οι κηπουροι τησ αυγησ

Τετάρτη 13 Απριλίου 2022

Η Ελλάδα οφείλει, μετά την ελπιζόμενη λήξη του πολέμου, να απαιτήσει από τον ΟΗΕ, τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε πολύ υψηλούς τόνους, την άμεση απομάκρυνση των κατοχικών στρατευμάτων της Τουρκίας από την Κύπρο, σε εκτέλεση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας ή την επιβολή σκληρών οικονομικών κυρώσεων απέναντί της, μέχρι και πάγωμα ή αποβολή της από το ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να μπλοκάρουν την ενταξιακή πορεία του «πονηρού και πλεονέκτη» γείτονά μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η επανένωση της Κύπρου μετά από 48 χρόνια κατοχής του 37% του εδάφους της, πρέπει να γίνει προτεραιότητα της Ευρώπης, με όρους δίκαιης λύσης, για μια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα να απαιτήσουμε την παύση του τουρκικού επεκτατισμού στο Αιγαίο και στον θαλάσσιο χώρο που δικαιούται η Ελλάδα, κατά το ισχύον Δίκαιο της Θάλασσας....




Η εισβολή στην Ουκρανία και ο νέος Ψυχρός Πόλεμος. 
Διεθνές Δίκαιο και Διπλωματία απέναντι στη χρήση βίας.

Του Δρος  Βενιαμίν Καρακωστάνογλου*

Η
απρόκλητη και μεγάλης κλίμακας Ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί μία απόλυτα καταδικαστέα ενέργεια, η οποία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την καταγγελλόμενη προηγηθείσα χρήση βίας στις δύο επαρχίες του Ντονμπάς (Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ) που αυτονομήθηκαν από το 2014. Το Διεθνές Δίκαιο και η Διπλωματία των Διεθνών Οργανισμών παρέχει μέσα για εφαρμογή των Διεθνών Συμφωνιών και την εποπτεία της τηρήσεώς τους, τα οποία προφανώς ούτε εξαντλήθηκαν, αλλά ίσως ούτε καν χρησιμοποιήθηκαν με σοβαρό και αποφασιστικό τρόπο. Ο ΟΗΕ, κυρίως, αλλά και το Διεθνές Δικαστήριο, το Συμβούλιο Ασφαλείας, ο ΟΑΣΕ, οι μέθοδοι πολιτικής διαμεσολάβησης και οι απευθείας διαπραγματεύσεις, θα μπορούσαν να είχαν αξιοποιηθεί για τον εντοπισμό των όποιων παραβιάσεων των Συμφωνιών του Μινσκ (2014,2015) και τον καταλογισμό ευθυνών, όπως και για την λήψη πρόσθετων μέτρων και αποφάσεων για την οριστική διευθέτηση των ανοιχτών ζητημάτων και ικανοποίηση των νόμιμων και εύλογων επιδιώξεων των δύο χωρών. 

Αυτό προφανώς δεν έγινε για δύο πιθανούς λόγους: 
  • Η μεν Ρωσία ήθελε να αξιοποιήσει τη δεδομένη στρατιωτική υπεροχή της, ώστε να επιτύχει 4 στόχους που γνώριζε ότι δεν είναι συμβατοί με το Διεθνές Δίκαιο (νομιμοποίηση της προσάρτησης της Κριμαίας, αποδοχή της απόσχισης του αυτονομημένου τμήματος του Ντονμπάς, εγκατάλειψη της συνταγματικής επιδίωξης για ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και οριστική ουδετερότητα με αφοπλισμό της χώρας). Έτσι θέλησε, με την απειλή χρήσης βίας αρχικά και με την εισβολή στη συνέχεια, να επιτύχει με εξαναγκασμό τους στόχους της. 
  • Από την πλευρά της η Ουκρανία, πιστεύοντας ότι έχει το Διεθνές Δίκαιο αλλά και τη Δύση (ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση) με το μέρος της, δεν θέλησε να επιδιώξει μία συναινετική λύση, που δεν θα ήταν συμβατή με τη διεθνή νομιμότητα και θα την καθιστούσε υποτελή προς τη Μόσχα, μειώνοντας την εδαφική της επικράτεια και την εθνική της ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση.
Το γεγονός ότι η Ρωσία χρησιμοποίησε υπέρμετρη και μη αναλογική βία, τουλάχιστον σε σχέση με την αποδοχή της απόσχισης του Ντονμπάς, (την Κριμαία την ήλεγχε ήδη από το 2014), αποδεικνύει ότι: 
  • είτε ήθελε να πετύχει την πλήρη δορυφοροποίηση (ίσως και ενσωμάτωση) της Ουκρανίας, 
  • είτε ότι ανέμενε (λανθασμένα όπως αποδείχθηκε) την αυτόβουλη υποχώρηση της Ουκρανίας και του λαού της στις απαιτήσεις της, έστω μετά από μια υποτυπώδη αντίσταση.
Τόσο όμως η μη αναμενόμενη σθεναρή αντίσταση των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων αλλά και του λαού της, όσο και η εκδηλωθείσα, επίσης, μη αναμενόμενη, ισχυρή πολιτική και οικονομική αντίδραση (σκληρότατες κυρώσεις) του ΝΑΤΟ (και των ΗΠΑ), όπως και της Ευρώπης, αλλά και της διεθνούς κοινής γνώμης (ιδίως στο ανθρωπιστικό και ιδεολογικό επίπεδο), ανέτρεψαν τα σχέδια, χρονοδιαγράμματα και προβλέψεις των επιτιθέμενων.

Η δημιουργηθείσα κατάσταση παγκοσμίως θυμίζει έντονα τον Ψυχρό Πόλεμο (1945-1990) και ίσως σηματοδοτεί το δεύτερο γύρο του! Οι μεγάλης εκτάσεως οικονομικές κυρώσεις της Δύσης προς τη Ρωσία, σε συνδυασμό με την προηγηθείσα διετή πανδημία και τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειές της, αλλά και η ανατροπή (προσωρινή ή και μόνιμη) της ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης από τη Ρωσία, οδηγούν σε δύσκολα διαχειρίσιμα αδιέξοδα, που πλήττουν όλη τη διεθνή οικονομία.

Ταυτόχρονα, το “νεκρό” ΝΑΤΟ και η “κοιμισμένη” Ευρωπαϊκή Ένωση, ενεργοποιούνται και επανακαθορίζουν τους στόχους και τις μεθόδους τους. Οι ΗΠΑ εντείνουν τις σχέσεις και τον έλεγχό τους προς την Ευρώπη αποκόπτοντας την ενεργειακή της σχέση με τη Ρωσία (π.χ. North Stream 2), ενώ ετοιμάζονται να διοχετεύσουν το δικό τους LNG, ως εναλλακτική λύση (και προσοδοφόρα για τις ίδιες), ενώ επανακάμπτει η στρατιωτική παρουσία τους στην πρώην Ανατ. Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πιθανότατα θα αποκτήσει αμυντικό πυλώνα και θα επιδιώξει ενεργειακή επάρκεια (εργοστάσια LNG, νέοι αγωγοί όπως ίσως ο East Med, ανανεώσιμες πηγές, ίσως και πυρηνικοί σταθμοί), για να μην εξαρτάται από τη Ρωσία. Άλλωστε, η στρατιωτική βία που χρησιμοποιεί μαζικά η Ρωσία και η τραγικότητα των επιπτώσεων στον άμαχο πληθυσμό και τις υποδομές της Ουκρανίας, έχουν διαρρήξει για απροσδιόριστο χρόνο στο μέλλον τις όποιες συναινέσεις και συνέργειες είχε οικοδομήσει στη μεταψυχροπολεμική περίοδο, κυρίως από το 1991 έως το 1999, μεταξύ ΝΑΤΟ, ΕΕ, και Ρωσίας, η οικονομική συνεργασία και η παγκοσμιοποίηση, μετά βέβαια την επικράτηση της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς.

Η μέχρι τώρα εξέλιξη του πολέμου μας οδηγεί στις εξής επισημάνσεις:

– Η Ευρώπη και η υφήλιος επιστρέφει στον σκοταδισμό της ένοπλης βίας και της απανθρωπίας… Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι δεν μας φρονημάτισαν.

– Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο οι ισχυροί πόλοι της διεθνούς κοινότητας απέτυχαν να οικοδομήσουν ένα συναινετικό και δίκαιο σύστημα επίλυσης διαφορών, και έτσι, η κάθε πλευρά προωθεί τα δικά της συμφέροντα χωρίς να συνυπολογίζει τα νόμιμα και εύλογα συμφέροντα των άλλων.

– Η Ρωσική εισβολή δεν μπόρεσε να επιβληθεί τάχιστα στην Ουκρανία και οι εισβολείς δεν έχουν εύκολη στρατηγική εξόδου, ενώ αντιμετωπίζουν και τεράστια ζημία από τις Δυτικές οικονομικές κυρώσεις, οι οποίες ταυτόχρονα αποσταθεροποιούν την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία, με άξονα την ενεργειακή έλλειψη. Μακροπρόθεσμη Ρωσική κατοχή της Ουκρανίας είναι αδύνατη.

– Επιστρέφουμε σε νέο Ψυχρό Πόλεμο, αντί να υπάρξει μια σχέση εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας, που είναι καταρχήν μια ευρωπαϊκή χώρα, πέρα από τον συνολικό ευρωασιατικό χαρακτήρα της. Αυτό θα διαιωνίσει την Αμερικανική ηγεμονία στην ευρωπαϊκή ασφάλεια και ένα νέο διπολισμό, ενώ ταυτόχρονα οι ΗΠΑ εστιάζουν την προσπάθειά τους στην αντιμετώπιση της Κίνας.

– Η Ελλάδα οφείλει, μετά την ελπιζόμενη λήξη του πολέμου, να απαιτήσει από τον ΟΗΕ, τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε πολύ υψηλούς τόνους, την άμεση απομάκρυνση των κατοχικών στρατευμάτων της Τουρκίας από την Κύπρο, σε εκτέλεση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας ή την επιβολή σκληρών οικονομικών κυρώσεων απέναντί της, μέχρι και πάγωμα ή αποβολή της από το ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να μπλοκάρουν την ενταξιακή πορεία του «πονηρού και πλεονέκτη» γείτονά μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η επανένωση της Κύπρου μετά από 48 χρόνια κατοχής του 37% του εδάφους της, πρέπει να γίνει προτεραιότητα της Ευρώπης, με όρους δίκαιης λύσης, για μια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα να απαιτήσουμε την παύση του τουρκικού επεκτατισμού στο Αιγαίο και στον θαλάσσιο χώρο που δικαιούται η Ελλάδα, κατά το ισχύον Δίκαιο της Θάλασσας.
Ο Βενιαμίν Καρακωστάνογλου είναι Μόνιμος Λέκτωρ Διεθνούς Δικαίου Νομικής Σχολής Α.Π.Θ. Περιφερειακός Σύμβουλος Κεντρικής Μακεδονίας, Τομεάρχης Διαπεριφερειακών Σχέσεων τ. Πρόεδρος Περιφερειακού Συμβουλίου Π.Κ.Μ. πρ. Διπλωμάτης Διεθνών Οργανισμών

Αλληλεπίδραση του πολέμου στην Ουκρανία 
και του ενεργειακού ζητήματος:
Η χρησιμότητα του EastMed 

Του Δρος Βενιαμίν Καρακωστάνογλου

Η αιφνίδια επιδείνωση των σχέσεων Ρωσίας και Ουκρανίας, που βρίσκονταν ήδη σε ένταση από το 2014, με την παράνομη Ρωσική εισβολή της 24/2/22, προκάλεσε αναταράξεις και ανατροπές στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία του πλανήτη (λόγω κυρίως των οικονομικών κυρώσεων) και στην ενεργειακή επάρκεια, ιδίως στην Ευρώπη.

Η εξάρτηση πολλών ευρωπαϊκών χωρών από το Ρωσικό φυσικό αέριο και η Αμερικανική ισχυρή πίεση για διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας στην Ευρώπη, ώστε να υπάρξει απεξάρτηση από τη Ρωσία, αποκτούν πλέον, μετά την εισβολή στην Ουκρανία, χαρακτήρα αμεσότητας και ύψιστης προτεραιότητας, με συνέπεια να αναθεωρούνται ριζικά σχεδιασμοί και αξιολογήσεις στον τομέα της προμήθειας ενέργειας, καθώς πλέον επικρατούν εκ νέου συνθήκες Ψυχρού Πολέμου και έντονης αντιπαλότητας μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας, που προφανώς επηρεάζει και τις σχέσεις με την Κίνα και όχι μόνο…

Η ενεργειακή μετάβαση στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (Α.Π.Ε.) υπό το φως κυρίως της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, αλλά και της σταδιακής εξάντλησης των αποθεμάτων των ορυκτών καυσίμων, φαίνεται ότι μετατίθεται χρονικά και έτσι θα δοθεί άμεση προτεραιότητα στην διασφάλιση βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, ενεργειακής επάρκειας με παραδοσιακούς τρόπους και πηγές.

Ταυτόχρονα, βέβαια, θα συνεχισθεί επιταχυνόμενη η έρευνα για νέα αποθέματα υδρογονανθράκων, αλλά και η εγκατάσταση υποδομών για Α.Π.Ε., ενώ στο βάθος του ορίζοντα επαναξιολογείται και η πυρηνική ενέργεια, αλλά και η λύση της παραγωγής ενέργειας από το υδρογόνο, που θα αποτελέσει (όταν λυθούν υπάρχοντα τεχνολογικά προβλήματα) την οριστική λύση για παροχή ενέργειας παγκοσμίως!

Ο οικονομικός πόλεμος, λόγω των οικονομικών κυρώσεων που επέβαλε η Δύση προς την Ρωσία ως αντίμετρο για την εισβολή στην Ουκρανία, οδήγησε στην ακύρωση του υποθαλάσσιου αγωγού NordStream 2 (Ρωσίας-Γερμανίας) και αναμένεται να προκαλέσει την σταδιακή ή και άμεση παύση, μάλλον από τον επόμενο χειμώνα, συνολικά της τροφοδοσίας φυσικού αερίου από την Ρωσία προς την Ευρώπη. 

Πρέπει λοιπόν να βρεθούν ενεργειακές πηγές αντικατάστασης και εδώ προβάλλει η επαναξιολόγηση της κατασκευής του αγωγού EastMed, ο οποίος θα διοχετεύει το Ισραηλινό, Κυπριακό και Αιγυπτιακό φυσικό αέριο προς την Ευρώπη, υποθαλασσίως από την Ανατ. Μεσόγειο, διά της Ελλάδος προς την Ιταλία. Ο αγωγός αυτός θα έχει μήκος 1.872 χλμ. (1.335 υποθαλασσίως και 537 χερσαίως) και θα στοιχίσει περί τα 6 δις δολάρια και είναι τεχνικά εφικτός, παρά τα μεγάλα υποθαλάσσια βάθη από τα οποία θα διέλθει μεταξύ Κύπρου και Κρήτης (ως 3.200 μέτρα). Κυκλοφορεί η άποψη ότι ο αγωγός έχει και «γεωπολιτικά προβλήματα» (βλ. π.χ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 27-3-22, σελ. 5 του Οικονομικού ένθετου) δηλ. ότι η Τουρκία (αλλά και οι ΗΠΑ) αντιδρά γιατί ο αγωγός θα διέρχεται από την Κυπριακή ΑΟΖ (που αμφισβητεί) καθώς και από την δική της «γαλάζια πατρίδα», που αυθαιρέτως και μονομερώς προσδιόρισε μαξιμαλιστικά!

Η θέση αυτή είναι παντελώς αστήρικτη κατά το Διεθνές Δίκαιο της θάλασσας. Και αυτό γιατί στην ίδια την υβριδική έννοια της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, αλλά και της παλαιότερης και διατηρούμενης ζώνης της Υφαλοκρηπίδας (βυθός-υπέδαφος) επιτρέπεται μεταξύ άλλων ελευθεριών για όλα τα κράτη, η ελευθερία επικοινωνίας, δηλαδή η πόντιση ή κατασκευή υποθαλάσσιω ν καλωδίων και σωληναγωγών. 

Η ελευθερία αυτή συνυπάρχει με τα κυριαρχικά δικαιώματα οικονομικής φύσεως (και επί των φυσικών πόρων) στις δύο παραπάνω ζώνες (ΑΟΖ/Υφαλ.) που ονομάζονται γι’ αυτό ζώνες οικονομικής κυριαρχίας και ανήκουν στο παράκτιο κράτος που την δικαιούται, το οποίο όμως υποχρεούται να επιτρέπει την διέλευση υποθαλάσσιων καλωδίων και σωληναγωγών των άλλων κρατών, όπως ακριβώς υποχρεούται να επιτρέπει το δικαίωμα (ελευθερία) της ναυσιπλοΐας και της υπέρπτησης αεροσκαφών των άλλων κρατών. Υποβρύχια καλώδια για μεταφορά ηλεκτρισμού και τηλεφωνικού σήματος ή οπτικών ινών και υποβρύχιοι σωληναγωγοί για την μεταφορά υγρών (π.χ. πετρελαίου) και αέριων (π.χ. φυσικού αερίου ή στο μέλλον υδρογόνου), θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα καλώδια και τους σωληναγωγούς που είναι ήδη τοποθετημένοι. Επίσης η χάραξη της πορείας για την τοποθέτηση αυτών των σωληναγωγών πάνω στην υφαλοκρηπίδα, υπόκειται στη συναίνεση του παράκτιου κράτους. Αυτό δεν απαιτείται για τα καλώδια (βλ. άρθρο 79 της Σύμβασης του ΟΗΕ του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας). 

Συνεπώς η συναίνεση του παράκτιου κράτους είναι εύλογο να αφορά μόνο την ακριβή πορεία των σωληναγωγών, ώστε να μη συμπίπτουν ή εμποδίζουν ήδη τοποθετημένους σωληναγωγούς η εξέδρες ή άλλες κατασκευές κράτους, και άρα να αλλάζει η πορεία κατά λίγες μόνο εκατοντάδες μέτρα ή έστω λίγα χιλιόμετρα.

Δεν αφορά όμως, σε καμία περίπτωση, άρνηση διέλευσης τους σωληναγωγού ή μη αιτιολογημένη τροποποίηση της πορείας του. Είναι άλλο πράγμα να αμφισβητεί (παρανόμως βέβαια) η Τουρκία περιοχές της ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας της Κύπρου ή της Ελλάδος, αρνούμενη μάλιστα να αποδεχθεί την οριοθέτησή τους με δικαστική επίλυση (Χάγη) και είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα να θέλει να απαγορεύσει την διέλευση σωληναγωγών (ή ίσως και καλωδίων!) από περιοχές θαλάσσης (ΑΟΖ/Υφαλ.) που διεκδικεί και μάλιστα αυθαίρετα! Είναι ταυτόσημο με την άρνηση εκ μέρους της να επιτρέπονται στην ΑΟΖ (εφόσον δεν εμπλέκονται και δεν παρακωλύουν τα οικονομικά κυριαρχικά δικαιώματα του παράκτιου κράτους). Υπάρχουν βέβαια σκέψεις και για άλλους τρόπους μεταφοράς του φυσικού αερίου ή πετρελαίου από τους χώρους εξόρυξής του στην Ανατολική Μεσόγειο προς την Ευρώπη ή και αλλού, σε προορισμούς κατανάλωσης:

1) Εναλλακτικός EastMed μέσω χερσαίας διαδρομής της Βορείου Αιγύπτου και μετά υποθαλλασίως στην Κρήτη και Ελλάδα-Ιταλία

2) Αγωγός Ισραήλ-Τουρκίας, που βέβαια δεν θα αποδεχθεί η Κύπρος όσο παραμένει η κατοχής και διχοτόμηση του νησιού.

3) Μέσω υποθαλλάσιου αγωγού υγροποίησης (LNG) στην Αίγυπτο και μετά με πλοία στην Ευρώπη.

Το βέβαιο πάντως είναι ότι πρέπει να διοχετευθεί αέριο και πετρέλαιο από άλλες περιοχές πλην της Ρωσίας προς την Ευρώπη, με ασφαλή πορεία και μελλοντική προοπτική και η Ανατ. Μεσόγειος αποτελεί μια τέτοια. Θα πρέπει βέβαια να ερευνηθούν πολλές ακόμη περιοχές ιδίως της Κύπρου και της Ελλάδος (στην περίμετρο της Κρήτης) ώστε να αυξηθούν τα εντοπισμένα αποθέματα και να καταστεί περισσότερο συμφέρουσα η μεταφορά του αερίου/πετρελαίου μέσω του EastMed. 

Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να αναγκασθεί η Τουρκία να αποδεχθεί (προφανώς δικαστικά) οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Ελλάδα και την Κύπρο και πάντα με βάση τις ρυθμίσεις του Δικαίου της Θάλασσας και όχι τις αυθαίρετες απόψεις της περί δήθεν «Γαλάζιας Πατρίδας» και άρνησή της να δεχθεί το άρθρο 121 της Σύμβασης 1982 για την ισοτιμία των θαλάσσιων ζωνών των νησιών με αυτές των ηπειρωτικών ακτών.

Επίσης θα πρέπει να ολοκληρωθεί στη συνέχεια η θαλάσσια οριοθέτηση ΑΟΖ Ελλάδος-Αιγύπτου και να επιτευχθεί (έστω δικαστικά) η αντίστοιχη Ελλάδας-Λιβύης, με κατάργηση του ανυπόστατου νομικά, ψευδομνημονίου Τουρκίας—Λιβυης. Απαράβατη προϋπόθεση όλων των θαλάσσιων οριοθετήσεων είναι η επέκταση της Ελληνικής Αιγιαλίτιδας Ζώνης παντού (με συγκεκριμένη ρύθμιση στο Αιγαίο) και βέβαια η ανακήρυξη ΑΟΖ σε όλες τις παρακείμενες ελληνικές θάλασσες, με οριοθετήσεις όπου απαιτείται, στη βάση βέβαια του Διεθνούς Δικαίου.

Πηγή και των δύο κειμένων: 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου