριμένου κόμματος στη δεύτερη θέση του πολιτικού μας συστήματος το εξανάγκασε και σε μία ακόμα μεγαλύτερη θυσία, να προχωρήσει στη σύνταξη κυβερνητικού προγράμματος μετά τις εκλογές του Μαΐου.

Όταν όμως ένα κόμμα αποφασίζει να εκπονήσει κυβερνητικό πρόγραμμα μετά και όχι πριν από εκλογές, και αυτό το κάνει προφανώς για να προλάβει τις επόμενες, που είναι έναν μήνα αργότερα, είναι προφανές πως θα υποπέσει σε σοβαρά «λάθη», τα οποία δυστυχώς για εμάς θα επηρεάσουν όχι την Κουμουνδούρου, αλλά ολόκληρη τη χώρα, ειδικότερα όταν πρόκειται για προγραμματικές εξαγγελίες οι οποίες έχουν να κάνουν με την άμυνα και την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας. Εάν, δε, προσθέσουμε και την παραδοσιακή απέχθεια του συγκεκριμένου χώρου προς οτιδήποτε έχει να κάνει με την έννοια του «κράτους», του «έθνους», των «Ενόπλων Δυνάμεων» και της «σημαίας», τότε το μείγμα γίνεται εκρηκτικό και άκρως επικίνδυνο για τον καθένα και την καθεμία από εμάς, ξεχωριστά και ως σύνολο. Από πού να αρχίσει και πού να τελειώσει κανείς για το συγκεκριμένο θέμα; Αρκεί να αναφερθούμε σε τρία μόνο ζητήματα για να αντιληφθεί ο καθείς από εμάς, όσο ανενημέρωτος και αν είναι για τον συγκεκριμένο τομέα, την επικινδυνότητα των «προτάσεων» αυτών.

ΠΡΩΤΟΝ, ο κύριος Τσίπρας μάς ενημερώνει πως σκοπός της... κυβέρνησης του θα είναι να βγάλει τη χώρα από το NATO. Δεύτερον, η όλη του ρητορική υπογραμμίζει πως θα καταργήσει στην ουσία τις εξοπλιστικές δαπάνες, ενώ θα θεσπίσε ιτον... συνδικαλισμό στο στράτευμα.

Όλα αυτά καλά και ωραία, για μία Ελλάδα η οποία θα συνόρευε μετο Βέλγιο και το... Λουξεμβούργο. Ας μας εξηγήσουν όμως ο κύριος Τσίπρας και οι σύμβουλοι του, βρίσκεται ή όχι η χώρα στην πλέον καυτή ζώνη της Ευρασίας; Έχει απέναντι της μία αναθεωρητική νεοθωμανική Τουρκία, η οποία το μόνο που περιμένει είναι η επίσημη κατάρρευση της χώρας για να εκμεταλλευτεί την περίσταση, όπως έχει αποδείξει η Ιστορία πως πράττει έως τώρα; Συμφέρει τη χώρα να εγκαταλείψει την πλέον ισχυρή -και ίσως μοναδική- στρατιωτική συμμαχία στον πλανήτη και, έστω ότι το κάνει, τι μας προτείνουν στον ΣΥΡΙΖΑ, να στραφούμε στην Κίνα ή στη Ρωσία; Αυτούς σε τελική ανάλυση τους... ρωτήσαμε εάν μπορούν και με ποιους όρους να μας υποστηρίξουν από τη στιγμή που βρισκόμαστε εν τω μέσω μίας νατοϊκής «λίμνης» όπως είναι η Ανατολική Μεσόγειος;

ΕΣΤΩ ΛΟΙΠΟΝ πως φεύγουμε από το NATO, μπορεί κάποιος να μας εξηγήσει τη λογική της διάλυσης της σχέσης με το Ισραήλ, τη μόνη δύναμη που φαίνεται να έχει τη θέληση να μας βοηθήσει σε μία κρίσιμη στιγ¬μή; Μήπως είπε κάποιος στην Κουμουνδούρου πως για να είμαστε «φίλοι» των Αράβων θα πρέπει να τα χαλάσουμε με το Τελ Αβίβ; Δηλαδή δεν βλέπουν πως όλος ο αραβικός κόσμος, εκτός από τα «τσιράκια» της Τουρκίας, κάνει δουλειές με το Ισραήλ; Και, εάν συμβεί κάτι με την Τουρκία, ποιος θα μας βοηθήσει, μήπως η... Παλαστινιακή Αρχή θα είναι σε θέση να το κάνει; Και για να ολοκληρώσουμε το θέμα «Ισραήλ», τον σύντροφο Χριστόφια τον ρώτησε ο κύριος Τσίπρας, δεν είναι η Κύπρος αυτή που μας έδειξε τον δρόμο ή μήπως θα πείσει τους Κυπρίους να φερθούν... προοδευτικά και να σταματήσουν και αυτοί τη συνεργασία;

ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ακόμα να μας εξηγήσει πώς σκοπεύει να φτιάξει το ταμείο από τους υδρογονάνθρακες που θα εξορύξει, χωρίς να έχει την υποστήριξη των Η Π Α και των Κυπρίων και του Ισραήλ για να προχωρήσει στις έρευνες. Αφού, δε, θα φύγουμε από το NATO αλλά και θα κόψουμε τις γέφυρες με το Ισραήλ, αντί να κοιτάξουμε την αυτόνομη αμυντική μας ικανότητα, η οποία θα αντισταθμίσει την έλλειψη συμμάχων, θα καταργήσουμε τους εξοπλισμούς και θα μετατρέψουμε τις.'Ενοπλες Δυνάμεις σε δημόσια υπηρεσία, μέσω του συνδικαλισμού. Ό,τι και να πει κάποιος είναι λίγο. Καταλήγοντας, δεν μπορεί κάποιος να μη φέρει στον νου του πως τέτοιου είδους «πειράματα» μαθητευόμενων μάγων και «ρίσκα» (κατά τον κύριο Μπαλάφα), αδαών περί της επιστήμης των Διεθνών Σχέσεων, της γεωπολιτικής, της στρατηγικής, αλλά και της κοινής λογικής, πήρε και ο Μακάριος, με αποτέλεσμα η «ουδέτερη» Κύπρος να δεχθεί την επίσκεψη του... Αττίλα, χωρίς να μπορεί ή να θέλει κανείς να αντιδράσει. Αυτό θέλουμε γιά την Ελλάδα μας;






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου